ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ 87 -Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΙΑΣ (ΗΛΙΑ ΜΠΑΚΟΥ )

Δέν ἦταν ὁ Καραϊσκάκης «ὁ γυιός τῆς καλογριᾶς»

Ὀλές ἱστορικές μαρτυρίες καί παραδόσεις χαρακτπρί-

ζουν τήν μητέρα του «καλογριά» στό Μοναστήρι Κοιμή-

σεως τῆς Θεοτόκου Σκουλπκαριᾶς καί ἀναφέρουν ὅτι ὡς κα-

λογριά συνέλαβε ἐκεῖ καί γέννησε τόν Καραϊσκάκη. Μέ Bdon

λοιπόν αὐτόν τόν χαρακτηρισμό ὁ Καραϊσκάκης ὀνομάσθηκε

«ὁ γυιός τῆς καλογριᾶς». Βέβαια κανείς δέν ἀρνεῖται ὅτι ἦταν

νόϑος, μά οὔτε ὁ ἴδιος τό ἔκρυβε. Ἐκεῖνο πού ἀμφισβητεῖται

ἐδῶ εἶναι ἐάν πράγματι ἡ Ζωή Διμισκῆ ἐκάρη μοναχή, ὥστε

ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἴδια νά φέρη τήν τυπική ἰδιότητα τῆς μοναχῆς

καί νά χαρακτπρίζεται δίκαια «καλογραία» καί ἀφ᾽ ἑτέρου ὁ

νόθος γυιός της σάν «ὁ γυιός τῆς καλογριᾶς».

Ἡ ἀφορμή γιά τούς χαρακτηρισμούς αὐτούς δόθηκε ἀπό

τό γεγονός ὅτι ἡ Ζωή γιά ἕνα χρονικό διάστηµα ἔζησε στό

Μοναστήρι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σκουληκαριᾶς. Οἱ λό-

γοι πού ὁδήγησαν ἐκεῖ τήν ἀδελφή τῶν Διμισκαίων ἧταν κα-

Θαρά ἡ διασφάλιση τῆς ζωῆς g ἀπό τούς Τούρκους, ἐπειδή

Οἱ ἴδιοι ἤσαν κλέφτες (Ζορμπάδες) καί βρίσκονταν στό κλαρί.

Γιά τόν λόγο αὐτό ἔδωσαν τή Ζωή στό Μοναστήρι καί μάλι-

στα μέ τό ὄνομα Διαμάντω, ὥστε νά τήν ἀποκρύψουν ἀπό

τήν ὀργή τῶν Τούρκων κατά τῆς οἰκογένειάς των. Ἢ µαυρο-

φόρα ἀδελφή τους μέσα στό Μοναστήρι καί μέ τό μαῦρο τσε-

μπέρι τοῦ τόπου εὔκολα χαρακτηρίσθηκε «Καλογριά», ἀπό

μέν τούς δυκούς τις σκόπιµα, ἀπό τούς ἄλλους δέ εἰρωνικά.

‘0 ἀληθοφανής καί εἰρωνικός αὐτός χαρακτηρισμός ἔγινε

γνωστός καὶ δεκτός στό εὐρύτερο κοινό πού δέν γνώριζε

βαθύτερα τή σκοπιµότητα καί καταγράφηκε ἀπό τήν ἱστορία

ἀνεξέλεγκτα καί ἀβασάνιστα. Αὐτό ἀρκοῦσε γιά νά χαρακτη-

ρισϑῆ ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης ἀπό ἱστοριογράφους, λογοτέ-

χνες καί ποιητές «ὁ γυιός τῆς καλογριᾶς». Ἄλλωστε καί στά

παιδικά του χρόνια, ἐπειδή πολλοί δέν ἔτρεφαν γι’ αὐτόν καί

πολλές συµπάθειες, τοῦ ἀποδίδανε τέτοιους καί ταπεινότε-

ρους ἀκόμα χαρακτιιρισμούς. Στό Μοναστήρι ἀνατέθηκαν

στή Ζωή ἀπό τόν λαμπρό Ἡγούμενο Καλλίνικο! ὁπωσδήποτε

ὁρισμένες ἀσχολίες: ἡ καθαριότητα τοῦ ναοῦ”, τό ἄναμμα

τῶν κανδηλιῶν, 1L καλλιέργεια τῶν περιβολιῶν καί ἡ φρο-

ντίδα κατοικιδίων ζώων. Ὑπό αὐτήν τήν ἰδιότητα διατήρπσε

τά μαῦρα ἐνδύματα καί ἴσως αὐστηρότερα τώρα. Τόσο ἡ

ἀμφίεσή τηε  καί ἡ διαµονή της στή Μονή ὅσο καί ἡ ἔλλει-

ψη οἰκογενειακῆς στέγης ἀρκοῦσαν στόν τόπο αὐτό νά τῆς

προσδώσουν τόν χαρακτηρισµό «καλογριά» προστάτευε τήν

καταγωγή της, διατηροῦσε τήν ἀνωνυμία καί ἐξασφάλιζε τήν

ἀκεραιότητα τῆς ζωῇς τῆς  ἀπό τούς ἐχθρούς της οἰκογένειάς

της. Ἐπί πλέον τήν κάλυπτε καί ὁ πρῶτος ἐξάδελφός της

Γῶγος Μπακόλας μέ τό κῦρος καί τήν ἐπιβολή πού διέθετε

στόν τόπο αὐτό. Ὅσον ἀφορᾶ γιά τό ὄνομα Διαμάντω δέν

ἀποκλείεται ἤ, νά εἶχε δύο ὀνόματα ἢ καί νά τῆς ἀποδόϑηικε

στό Μοναστήρι γιά νά τήν διατηρήσουν ἄγνωστη στόν πολύ

κόσμο καί νά μήν προδοϑῆ στούς ἐχϑρούς τῶν ἀδελφῶν της.

Διά τό ἀληθές τοῦ λόγου τῶν ἀνωτέρω παραθέτουµε σχε-

τικό ἀπόσπασμα ἀπό τό ἐκδιδόμενο χειρόγραφο τοῦ εὐπα-

τρίδη Μήτσιου Τρίμου αὐτολεξί:

«Δύο ἀδελφοί Διμισκαῖοι πού ἦταν στό Κλαρί, ἐννοῶ κατά

τῶν Τούρκων, εἶχαν καί μίαν ἀδελφή ὀνόματι Ζωή(-τσα), εἶχαν

δε καί τήν γραίαν μπτέρα των, ἡ Ζωή(-τσα) δέν εἶχε ἔλθη εἰς

γάµον, ἦτο παρθένος. Ἐπειδή στό Μοναστήρι τῆς Σκουλη-

καριᾶς παρέµειναν μόνιμα πολλές οἰκογένειες, καί ἐπειδή οἱ

Τοῦρκοι δέν ἐνοχλοῦσαν τό προσωπικό τοῦ Μοναστηριοῦ, oἱ

δύο ἀδελφοί Διμισκαῖοι ἔκριναν καλόν νά ἀφήσουν τήν ἀδελ-

φήν των στό Μοναστήρι τῆς Σκουληκαριᾶς, ἵνα μή εἶναι γνω-

στόν ὅτι ἦτο ἀδελφή τῶν Διμισκέων καί καµπλοφαρισμένη ὅτι

δῆθεν ἦτο κόρη ἑνός ὑπηρέτου τῆς Μονῆς, ἵνα ἀποφεύγη τάς

ἐνοχλήσεις τῶν Τούρκων. Ἀφοῦ οἱ δύο ἀδελφοί-οἱ Κλέφτες τό

πῆραν ἀπόφασι να ἐξασφαλίσουν τήν ἀδελφήν των ἐκεῖ, μίαν

νύκτα κατέβηκαν καί συνήντησαν τόν Ἡγούμενον Καλλίνικον

καί τοῦ ἀνακοίνωσαν τήν ἀπόφασίν των. Ὁ Καλλίνικος ἀνέ-

λαβεν ὑποχρέωσιν νά ἀποκρύψη τήν Ζωή(τσα) ὅσο μποροῦσε

ἀπό τούς Τούρκους. Καθ’ ὅτι ὁ Καλλίνικος οὔτε Τουρκόφιλος

ἧταν καί τούς Κλέφτες τούς φοβόταν καί ἤθελε νά τούς ἐξυ-

πηρετήσει. Ἢ δὲ Ζωή συγκατοικοῦσε καί συµπτεριεφέρετο σάν

κόρη ἑνός ντζιοπάνου, καί γιά νά μήν μαθευτεῖ ποιά ἦταν δέν

τήν ἐφώναζαν Ζωή, τή φώναζαν Διαμάντω» (η’).

Καί ὁ Μήτσιο(ς) Τρίμπτος καταλήγει κατηγορηµατικά καὶ

ἀπόλυτα: «Νομίζω δὲ ὅτι οὐδείς Ἕλλην συνετός καί φιλαλή-

ϑης θά εἶναι εἰς θέσιν νά μᾶς παρουσιάση γνησιώτερα στοι-

χεῖα διά τήν γενεαλογίαν τοῦ Καραϊσκάκη καθ’ ὅτι τά ἐν τῷ

παρόντι διατυπωϑέντα διαλέγοντο ἀπτό γέροντες γεννηϑέντες

πτρό τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ὅταν ὁ Καραϊσκάκης ἀκόμη

ἦτο σωματοφύλακας τοῦ Ἀλῆ, Πασιᾶ. Καί μάλιστα ἀπό ἄνδρες

ol ὁποῖοι ὑπηρέτησαν ὑπό τάς διαταγάς τοῦ Ντούλα Γώγου,

ὅστις ἀνέλαβε τήν ὑποστήριξιν τῶν Τούρκων µετά τόν θάνατον

τοῦ πατρός του καί τήν καταδίωξιν τῶν Κλεφτῶν» (ιγ ).

Παράλληλα καὶ ὁ δισέγγονος τοῦ Γώγου Μπακόλα

Ἡρακλῆς Γῶγος διασώζει κατηγορηματικά ὅτι «πατέρας τοῦ

Καραϊσκάκη ἦταν ὁ Ἀρματολός Νίκος Πλακιᾶς» ἡ 82 μπτέρα

του Ζωή Διμισκῆ, «ἦταν ψευτοκαλόγρια».

«Ὁ Γῶγο Μπακόλας – πατέρας τοῦ Ντούλα Γώγου ἦρϑε

στή Σκουλπκαριά “ἀπό τοῦ Σταϑᾶ Βάλτου – εἶχε συγγέ-

νεια μέ τούς Ἰσκαίους στήν Ντούνιστα (Δούνιστο), πρῶτα

ἐξαδέλφια μέ τούς Διμισκαίους”. Ἡ μπτέρα τοῦ Καραϊσκάκη

Ζωή(-τσα) δέν ἦταν καλογριά, “ψευτοκαλόγρια ἦταν- στό

µοναστήρι ἐργάζονταν καμουφλαρισμένη μέ τό ψευδώνυμο

Διαμάντω”» (Νικ. Ντασκαγιάννη, 2002, σσ. 62-66). Ἐκεῖ ἤλθε

σέ ἀϑέμιτιν σχέσι μέ τόν Νικόλαο Πλακιά, Τσιαούση τοῦ

Γώγου Μπακόλα καὶ ἀπέκτησε τόν Γεώργιο Καραϊσκάκη.

Περισσότερα στοιχεῖα ὅτι πατέρας τοῦ Γ. Καραϊσκάκη καί

μέ κατηγορηµατικό τρόπο μᾶς παρέχει ὁ Μήτσιο(ς) Τρίμπος

μέ ἀφηγηματικό καί πειστικό λόγο καί τρόπο:

«. Ἢ Ζωή(-τσα) ἤ ἀπό αἴσθημα παραδόθηκε ἄνευ ὅρων

στόν Τσιαούση Νικόλαον Πλακιᾶν, ὅστις καί τὸν κατέστησεν

ἔγκυον. Ἐκ τοῦ τοιούτου γεγονότος συνέβησαν πολλοί φόνοι

καί ἔριδες στή Σκουληκαριά…» ().

«..Μία τῶν ἡμερῶν oἱ ἀδελφοί Διμισκαῖοι… ἔκαμαν καρ-

τέρι καί ἐκεῖ σκότωσαν τόν διαφθορέα τῆς ἀδελφῆς των

Νικόλαον Πλακιᾶν καί δύο Τούρκους- καί σήμερον ἡ θέσις

λέγεται στό Καρτέρι τοῦ Πλακιᾶ» (ι’).

«Μετά τόν φόνον τοῦ Τσιαούση Νικολάου Πλακιᾶ, ὅστις

ἦτο καί τό πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Γώγου Μπακόλα, ἄρχι-

σε ἐντεταμένη ἀλληλοφαγωμάρα μεταξύ τουρκοφίλων καί

Κλεφτῶν καί εἰς μίαν συµπλοκήν σκοτώθηκαν καί τά δύο

ἀδέρφια τῆς Ζωή(-τσας) – οἱ Διμισκαῖοι» ).

«..᾿Θυμᾶμαι πολύ καλά ὅτι ὁ Κ. Παπαρρηγοπούλος ἔλεγε:

“Ὁ Καραϊσκάκης ἦτο νόθος υἱός Καλογραίας, ἐγεννήθη εἰς

τό χωρίον Σκουληκαριά  Ἄρτης” ( δέν ἐξακρίβωσε ποιοί

ἤσαν οἱ γονεῖς του καί ἀντί νά γράψει τῆς ἀδερφῆς τῶν Δι-

µισκαίων, τῆς Ζωή(-τσας», ἔγραψε “καλογραίας τινός”. εἶχε

σχηματιστεῖ ἡ ἐντύπωση ἐπειδή ἐγεννήϑη εἰς τὴν Μονήν

νόθος ὅτι ἦτο υἱός Καλογραίας» (ιγ).

«Καί ὁ ἀείμνηστος  Ἱστοριογράφος Βλαχογιάννης, ὅστις

φαίνεται ὅτι ὑπέβαλε κόπους καί ἔρευναν διά τήν ἐξακρίβω-

σιν τῆς γενεαλογίας τοῦ Καραϊσκάκη καί ἐκεῖνον τόν περι-

έπλεξαν οἱ ἐκμεταλλευταί δώσαντες ψευδεῖς πληροφορίας

ὅτι ἐγεννήθη εἰς τήν περιφέρειαν Καρδίτσης. Τό τοιοῦτον

ἴσως τό ἐβεβαίωσαν σηµαίνοντα πρόσωπα καταγόµενα ἐκ

Θεσσαλίας καί ἐπείσθη ὁ Ἱστοριογράφος. Ἀλλά τά πρόσωπα

αὐτά… δέν ἦσαν καλῆς Πίστεως» (γ΄).

Τό Μοναστήρι πού ἀπέχει µόλις 20΄ ἀπό τό χωριό εἶχε

κτήµατα καί ἀπέραντες ἐκτάσεις ἀπό τό βουνό Γαύρογο

μέχοι τόν κάµπο τῆς Ἄρτας Κόπραινα (3)

 Oἱ µοναχοί συνδέονταν μέ ὅλo τό χωριό καί ἀσκοῦσαν ἐπιρροή σέ ὅλη τήν

περιοχή. Εἶχαν ὁπωσδήτποτε πολύ ὑπηρετικό προσωπικό,

ἀνάμεσα στό ὁποῖο δικαιολογοῦσαν καί τήν Διαμάντω. Καί

οἱ μέν ἄλλοι διανυκτέρευαν στά σπίτια τους, ἡ δέ Διαμάντω,

σέ κάποιο παρακελλί τοῦ Μοναστπριοῦ, στό Μπουντρούμι,

ὅπου δέν σύχναζαν µοναχοί. Ἐκεῖ στό ὑπόγειο γέννησε τόν

παράνοµο καρπό της. Τόσο προσεκτική ἦταν ἡ ζωή στό Μο-

ναστήρι πού κανένας ποτέ δέν διανοήθηκε νά ἀναμίξει τό

Μοναστήρι μέ τήν ἰδιωτική ζωή τῆς Ζωῆς.

Ἄς δοῦμε ὅμως ἀναλυτικώτερα τούς λόγους γιά τούς ὁποί-

οὓς ἡ Ζωή-Διαμάντω Διμισκῆ δέν μποροῦσε νά καρεῖ μοναχή.

Οἱ λόγοι πού ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ἡ μπτέρα τοῦ

Γεωργίου Καραϊσκάκη δέν ἐκάρη μοναχή καί ὅτι μόνο κατ’

ὄνομα, εἰρωνικά καί σκόπιμα ὀνομαζόταν «καλογριά» καί ὁ

Γεώργιος «ὁ γυιός τῆς καλογριᾶς» εἶναι καί εὔγλωττοι καί

ἀδιάσειστοι:

 Ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἐπῆγε στό Μοναστήρι ή Ζωή

δέν ἤταν ἡ ἄσκηση χριστιανικῆς ζωῆς, ἤ ἀφοσίωσηι στό Θεό,

ἀλλά ἡ προστασία τῆς ζωῆς της, ἆ ἀσφάλειά της ἀπό τούς

Τούρκους. Δέν ὑπῆρχε σ᾿ αὐτήν καµία χριστιανική προπαι-

δεία, οὔτε ἔφεσι γιά μοναχική, ζωή καί ἀφοσίωση.

β) Τά αὐστηρά ἤθη τοῦ τόπου τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ἐπτέ-

τρεπαν στή Ζωή νά καρεῖ μοναχή. Ἡ κοινή, συνείδηση, τό

ἀπέκλειε αὐτό καί οὐσιαστικά δέν ϑά τῆς ἀναγνωριζόταν ἡ

ἰδιότητα τῆς «καλογριᾶς». Κατά κοινή ὁμολογία ἡ Ζωή δέν

διέϑετε τά ἀνάλογα οὐσιαστικά προσόντα, χριστιανικό ἦθος,

ὥστε νά περιβληθεῖ τό ἀγγελικό σχῆμα καὶ μάλιστα στόν

τόπο πού γεννήθηκε καί ἔζησε ὅλα της τά χρόνια, καί νά

ἀποκαλεῖται «Γερόντισσα, Ἀδελφή» τιµώντας τό σχῆμα καί

τήν ἀγγελική ζωή.

Πρός ἐπίρρωσιν τῶν ἀνωτέρω συντρέχουν οἱ κανόνες τῆς

Ἐκκλησίας, τό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο καί ἡ παραδοση της

Ἑκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἀναλυτικώτερα: «Ὁ Κανών Ε΄ τῆς Α΄

καί Β΄ λεγομένης Συνόδου», ἡ ὁποία συνῆλϑε στήν Κωνστα-

ντινούπολη τό 861 μ.Χ., ὁ ὁποῖος Kανόνας: «..Ὥρισεν οὖν

διά τοῦτο ἡ ἁγία Σύνοδος μηδένα τοῦ μοναχικοῦ σχήµα-

τος καταξιοῦσθαι, πρίν ἄν ὁ τῆς τριετίας χρόνος εἰς πεῖραν

αὐτοῖς ἀφεθείς, δοκίµους αὐτούς καί ἀξίους τῆς τοιαύτης

βιοτῆς καταστήςῃ, καί τοῦτο κρατεῖν παντί τρόπῳ παρεκε-

λεύσατο»- καί ἡ Ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ: «..ὁ παρών Κανών

διορίζει, ὅτι κανένας νά μή γίνεται Καλόγηρος, ἄν πρῶτον δέν

δοκιμάςῃ, τρεῖς χρόνους ἐξάπαντος…. (Ἀγαπίου Ἱερομονά-

χου καί Νικοδήμου Μοναχοῦ, Πηδάλιον…, Ἐκδοτικός Οἶκος

«Ἀστήρ», Ἀλ. καί Ε. Παπαδημπτρίου, Λυκούργου 10 – Ἀθῆναι

1970, σσ. 350-352, ἐφεξῆς: Ἀγαπίου, Πηδάλιον»). Καί ὁ ΣΤ΄

Κανόνας σημπληρώνει «..Δῆλον δέ ὡς ἅτινα περί µοναζό-

ντων ἀνδρῶν ἡ ἁγία Σύνοδος ἐκανόνισε τά αὐτά καί περί

μοναζουσῶν γυναικῶν κρατεῖν ἐδικαίωσεν»- καί ἡ Ἑρμηνεία

τοῦ Κανόνα: «Ταῦτα δέ ὅπου ἐδιωρίσαμεν διά τούς ἄνδρας

μοναχούς, πρέπει παροµοίως να φυλάττωνται καί εἰς τάς γυ-

ναῖκας µοναχάς…. (Ἀγαπίου, Πηδάλιον, σσ. 350-352). Παρο-

μοίως καί ὁ Κανόνας τῆς Ζ΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει:

«- Μή διαιτάσθωσαν ἐν ἑνί µοναστηρίῳ μοναχοί καί µοναχαί-

µοιχεία γάρ μεσολαβεῖ τήν συνδιαίτησιν. Μὴ ἐχέτω µοναχός

παῤῥησίαν πρός µονάστριαν, ἤ µονάστρια πρός µοναχόν,

ἰδίᾳ προσομιλεῖν…», καί ἡ Ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ: «Μοναχοί

καί µοναχαί ἄς μή συγκατοικοῦν εἰς ἕν Μοναστήριον, ἐπειδή,

µοιχεία ἀκολουθεῖ εἰς τήν συγκατοίκησιν ταύτην. Ἄς μή ἔχει

παῤῥησίαν νά ὁμιλῇ κατ’ ἰδίαν μοναχός μέ μοναχή, ἢ μοναχή,

μέ µοναχόν…. (Ἀγαπίου, Πηδάλιον, σσ. 338-339).

γ) Εἶναι γνωστόν ὅτι «παπάς» ἤ «παπαδιά» χαρακτηρίζο-

νται εὐσεβεῖς ἄνθρωποι πού διακρίνονται γιά τήν καλοσύνην

τους καί ἰδιαίτερα ὅταν ἐκδηλώνουν τή Βρησκευτικότητά

τους. Ἐπίσιις κατά τόν ἴδιο τρόπο χαρακτηρίζονται «καλόγε-

ρος» ἤ «καλογριά» ἐκεῖνοι πού συνδέονται καθ᾽ οἰονδήττοτε

τρόπο μέ Μοναστήρι ἤ καί μέ μοναχούς, ἀνεξάρτητα ἄν εἶναι

εὐσεβεῖς ἤ ὄχι. O χαρακτηρισμοί αὐτοί ἔχουν πάντοτε λαϊκή

προέλευση καί δέν ἀνταπτοκρίνονται στήν πραγματική, ση-

µασία τῆς Ἐκκληισιαστικῆς τάξεως. Κατά συνέπεια καί στήν

προκειμένη περίπτωσιν O χαρακτηρισµός τῆς Ζωῆς Διμισκῆ

ὡς καλογριᾶς εἶναι λαϊκός. Τήν ἄποψη, αὐτή ἐνισχύει καί τό

γεγονός ὅτι ὑπηρετοῦσε στό Μοναστήρι καί ὡς κανδηλανά-

πτισσα (= Καραΐσκινα), κατά τήν παράδοση.

δ) Ἡ ἄποψη ὅτι κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας

εἴχαμε παρακμή τῆς μοναχικῆς καί γενικώτερα τῆς χριστια-

νικῆς ζωῆς δέν εὐσταθεῖ καί δέν εἶναι τόσο ἰσχυρή γιά νά

μᾶς πείσει πώς ἡ Ἐκκλησία ἄνοιξε διάπλατα τίς πύλες τῶν

Μοναστηριῶν καί δεχόταν τόν ὁποιονδήποτε καί μάλιστα

στόν τόπο του.

ε) Ἀλλά καί ἐάν ἀκόμα τό ἀποφάσιζε, πάλι στή Σκου-

ληκαριά δέν ὑπῆρχε Μοναστήρι γι’ αὐτή. Εἶναι γνωστό ὅτι

τά Μοναστήρια τῆς περιοχῆς Ραδοβιζίου ὅπου εὑρίσκεται ἡ

Σκουληκαριά ἦταν ὅλα ἀνδρῶα. Ἐπειδή ὁ τόπος αὐτός εἶναι

σκληρός καί oἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦν σκληρότεροι -ἐκεῖ

ἱδρύθηκε τό ἁρματολίκι τοῦ Ἀσπροποτάμου καί στά μέρη

αὐτά πάντα κυριαρχοῦσε ἡ κλέφτικη ζωή–, ἦταν φυσικό νά

μήν ἱδρυθοῦν γυναικεῖα Μοναστήρια. Ἔτσι καί τό Μοναστή-

ρι τῆς Σκουληκαριᾶς ἦταν καί παρέμεινε ἀνδρῶο. Ποτέ σέ

καμιά περίοδο δέν ἔγινε γυναικεῖο γιά νά μπορεῖ νά δέχεται

δόκιµες, µοναχές ἤ ταµατάρισσες.

ς) Ἢ Μονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σκουλπκαριᾶς

ἱδρύθηκε τόν 11ο αἰώνα μ.Χ., ὡς ἐκ τούτου τό Μοναστήρι δέν

ἤταν ἀπαράδοτο. Εἶχε παράδοση πολλῶν αἰώνων. Καλλιέρ-

γησε πνευματική ζωή καί ἀναγνωρίσθηκε μέ τά ϑαύματα τῆς

Παναγίας προσκύνημα εὐρύτερο καί ἀναμφισβήτητα θρη-

σκευτικό κέντρο τῆς περιοχῆς. Κατά συνέπεια τό Μοναστήρι

αὐτό δέν ἦταν δυνατόν νά παραβεῖ τούς ἱερούς κανόνες, νά

ἀγνοήσει τήν παράδοσή του καί νά δεχθεῖ νά χειροθετήσει

µία γυναίκα καί νά τήν ἐγκαταστήσει στά ἀνδρῶα κελλιά του.

Τυπικά τουλάχιστον αὐτό ἦταν ἀδύνατο νά γίνει.

 Ἡ παράδοση τοῦ τόπου ἐπιμένει ὅτι τό κοσµικό της

ὄνομα ἦταν Ζωή(-τσα) καί ἔπειτα στό Μοναστήρι ὀνομάσθη-

κε Διαμάντω. Τό ὄνομα ὅμως Διαμάντω δέν εἶναι χριστιανικό

καί δέν ἀπαντᾶται στά µοναχολόγια. Ἐφ΄ ὅσον, σύμφωνα μέ

τήν παράδοση, τό βαπτιστικό της ὄνομα ἦταν Ζωή (-ίτσα)

δέν ἐκάρει μοναχή μετονομασθεῖσα Διαμάντω! Τό ὄνομα αὐτό

τό ἔλαβε στό Μοναστήρι γιά νά καλύψει τό πρῶτο καί νά

διατηρηθεῖ ἄγνωστιι στόν πολύ κόσµο γιά τήν ἀσφάλειά της

καί ποτέ σάν µοναχή.

1) Ὅτι ἡ Ζωή Διμισκή δέν ἐκάρει μοναχή σέ ἄλλο Μοναστή-

οἱ εἶναι ἀναμφισβήτητο, διότι ὅλες οἱ ἱστορικές µαρτυρίες καί

ol παραδόσεις τή θέλουν «καλογριά» αὐτοῦ τοῦ Μοναστπριοῦ

καί ὄχι ἄλλου. Ἀκόμα καί ἐκεῖνοι πού διατείνονται ὅτι ὁ Γεώρ-

γιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στό Μαυρομάτι τήν θέλουν κα-

λογριά τοῦ Μοναστηριοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου Σκουληκαριᾶς.

Γιά τούς ἴδιους λόγους δέν μποροῦσε νά καρεῖ μοναχή, καί

στόν Ἅγιο Γεώργιο Μαυροματίου, ἀφοῦ κὶ αὐτό ἦταν ἀνδρῶο.

Τέλος, πιστεύουμε ὅτι μέ τόν τρόπο πού διαπραγµατευ-

ϑήκαμε τό θέµα, ἀνοίξαμε νέους ὁρίζοντες γιά ἐνδελεχέστο-

ρες μελέτες καί ἀποκατάσταση τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας ἀπό

τούς εἰδικούς”.

* (Ἀπόσπασμα ἀπό: Ἠλία Δ. Μπάκου, Συµβολή στό πρόβληµα τῆς

καταγωγῆς τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκπ, Ἔκδοσιι Τ΄, Ἀθήνα 1997, σσ. 43-4

 

  1. Ὁ τελευταῖος µοναχός της Μονῆς Χριστόφορος Περλέγγας

πέθανε τό 1908-10 περίπου. Μετά τόν θάνατο τοῦ Περλέγγα τό

Μοναστήρι ἔγινε µετόχι τοῦ Θεοτοκίου. Ὁ Περλέγγας εἶχε στολι-

σμένο τό κελλί του μέ χαρτιά καί ἄλλα ἀντικείμενα. Συνήθιζε νά

λέγει γιά τό κελλί του: «ἀγναντεύεις γύρω-γύρω καί εἶναι μία χαρά,

κυττάζεις ἀπτάνω καί εἶναι σάν γυφτικο» ἐπειδή δέν εἶχε ταβανι

9 ΟΚ. Παπαδημητρίου γράφει σχετικά: «Κατά τούς χρό-

νους τῆς δουλείας ἕν ἐκ τῶν ἔργων τῶν καλογραιῶν (τῶν ἐν ταῖς

Ἐκκλησίαις τῶν χωρίων ἥ ἐν τοῖς μοναστηρίοις διαμενουσῶν) ἦτο

καί τό νά ἀνάπτουσι τάς κανδήλας. Ἐπειδή, δέ θρυαλλίδα (φυτί-

λιον) διά τάς κανδήλας μετεχειρίζοντο οὐχί ἐκ βάμβακος, ἀλλά ἐξ

ἴσκας καί ἐπειδή, φαίνεται ὅτι δέν ἐκαθάριζον τάς ἐκ τοῦ ἐλαίου

καί τῆς τέφρας τῆς ἴσκας επικαθημένας ἐπί τῶν χειρῶν καί τοῦ

προσώπου τῶν ἀκαϑαρσίας, διά τοῦτο ὁ λαός εἶχεν ὀνομάσει τάς

καλογραίας Καραΐσκινας (Καρά — μαῦρος ἐξ ἴσκας)» (Βλ. Ἑκατο-

νταετηρίς Γ. Καραϊσκάκη, £.4. σελ. 151). Σύμφωνα μέ τήν ἐτυμολο-

γική, αὐτή ἐκδοχή ἡ μητέρα τοῦ Καραϊσκάκη ὀνομάσθηκε Καρα-

ἴσκινα καί ὁ γυιός τις Καραϊσκάκης.

3, Ὁ ἀείμνηστος Ἰω. Τσιρογιάννης, ἰατρός καί κάτοικος τοῦ χωρι-

Οῦ Σκουληκαριᾶς διηγόταν: «Τό Μοναστήρι εἶχε 300 στρέμματα στήν

Κοπραινα τά ὁποῖα πούλησαν καί ξαγόρασαν τό χωριο Σκουληκα-

ριά ἀπό τόν Ἀβραάμ Πασᾶ Καρακεχογιά, τοῦ ὁποίου ἦταν κτῆμα. Τά

χρήματα (1.000 ὀθωμαν. λιρες) δέν συμπληρώθηκαν καί ἔγινε ἔρανος

μεταξύ τῶν χωριανῶν, καί πούλησαν τή θερινή βοσκή τοῦ Γαυρόγου

στούς Καραγκούνηδες (κτηνοτρόφους)». Βλέπ. Ἠλ. Μπάκου,

Συµβόλαιον Ἀγοραπωλησίας μεταξύ τῶν κατοίκων Σκουληκαριᾶς

καί τοῦ Πασᾶ Ἀβραάμ Καρακεχαγιᾶ, Ἀθῆναι 1976, σελ. 4 στμ. 1)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *