Πλούσιο τὸ τραπέζι, ἑορτὴ γάρ, τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς Ἁγίας Ἑλένης. Εὐάριθμοι οἱ προσκεκλημένοι καὶ ὁ ἄρχων τοῦ οἴκου δίνει ἐντολὴ στὸν υἱὸ μὲ δύο λέξεις: Μετὰ μύρων… Πρόκειται γιὰ τὸ δοξαστικὸ – ἑωθινὸ τοῦ δευτέρου ἤχου, ὅπερ ἄδεται εἰς τοὺς Ναοὺς πάντα ἀπὸ τὸν πρωτοψάλτη. Ὅμως ὁ υἱὸς μετὰ τὸ δοξαστικὸ θυμᾶται τὰ παλιά του: Ἐσούρωσα κι ἀργήσαμε, μὰ ὅσο καὶ νὰ φταίω… γιὰ νὰ φέρει ἱλαρότητα στὸ κοινὸ καὶ στὴ συνέχεια μὲ ἄλλα δημοφιλῆ τραγούδια Χατζηδάκη καὶ Θεοδωράκη. Ἄλλαξε ἀμέσως ἡ εἰκόνα, ὅλοι εὐχαριστημένοι καὶ μὲ τὴ μουσική «ὑψοῦνται», πολὺ τὸ κέφι. Θὰ συνεχίσουν ὅλοι μαζὶ γιὰ ἀρκετὴ ὥρα μὲ τὶς παραλλαγὲς τῶν ἤχων, ὑψίφωνοι καὶ μπάσοι τῆς ὁμήγυρης.
Κρατάει ἡ μουσικὴ καλά.
Στὸ Βυζάντιο ὁ σπινθὴρ τῆς πίστεως ἦταν ἐντυπωσιακὸς στοὺς πολῖτες καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἡ βυζαντινὴ μουσική, πετᾶ ψηλὰ μὲ τὰ φτερά της.
Ἤδη ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός (676 – 749 μ.Χ.) ὀνοματίζει καλύτερα τὴν κλίμακα τῆς ἀρχαίας ὀκτάβας Ὑπάτη, Παρυπάτη, Λίχανος, Μέση, Παραμέση, Παρανήτη, Νήτη ἢ Νεάτη. Ἀντ’ αὐτῶν χρησιμοποιοῦνται τὰ σύμβολα ‘πα, βου, γα, δι’, κε, ζό, νί, ‘πα. Κυρίως ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς εἰσάγει τὸ ὀκτάηχο, καὶ ἔτσι τὸ ἆσμα προσδιορίζεται καλλίτερα εἰς ἦχον πρῶτον, εἰς ἦχον δεύτερον, τρίτον καὶ τέταρτον ὡς ἐπίσης εἰς ἤχους πλαγίους καλουμένους: πλάγιον α, πλάγιον β’, βαρύ, καὶ πλάγιον τοῦ δ’. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ταξινομεῖται ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ καὶ σπουδάζεται καλλίτερα.
Ἡ μουσικὴ εἶχε σημαντικὴ ἀνάπτυξιν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ὁ Ἀρχύτας ἀπὸ τὸν Τάραντα τῆς Σικελίας (428-347 π.Χ.) διαπίστωσε πρῶτος ὅτι ὁ ἦχος παράγεται ἀπὸ δονήσεις σωμάτων, συγκεκριμένα τῶν χορδῶν. Γιὰ νὰ ἔχουμε φωνὴ δονοῦνται οἱ χορδὲς στὸ λάρυγγα καὶ σὲ ὄργανο μὲ δύο ἢ τέσσερις ἢ ἑπτὰ ἢ περισσότερες χορδὲς παράγονται ἦχοι διαφόρων συχνοτήτων. Στὴν κλίμακα τῆς ὀκτάβας οἱ χαμηλότεροι φθόγγοι ἔχουν καὶ χαμηλότερη συχνότητα δονήσεων τῶν χορδῶν, ἐνῷ ὅσο εἶναι μεγαλύτερη ἡ συχνότητα τόσο ἀνεβαίνουμε στὴν κλίμακα τοῦ ‘πα, βου, γα, δι’ καὶ ὑψηλότερα στὶς νότες κε, ζῶ, νὶ καὶ τὸ πάνω ‘πα. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἐπίσης, ἦσαν καὶ λεπτομέρειες στὶς μουσικὲς νότες, ὅπως ἡ δίεις, ἡ ἀποτομή, τὸ κόμμα, καθὼς ἐπίσης τὰ τρία γένη, ἐναρμόνιο, διατονικό, χρωματικό. Ἡ διαφορὰ ἑνὸς ἐλάσσονος (10/9) ἀπὸ ἕνα μείζονα τόνο (9/8) εἶναι μικροδιάστημα, γνωστὸ ὡς διδύμειον κόμμα. Αὐτὸ κατέγραψε ὁ Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς (63 π.Χ.-10 μ.Χ.).
Ὑπάρχουν πολλὰ ἀρχαῖα κείμενα ποὺ ἀναφέρονται στὴ μουσική. Ὁ Ἀριστόξενος ὁ Ταραντίνος (4ος αἰῶνας π.Χ.) ἔγραψε βιβλία γιὰ τά Ἁρμονικά καὶ τά Ρυθμικὰ στοιχεῖα. Ἀργότερα, τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. ὁ Πορφύριος θὰ μιλήσῃ γιὰ μουσικὲς αἱρέσεις ἢ ἀπόψεις στὴ μουσική. Ὑπάρχουν πολλές, ἀλλὰ δύο εἶναι οἱ ἐπικρατοῦσες: ἡ Πυθαγόρεια τῶν μαθηματικῶν καὶ ἡ Ἀριστοξένεια τῆς ἐμπειρίας ἢ ἀκουσματική. Ἡ δεύτερη τῆς ἐμπειρίας εἶναι συνηθέστερη μουσικὴ ποὺ στηρίζεται στὸ «καλὸ αὐτὶ».
Τὸ 5300 π. Χ. ὑπῆρξε αὐλὸς μὲ χορδές, ὅπως ἀνακάλυψε ὁ Γ. Χουρμουζιάδης στὴ λίμνη τῆς Καστοριᾶς τὸ 1995. Τὸ 2700 π.Χ. ὁ Κυκλαδικὸς πολιτισμὸς εἶχε τὸν αὐλητὴ καὶ τὸν ἁρπιστὴ καὶ ἀργότερα στὸ Μινωικὸ πολιτισμό, τὸ 2000 π.Χ. , ἦσαν διαδεδομένες ἡ φόρμιγξ καὶ ἡ κιθάρα. Στὰ ἔγχορδα θὰ περιληφθῇ καὶ ἡ πάνδουρις, πρόδρομος τοῦ νεώτερου λαούτου. Ὁ Ὅμηρος μαζὶ μὲ τὰ ὄργανα αὐτὰ ἀναφέρει καὶ τὶς σάλπιγγες καὶ σ’ αὐτὲς προστίθεται ἡ λύρα, στὴν ἀρχὴ μὲ τέσσερις καὶ ἀργότερα μὲ ἑπτὰ χορδές. Μὲ τὴ λύρα μοιάζει καὶ ἄλλο μουσικὸ ὄργανο, ἡ βάρβιτος. Στὰ πνευστά, πέραν τῆς σάλπιγγος καὶ τοῦ αὐλοῦ, κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν ἡ σύριγξ, ὁ δίαυλος καὶ τὸ κοχύλι, ἐνῷ εἰς τὰ κρουστὰ ἐχρησιμοποιοῦντο τὰ τύμπανα, τὰ κύμβαλα, τὰ κρόταλα, τὸ σεῖστρο. Ὑπάρχουν ὕμνοι θρησκευτικοί, ὅπως ὁ παιάν, ἀλλὰ καὶ τραγούδια ἐνθουσιασμοῦ ἀπὸ τὸ χορὸ καὶ μὲ κιθάρα σὲ ἑορτὴ τοῦ Διονύσου, ὅπως ὁ διθύραμβος. Ἐμφανίζονται οἱ νόμοι, ἤγουν μουσικὰ ἔργα ἀπαιτήσεων ὡς πρὸς τὴ σύνθεσιν καὶ τὴν ἐκτέλεσιν. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου γίνονται μουσικοὶ ἀγῶνες, ἀρχικὰ στὰ Πύθια καὶ ἀργότερα στὰ Ὀλύμπια, στὰ Ἴσθμια, στὰὴ Νέμεα, σὲ ὅλες τὶς Πανελλήνιες γιορτές. Τὸν 6ο αἰῶνα π.Χ., ὅπως σημειώνει ἡ Κατερίνα Παπαοικονόμου – Κηπουργοὺ στὸ θαυμάσιο βιβλίο τςς «Ἡ Μουσικὴ στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα», οἱ Ἀργεῖοι ἦσαν οἱ καλύτεροι στὴ μουσικὴ μὲ πρώτους τὸν Ἀριστόνικο καὶ τὸν Σακάδα. Στὸ χορό (χορωδία) μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου διακρινόταν κάποιος ποὺ τραγουδοῦσε μόνος ἐπ’ ὀλίγον – solo, δηλαδὴ μονωδία. Καὶ ἀργότερα περὶ τὸ 520 π.Χ. ἐμφανίζεται ὁ ὑποκριτής – ἠθοποιός, πάντα μέσα στὸ χορό, ὁ ὁποῖος συζητᾶ, ὅπως καὶ ὁ solo τραγουδιστὴς μὲ τὸν ὑπόλοιπο χορὸ καὶ ἔτσι ἐμφανίζονται οἱ κατευθύνσεις πρὸς τὸ δρᾶμα τοῦ θεάτρου, τὴν τραγωδία καὶ τὴν κωμωδία. Τότε θὰ ἐμφανισθοῦν ὁ Αἰσχύλος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Εὐριπίδης, ὁ Ἀριστοφάνης, τῶν ὁποίων ἡ γραφή, ὅπως καὶ τοῦ Πινδάρου καὶ ἄλλων, ἔχει μουσικοὺς κανόνες.
Βασικὸ στοιχεῖο τοῦ θεάτρου εἶναι ἡ μουσική. Παράλληλα μὲ τοὺς μουσικοὺς ἀγῶνες χτίζονται παντοῦ θέατρα καὶ ὠδεῖα γιὰ συναυλίες. Ὁ Πίνδαρος, πέρα ἀπὸ τὶς ἐπινίκιες ὠδές του, τοὺς ὕμνους καὶ τοὺς θρήνους του, πιθανολογεῖται ὅτι παράλληλα χρησιμοποιοῦσε καὶ μουσικὴ γραφὴ γιὰ διδασκαλία σὲ ἀπομακρυσμένες χῶρες, ὡς ἡ Αἴγυπτος ὅπου τραγουδοῦσαν τὰ ποιήματά του.
Κατὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους, οἱ συνθέσεις γενικότερα τοῦ λόγου ἀλλὰ καὶ τῆς μουσικῆς παρουσίασαν κάμψη. Ὡστόσο ἡ μουσικὴ καθ’ ἑαυτήν εἶχε ἄνθησιν στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ Διονυσιακοὺς τεχνῖτες, πολλὰ μουσικὰ χειρόγραφα ἀλλὰ καὶ νέα ὄργανα, ὡς ἡ ὕδραυλις. Πρακτικὰ ἦσαν ἐπαναλήψεις παλαιῶν ἔργων χωρὶς συνθετικὲς καινοτομίες καὶ αὐτὸ ἀποδίδεται στὸ ὅτι ὁ κόσμος ἔχει παύσει νὰ πιστεύῃ στοὺς θεοὺς καὶ δὲν ἀναπτύσσεται ἡ τέχνη πρὸς τὸ Θεῖον. Τοὺς ἀρέσει περισσότερο τὸ θέαμα στὸ Κολοσσαῖο μὲ τὶς ἀγριότητές του.
Ποῖος τῷ καιρῷ ἐκείνῳ θὰ περίμενε τέτοια ἐξέλιξιν τῆς μουσικῆς, νὰ ἀνακουφίζῃ, νὰ προλαμβάνῃ σπασμοὺς τῶν ἀρτηριῶν μὲ κρίσεις στηθάγχης καὶ νὰ βοηθάῃ σὲ μιὰ ἐπέμβασιν ποὺ θὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν στεφανιαία κυκλοφορία, νὰ ζήσῃ ὁ πάσχων πολλὰ ἔτη! Οἱ λέξεις μουσικὴ καὶ ὅλες οἱ σχετικὲς ὡς ὁ ρυθμός, ἡ μελωδία, ἡ ἁρμονία, ἡ λύρα, ἡ ὠδή, τὸ θέατρο καὶ ἡ σκηνή, μᾶς λέγει ἡ Κατερίνα Παπαοικονόμου – Κηπουργοῦ, σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες ἔχουν ἀκριβῶς τὴν ἴδια ὀνομασία. Ὥστε οἱ Γάλλοι π.χ. νά ἀναφέρονται στὴ musique, rythme, melodie, harmonie, lyre, ode, theatre, scene.
Στήν ἀρχαιότητα εἶχαν ἐπιδόσεις οἱ Ἕλληνες στὴ μουσική. Καὶ τώρα, στὸ σύγχρονο κόσμο, ἡ μουσικὴ ἔγινε ἐπίσημα καὶ θεραπευτική – ἰατρική. Στὴν ἐπαγγελματικὴ καριέρα τοῦ ἰατροῦ, τὸ 1944 στὸ Michigan ἀναγνωρίζεται ἐὰν τὸ βιογραφικὸ σημείωμα ἀναφέρεται καὶ σὲ θεραπεία μὲ μουσική. Τὸ 1945 ἐμφανίζεται τὸ πρῶτο Ἐθνικὸ Συμβούλιο Μουσικῆς Θεραπείας. Στὶς Η.Π.Α., τό 1971 ὀργανώνονται οἱ μουσικοθεραπευτὲς καὶ συνιστοῦν τὴν Ἀμερικανικὴ Ἕνωσιν Μουσικοθεραπευτών.
Πῶς νὰ πάῃ τὸ μυαλὸ τοῦ αὐλητῆ καὶ τοῦ ἁρπιστῆ κατὰ τό Μινωϊκὸ πολιτισμό, ὅτι ἡ μουσικὴ θὰ ἔχῃ τέτοια ἐξέλιξιν!
Ἀλλὰ ἐδῶ ὁ Πλάτων ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴ μουσικὴ τοῦ μὴ παρέκει, τὰ μπάμπα – μπούπα καὶ τὰ ἐκκωφαντικὰ μονότονα τὰμ – τὰμ τῆς ἀπωτέρας Δύσης, ἐνῷ δὲν θὰ εἶχε παράπονο ἀπὸ τὰ βυζαντινά, ἐκκλησιαστικὰ ἄσματα ἀλλὰ καὶ τραγούδια, ὅπως αὐτὰ τῆς Σμύρνης. Κανένα παράπονο ἀπὸ Χατζιδάκη καὶ Θεοδωράκη, τὰ δημοτικὰ καὶ τὰ ἐλαφρά, ποὺ βελτιώνουν τὴν ἀρρώστια, καταπολεμοῦν τὸ ἄγχος καὶ ἐπιταχύνουν τὸ χρόνο τῆς ἀνάρρωσης, μὲ σφυγμοὺς φυσιολογικοὺς καὶ πίεσιν κανονική. Ἐδῶ ἔχει μεσολαβήσει ἡ μεγάλη ἐπίδοσις τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, ‘πα, βου, γα, δι’ , κε, ζό, νί, ‘πα καὶ τῆς δυτικῆς ἀργότερα, do, re, mi, fa, sol, la, si, do.
Ὁ Πλάτων πίστευε, ὡς ὁ Πυθαγόρας, ὅτι ἡ καλὴ μουσικὴ εἶναι καὶ αὐτὴ μαθηματικὰ καὶ ὁδηγεῖ στὴ γνώσιν τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ ἀληθινοῦ, στὴν κατάκτησιν τῆς ἀρετῆς.
Ἐνῷ μὲ τὴν κακὴ μουσική, τὴν ὁποία ἀποστρέφεται ὁ Πλάτων, μπορεῖ νὰ προκληθοῦν παθήσεις.
Αφήστε μια απάντηση