ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ 87 ΣΧΕΔΙΑ ΔΙΑ ΤΟΝ ΝΑΟΝ-ΜΝΗΜΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ

 

Πολλὰ σχέδια Ναῶν ἐπροτάθησαν. Ἀντιπροσωπευτικῶς:

ΠΡΩΤΟΝ
Εἰς τὸ παρὸν ἄρθρο μας ἀναφερόμεθα εἰς τὸ ἔργο τοῦ Ἐρνέστου Μαυρίκιου Θεόδωρου Τσίλλερ (Oberlößnitz Γερμανίας 1837 – Ἀθήνα 1923), μὲ ἀδιάσειστα καὶ συνταρακτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἔκδοσιν τῆς Ἐθνικῆς Πινακοθήκης : «ΕΡΝΕΣΤΟΣ ΤΣΙΛΛΕΡ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ [1837-1923]»:

«…Μοναδική εξαίρεση στη χρήση βυζαντινού ύφους αποτελεί το σχέδιο για τον ναό-μνημείο Άγιος Γεώργιος Λυκαβηττού (1885), επειδή το έργο αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στα αποκλειστικά εκκλησιαστικής σημασίας κτίσματα. Αυτό, λόγω του μνημειακού του χαρακτήρα, έπρεπε να εκφράζει το έθνος και την πατριωτική ιδεολογία. Η σύνθεση αυτή, που δεν έχει πραγματωθεί, μπορεί να θεωρηθεί ως πιθανό δείγμα της ρομαντικής ιδέας του Τσίλλερ, συγκεντρωμένης σε ένα κτίσμα διπλής συμβολικής σημασίας, πατριωτικής και θρησκευτικής. Ο Τσίλλερ άλλωστε ζούσε από κοντά τα πολιτικά γεγονότα. Ήταν η εποχή που στον βαλκανικό χώρο σημειώνονται ιστορικά κινήματα και στην Ελλάδα επικρατούσε ένα πνεύμα αναβρασμού και εθνικής έξαρσης, το οποίο καταλάγιασε με τον ευρωπαϊκό αποκλεισμό, την έναρξη λιμού και την καταβαράθρωση της οικονομίας της χώρας. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, ο αρχιτέκτονας δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την επιρροή του εθνικού παραληρήματος και έτσι μπορεί να υποτεθεί ότι προσπάθησε να συνοψίσει στη μορφολογία του έργου, έστω και ασύνειδητα, το ένδοξο παρελθόν του λαού που υπέφερε, από την κλασική Ελλάδα και το Βυζάντιο, μέχρι τους νεότερους χρόνους. Μια άλλη εξαίρεση μορφολογικού ύφους του Τσίλλερ ήταν και η σύνθεση για το εξωραϊστικό έργο του Λυκαβηττού, που ξεκίνησε να μελετά ερασιτεχνικά, και η οποία αποτελεί ένα ντοκουμέντο για την ιστορική πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας…».

ΠΗΓΗ Πινακοθήκη & Μουσεῖο Ἀλεξάνδρου Σούτσου
http://www.nationalgallery.gr/images/docs/books/ziller.pdf
σελ. 36 , 248, 249, 251.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Με εισήγηση της ειδικής Επιτροπής Ηρώου, η Κεντρική Επιτροπή, στις 16 Αυγούστου 1929, προκήρυξε διαγωνισμό μεταξύ Ελλήνων καλλιτεχνών για την εκπόνηση σχεδίου.

Η επιτροπή ειδικών που θα έκρινε τα σχέδια θα υπέβαλλε όσα προκρίνονταν σε νέα «διεθνή κρίσιν».

Η προκήρυξη όριζε τον σκοπό του μνημείου, τη θέση του και τα βασικά στοιχεία της σύνθεσης ως εξής:

«…Το Ήρώον τούτο μέλλον να διαιώνιση την εύγνωμοσύνην του Έθνους προς τους ήρωας λυτρωτάς της Πατρίδος, ιδρύεται πρώτιστα εις δόξαν Θεού τη συνάρσει του οποίου έστέφθη ό ιερός απελευθερωτικός άγων. Ίδρυθήσεται εν τω κέντρω του Πεδίου του Άρεως
εν μέσω φυτειών και αλσυλλίων, δύναται δε να είναι σχήματος κυκλικού, τετραγώνου ή πολυγώνου.

Εσωτερικώς θα εχει τύπον ναού, κατά τα ψηφίσματα των Εθνοσυνελεύσεων με την Άγίαν Τράπεζαν εις την Άνατολικήν πλευράν.

Αι άλλαι πλευραί θα τοιχογραφηθούν με εικόνας ίστορούσας
τα του Ιερού αγώνος.

Εξωτερικώς θα κυκλωθεί καί κοσμηθεί δι’ ανδριάντων, προτομών και γλυπτικών συμπλεγμάτων και συμβόλων…»

Σύμφωνα με την παραπάνω διατύπωση το σχεδιαζόμενο μνημείο θα ήταν συνδυασμός ναού και Πανθέου

ΠΗΓΗ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους, Φ. 40.

 

 

ΤΡΙΤΟΝ
Ἀρχιτέκτων Ludwig Lange
Ὁδεύοντες πρὸς τὸ ἀποκορύφωμα τῶν ἐρευνῶν μας, ὁ ὑπότροφος τοῦ Ἱδρύματός μας κ. Γεώργιος Χρυσοβαλάντης Κουγιαγκάς, Φοιτητὴς τῆς Πολυτεχνικῆς Σχολῆς-Τμήματος Ἀρχιτεκτόνων Μηχανικῶν τοῦ Α.Π.Θ. ἀνεκάλυψε τὸ περιπόθητον ἐγκεκριμένον καὶ ἀναφερόμενον εἰς τὸ ΦΕΚ ὑπ’ἀριθμ. 12/11.4.1838 σχέδιον τοῦ Τάματος τοῦ Ὄθωνος.

Εὐχόμεθα αὐτὸ τὸ πρωτότυπο εὕρημα νὰ εἶναι πράγματι ἡ καίρια παράμετρος λύσεως τοῦ προβλήματος τῆς πραγματοποιήσεως τῶν Ταμάτων τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη καὶ τῶν ἄλλων Ἡρώων τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας.

Κατωτέρω τὸ λεπτομερὲς ἄρθρον.

***

Την δεκαετία του 1830 το νεοσύστατο κράτος προχωρει με όσα μέσα διαθέτει στην υλοποίηση απαραίτητων υποδομών και δεν διστάζει να οραματίζεται μια νέα πρωτεύουσα, σχεδιασμένη σχεδόν από την αρχή. Η επιλογή της Αθήνας φαίνεται πως συναρτάται με την αίσθηση απευθείας συνέχειας του κράτους από την ελληνική αρχαιότητα, ιδέας που τόσο γοήτευε την εγχώρια διανόηση της εποχής,
αλλά και τους ευρωπαίους φιλέλληνες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση της Δ’ Εθνοσυνέλευσης για την ανέγερση καθεδρικού ναού επ’ονόματι του Σωτήρος Χριστού επρόκειτο να πραγματοποιούνταν. Η αρχή έγινε με διάταγμα της Βαυαρικής Αντιβασιλείας, το 1834, το οποίο έμεινε ανεκτέλεστο – ανεφάρμοστο. Ακολούθησε το γνωστό διάταγμα του Όθωνα τέσσερα χρόνια αργότερα, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 11 η Απριλίου 1838. Στο διάταγμα αυτό αποφασίζεται η ανέγερση στην πρωτεύουσα ναού του Σωτήρος “προς αιώνιαν μνήμην της θαυματουργού αντιλήψεως της Θείας Πρόνοιας, της ρυσαμένης τον
Ελληνικόν Λαόν από δεινών και κινδύνων”.

Η τοποθεσία του ναού είχε ήδη προσδιοριστεί από τους αρχιτέκτονες που συνέταξαν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, Σ.Κλεάνθη και Ε.Σάουμπερτ, και τον Klenze που αναθεώρησε και
προσάρμοσε αργότερα το σχέδιο αυτό. Ήταν η πλατεία Όθωνος, στην κορυφή του ισοσκελούς τριγώνου που όριζε την ρυμοτομία της νέας πρωτεύουσας: η γνωστή μας πλατεία Ομόνοιας.

Ωστόσο, σε δημοσίευση της εφημερίδας Αιών αναφέρεται η θέση
της εκκλησίας κοντά στα Ανάκτορα, γεγονός που ερμηνεύεται σε αλλαγή της χωροθέτησης κοντά στη Μονή Ασωμάτων (Μαρκάτου 1995).

Γράφεται επίσης ότι ο Όθων θεμελίωσε το μνημείο το 1838 “μετά πομπής και παρατάξεως μεγάλης”.
Μνημονεύονται επίσης ως εναλλακτικές τοποθεσίες η Πλ. Θεάτρου και η οδός Πανεπιστημίου.

Στο διάταγμα επίσης αναφέρεται η ύπαρξη αρχιτεκτονικών σχεδίων του ναού, συντεταγμένων από αρχιτέκτονα που ορίστηκε για τον σκοπό αυτόν από τον Βασιλέα. Πρόκειται για αρχιτεκτονική σύλληψη που κρίθηκε άξια “του Ελληνικού Λαού, και του συμβάντος, προς τιμήν του οποίου ανεγείρεται”.

Μέχρι στιγμής, η επιστημονική κοινότητα στερούταν οποιασδήποτε γνώσης για τα σχέδια αυτά, με αποτέλεσμα να μένει στη σκιά το σημαντικό αυτό μέρος της ιστορίας του Τάματος, που αποτελεί ίσως την κλείδα για να κατανοήσουμε το όραμα της εποχής εκείνης.

Η ιστορική μας έρευνα μας οδήγησε στον Γερμανό αρχιτέκτονα Ludwig Lange (1808-1868). Πρόκειται για έναν από τους βορειοευρωπαίους αρχιτέκτονες που εργάστηκαν στην Ελλάδα την περιόδο της βασιλείας του Όθωνα, ο οποίος υπήρξε καθηγητής σχεδίου στο νεοσύστατο Βασιλικό Γυμνάσιο Aθηνών και, σύμφωνα με την γερμανόφωνη βιογραφία του στην Allgemeine Deutsche Biographie, ανέλαβε υπεύθυνος έργων του Βασιλείου, διορισθείς υπό του Όθωνα «Εμπειρογνώμων πολιτικός μηχανικός» (Baurat) και σχεδίασε την “Εκκλησία του Λυτρωτή”.

Στα 1839 φαίνεται να επιστρέφει στην πατρίδα του και να μην υπογράφει άλλο έργο στην Ελλάδα, εκτός από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, που σχεδίασε μαζί με τον Ε.Τσίλλερ.

Πράγματι, στο εκδοθέν στην Γερμανία βιβλίο του Werke der höheren Baukunst (Lange, 1848-1850), ο Lange ανάμεσα σε άλλα έργα του, περιλαμβάνει τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ναού του Σωτήρος.

Πρόκειται για σταυροειδή τρουλαίο ναό με νεοαναναγεννησιακά και βυζαντινά στοιχεία, σε άμεσο διάλογο με τις αρχιτεκτονικές τάσεις που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη την εποχή εκείνη.

Εφόσον τα ιστορικά στοιχεία και οι συγκυρίες φαίνεται να συμπίπτουν, μπορούμε ασφαλώς να μιλάμε για την πρώτη παρουσίαση σε Ελληνικό κοινό των σχεδίων του Τάματος του Έθνους από τον Απρίλιο του 1838.

Μάλιστα, τα τεκμήρια αυτά είναι τα μοναδικά σχέδια που
αναφέρονται αποκλειστικά σε καθεδρικό ναό του Σωτήρος και έχουν λάβει επίσημη επικύρωση, αφού όλα τα υπόλοιπα που έχουν κατά καιρούς δημοσιοποιηθεί είτε αφορούν κάποιο κοσμικό Ηρώο, είτε αποτελούν απλές αρχιτεκτονικές προτάσεις που δεν έλαβαν ποτέ έγκριση από την πολιτεία.

Τα σχέδια του αναφερόμενου κτιρίου, όπως και τμήμα του βιβλίου Werke der höheren Baukuns, μπορούν να βρεθούν στην βιβλιοθήκη του Πολυτεχνείου Ζυρίχης (ETH ZURICH), και σε ψηφιοποιημένη μορφή μέσω της ιστοσελίδας e-rara.ch στον ακόλουθο σύνδεσμο:

https://www.e-rara.ch/zut/content/titleinfo/15753291?lang=de

Γεώργιος Χρυσοβαλάντης Κουγιαγκάς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *