Συνέχεια…Βίοι Αγίων 12-13.11.2025 του Μέλους μας Συνταξιούχου Θεολόγου, Συγγραφέως Λάμπρου Σκόντζου 13.11.2025

αναρτήθηκε σε: ΕΟΡΤΕΣ ΑΓΙΩΝ | 0

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μετὰ ἀπὸ μία διακοπὴ, ἀπὸ τὸ 2023,  ὁπότε δημοσιεύαμε καθημερινῶς ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ τῆς ΙΝΔΙΚΤΟΥ, τώρα ἐπανερχόμεθα μὲ τὰ ἄρθρα τοῦ μέλους μας συνταξιούχου Θεολόγου,  Συγγραφέως Λάμπρου Σκόντζου διὰ τοὺς τιμωμένους Ἁγίους.

 

Νὰ εἶναι βοήθειά μας καὶ ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἔχει πάντοτε καλά διὰ νά ἐργάζεται συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως εἰς τὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, καθότι ὁ θερισμὸς εἶναι τεράστιος οἱ δὲ ἰδανικοὶ ἐργάται τοῦ Εὐαγγελίου ἐλάχιστοι!

 

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας έλαβαν τον χαρακτηρισμό του ελεήμονα, διότι άσκησαν υπερβαλλόντως την χριστιανική αρετή της ελεημοσύνης. Ο αγιασμός τους και η τελείωσή τους πέρασε μέσα από την άσκηση της έμπρακτης αγάπης, η οποία θεωρείται ως η κορωνίδα όλων των αρετών. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, Πατριάρχης Αλεξανδρείας.

Γεννήθηκε περί το 555 στην Αμαθούντα της Κύπρου, τη σημερινή Λεμεσό. Οι γονείς του ονομαζόταν Επιφάνιος και Ευκοσμία, ήταν εύποροι και είχαν μεγάλη κοινωνική θέση στην Κύπρο. Παράλληλα ήταν ευσεβείς και ενάρετοι άνθρωποι. Ο πατέρας του ήταν κυβερνήτης της Κύπρου και είχε πολλά και σπάνια διοικητικά χαρίσματα και ικανότητες. Για την δικαιοσύνη του και την αγάπη του για το λαό του ήταν πολύ αγαπητός και σεβαστός από όλους. Η μητέρα του είχε πλούσια ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα, τα οποία την καθιστούσαν αξιοσέβαστη στο νησί. Οι ευσεβείς και ενάρετοι αυτοί άνθρωποι μετέδωσαν και στο παιδί τους, τον Ιωάννη, την βαθειά πίστη στο Θεό και του πρόσφεραν τη μεγαλύτερη δυνατή μόρφωση της εποχής τους. Αλλά και εκείνος είχε φιλομαθή διάθεση, αποκτώντας μεγάλη γνώση. Αρεσκόταν περισσότερο να μελετά την Αγία Γραφή και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας.

Όταν μεγάλωσε, με την πίεση των γονέων του και χωρίς τη δική του θέληση, νυμφεύτηκε μια ευσεβή γυναίκα. Αλλά σύντομα, από κάποιο θανατικό, που είχε πέσει στο νησί, πέθανε η σύζυγός του και τα παιδιά του, μένοντας μόνος. Αυτό το θεώρησε ως ευκαιρία για να αφιερωθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας και στη διακονία των ενδεών ανθρώπων, των οποίων τα παθήματα άγγιζαν την ευαίσθητη ψυχή του.

Κάποιο βράδυ είδε στον ύπνο του ένα παράδοξο όνειρο, μια ωραία κόρη, στεφανωμένη με κλάδο ελιάς, η οποία του είπε: «Εγώ είμαι η πρώτη θυγατέρα του βασιλέα. Αν με αγαπήσεις, έχω την δύναμη να σε οδηγήσω σ’ αυτόν»! Ο Ιωάννης προσπάθησε να ερμηνεύσει την οπτασία, συμπεραίνοντας, πως η κόρη ήταν η χάρις της συμπάθειας και της ελεημοσύνης, η οποία όντως οδηγεί στο Θεό.

Στα 610 χήρεψε ο πατριαρχικός θρόνος της Αλεξάνδρειας και οι Αλεξανδρείς πιστοί εξεδήλωσαν την επιθυμία τους να γίνει ποιμενάρχης τους ο ενάρετος Ιωάννης. Ο έπαρχος της Αιγύπτου, πατρίκιος Νικήτας, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφερε την επιθυμία του λαού της Αλεξάνδρειας στον αυτοκράτορα Ηράκλειο (575-641), να προωθήσει τον Ιωάννη στο θρόνο του Αγίου Μάρκου. Ο αυτοκράτορας δέχτηκε και έστειλε διαταγή στον Ιωάννη να μεταβεί στην Αλεξάνδρεια και να αναλάβει τον πατριαρχικό θρόνο. Όταν εκείνος πήρε τη διαταγή, χωρίς να το θέλει, υπάκουσε και δέχτηκε την υψηλή αυτή διακονία. Χειροτονήθηκε Πατριάρχης Αλεξανδρείας.

Η Αλεξάνδρεια ήταν μια μεγάλη πόλη, όπου συμβίωνε ο πλούτος των ολίγων με τη φτώχεια των πολλών. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από επαίτες, περιφερόμενα πεινασμένα παιδιά και εγκαταλειμμένους γέροντες. Έβλεπε κανείς εξαθλιωμένες χήρες με σκελετωμένα παιδιά στην αγκαλιά να ζητούν βοήθεια για να επιβιώσουν. Ασθενείς και κατάκοιτους, δίχως στέγη και φροντίδα. Αυτό το οικτρό θέαμα πλήγωσε την ευαίσθητη καρδιά του Ιωάννη. Θυμήθηκε το παράδοξο όνειρο και κατάλαβε ότι η κόρη του ονείρου ήρθε στο όνειρό του γι’ αυτούς τους ανθρώπους! Ότι η θεία πρόνοια τον οδήγησε εκεί για να τους βοηθήσει, να απαλύνει τον πόνο τους!

Έτσι ως πρώτο του μέλημα έθεσε την καταγραφή όλων των αναξιοπαθούντων ανθρώπων της Αλεξάνδρειας και των άλλων περιοχών της επισκοπικής του

περιφέρειας. Ανάθεσε σε κληρικούς και οικονόμους να καταγράψουν όλους τους ζητιάνους, τις χήρες και τα ορφανά, τους εγκαταλειμμένους, τους οποίους αποκαλούσε «κυρίους και δεσπότες του», διακηρύσσοντας δημόσια πως όλους αυτούς μας τους στέλνει ο Θεός, οι οποίοι με την βοήθειά μας, μπορούν να μας ανοίξουν τη βασιλεία των ουρανών.

Περισσότεροι από 7.500 άνθρωποι καταγράφηκαν και εντάχτηκαν στα προγράμματα φιλανθρωπίας του Ιωάννη. Τους είχε εξασφαλίσει το καθημερινό φαγητό και μερίμνησε να μην είναι κανένας άστεγος. Διέθεσε αρχικά την προσωπική του μεγάλη περιουσία και όταν αυτή εξαντλήθηκε, στράφηκε προς τους πλουσίους, τους οποίους έπειθε να επιχορηγούν το μεγάλο φιλανθρωπικό του έργο. Ο λαός εξέφραζε την αγάπη του και την αφοσίωσή του στον ελεήμονα ποιμενάρχη του, του οποίου προσέδωσε την προσωνυμία «Ελεήμων».

Έβλεπε στα πρόσωπα των φτωχών και ασθενών το Χριστό. Πέρα από το επισιτιστικό και στεγαστικό έργο, μερίμνησε και για τους ασθενείς, τους γέροντες, τα ορφανά, κτίζοντας πολλά νοσοκομεία, γηροκομεία, φτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, όπου έβρισκαν αγάπη και φροντίδα χιλιάδες αναξιοπαθούντες.

Στα 614, όταν οι Πέρσες είχαν καταλάβει τα Ιεροσόλυμα, και άρχισαν τις σφαγές των αμάχων. Τότε μεγάλος αριθμός προσφύγων έφτασαν στην Αλεξάνδρεια για να γλυτώσουν από τα σπαθιά των βαρβάρων εισβολέων. Ο Ιωάννης τους δέχτηκε με πατρική αγάπη και άνοιξε τις πόρτες των ιδρυμάτων, προσφέροντάς τους πολύτιμη βοήθεια. Μάλιστα οργάνωσε μεγάλες αποστολές σιτηρών και τροφίμων στους εναπομείναντες κατοίκους της Παλαιστίνης, σώζοντας χιλιάδες ανθρώπους από την πείνα. Ο γνωστός ιστορικός και ακαδημαϊκός Κ. Άμαντος έγραψε τα εξής για το έργο του αγίου Ιωάννη: «Περιέθαλψε τους πρόσφυγας κατά τρόπον μοναδικόν, άγνωστον μέχρι τότε εις την ιστορίαν»!

Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ιωάννης δεν περίμενε από τους άλλους, αλλά εμφανιζόταν πρώτος να υπηρετεί τους ασθενείς και να περιθάλπει τους ανήμπορους. Προσωπικά ο ίδιος και οι πολυπληθείς συνεργάτες του προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στους ζωντανούς, αλλά και θάβοντας τους νεκρούς, από τις λοιμικές νόσους, που μάστιζαν συχνά την περιοχή, τους οποίους άφηναν άταφους οι οικείοι τους, φοβούμενοι τη μετάδοση της νόσου. Έδινε το καλό παράδειγμα της πίστης και της φιλανθρωπίας. Ό, τι του προσέφεραν το έδινε στους φτωχούς.

Αλλά το φιλανθρωπικό έργο του δεν παρεμπόδιζε κι επισκίαζε το ποιμαντικό και πνευματικό. Κατηχούσε τους πιστούς, οργάνωνε ιεραποστολικές αποστολές και έκτιζε ναούς. Σε ελάχιστο διάστημα έκτισε 70 ναούς!

Ο ίδιος ζούσε σαν ασκητής. Δεν παραμελούσε τον προσωπικό του αγώνα για κόψιμο παθών και απόκτηση αρετών. Προσευχόταν αδιάκοπα, νήστευε, αγρυπνούσε. Ήταν ανεξίκακος και σκορπούσε στους γύρω του αγάπη και καλοσύνη. Δεν ανταπέδιδε μίσος ή εκδίκηση σε όσους τον αδικούσαν. Ήταν ταπεινός και απέδιδε στον εαυτό του τον χαρακτηρισμό του «μεγαλύτερου αμαρτωλού», ζητώντας απ’ όλους συγχώρεση. Ενθάρρυνε τους αμαρτωλούς να μετανοούν, τονίζοντάς τους το μεγαλείο της θεία αγάπης και το ακένωτο του θείου ελέους. Τόνιζε την πίστη της Εκκλησίας πως ο αληθινός Τριαδικός Θεός είναι Θεός αγάπης και όχι εκδίκησης και κακότητας, όπως πρέσβευαν οι εθνικοί και οι αιρετικοί.

Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε πληροφορηθεί για το μεγάλο και ανεκτίμητο έργο του Ιωάννη και ζητούσε επίμονα να έρθει στην Κωνσταντινούπολη να πάρει την ευλογία του και να τον τιμήσει. Ο άγιος αρνιόταν επίμονα, διότι δεν ήθελε ανθρώπινα βραβεία και επαίνους. Αλλά μετά από επίμονες παρακλήσεις του επάρχου Νικήτα υπάκουσε και πήρε το πλοίο για την Πόλη. Όταν όμως έφτασε στη Ρόδο είδε ένα

όραμα: ένα φωτεινό άνδρα ο οποίος του είπε: «Έλα στην Κύπρο, μην αργείς. Έλα! Ο βασιλεύς των βασιλέων σε περιμένει»! ο άγιος κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να

τον καλέσει κοντά Του ο Κύριος, τον Οποίο αγάπησε και υπηρέτησε στα πρόσωπα των ανθρώπων.

Άλλαξε λοιπόν πορεία και κατευθύνθηκε στη γενέτειρά του την Κύπρο, όπου κοιμήθηκε ειρηνικά το 619 σε ηλικία 64 ετών. Λίγο πριν την κοίμησή του είδε ξανά στο όνειρό του την κόρη που είχε δει παλιά, η οποία του αποκάλυψε ότι πράγματι ήταν η ελεημοσύνη, η οποία ανοίγει την βασιλεία των ουρανών.

Στη διαθήκη του έγραψε: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε και Θεέ μου, γιατί με αξίωσες, τα δώρα που Συ μου έδωσες, να σου τα προσφέρω πίσω. Σ’ ευχαριστώ, ακόμη που άκουσες την προσευχή μου και στην κατοχή μου τώρα που πεθαίνω δεν έμεινε παρά «εν τρίτον νομίσματος», το οποίον προστάζω να δοθεί στους φτωχούς αδελφούς μου. Όταν με τη χάρη του Θεού έγινα επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, βρήκα στα ταμεία της επισκοπής μου οκτώ χιλιάδες περίπου λίτρες χρυσού. Με τις γενναιόδωρες προσφορές φιλόχριστων ανθρώπων, κατόρθωσα να συγκεντρώσω αμύθητα ποσά. Τα ποσά αυτά, επειδή ήξερα, πως είναι δώρα του βασιλέα των όλων Χριστού, τα επέστρεψα με επιμέλεια και προσοχή στον Θεό, στον οποίο και ανήκουν. Σ’ Αυτόν παραδίδω τώρα και την ψυχή μου».

Οι Χριστιανοί της Αμαθούντος κήδεψαν το τιμημένο και αγιασμένο σώμα του Ιωάννη στο Ναό του Αγίου Τύχωνος. Μετά από λίγο καιρό ο χαρυτόβρυτος τάφος του ανέβλυζε μύρο και έκανε πολλά θαύματα. Είναι δε ο πολιούχος άγιος της Λεμεσού.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 12 Νοεμβρίου και το όνομά του κατέστη συνώνυμο της ελεημοσύνης και της χριστιανικής αγάπης.

 

 

 

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Ο ΧΡΥΣΟΡΡΟΑΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

Ο 4ος μ. Χ. αιώνας χαρακτηρίζεται ως ο «χρυσός αιώνας της Θεολογίας», χάρις στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έζησαν και έδρασαν την συγκεκριμένη εκείνη χρονική περίοδο. Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Πατέρες της Εκκλησίας μας και στους μεγάλους άνδρες της ιστορίας. Μάλιστα ανήκει στη χορεία των Τριών Ιεραρχών,  μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο το Θεολόγο.

Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354, κατ’ άλλους το 347. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σεκούνδος. Ήταν στρατηγός και ειδωλολάτρης, τον οποίο μετέστρεψε στον Χριστιανισμό η σύζυγός του και μητέρα του Ιωάννη, η υπέροχη Ανθούσα. Ο πατέρας του πέθανε νωρίς, αφήνοντας μόνους, την 20χρονη Ανθούσα με τον μικρό Ιωάννη. Εκείνη ανάλαβε να τον μεγαλώσει με παιδεία και φόβο Θεού και να του δώσει χριστιανική ανατροφή. Ως ευκατάστατη, φρόντισε να τον σπουδάσει στα καλλίτερα σχολεία της Αντιόχειας. Αφού ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή του, προσκολλήθηκε στον ονομαστό ειδωλολάτρη Λιβάνιο ώστε να συμπληρώσει τις σπουδές του στην ρητορική και στη φιλοσοφία. Η επίδοσή του ήταν τέτοια ώστε ο Λιβάνιος τον προόριζε για διάδοχό του στη Σχολή! Αλλά όταν διαπίστωσε ότι ήταν Χριστιανός και προόριζε τον εαυτό του για τη διακονία της Εκκλησίας, είπε με πικρία: «δυστυχώς τον Ιωάννη τον κέρδισε η Εκκλησία»!

Αμέσως μετά σπούδασε Θεολογία στην ονομαστή Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Άσκησε για λίγο χρόνο το επάγγελμα του ρήτορα, στο οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Όμως πολύ γρήγορα και μετά το θάνατο της μητέρας του, εγκατέλειψε την κοσμική δόξα, το προσοδοφόρο επάγγελμα και τις ιαχές του πλήθους και αφιερώθηκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας.

Το 372 βαπτίστηκε και αποφάσισε να γίνει μοναχός. Αποσύρθηκε στην έρημο για κάθαρση, προσευχή και πνευματική προετοιμασία για την κατοπινή πορεία της ζωής του. Έμεινε εκεί πέντε χρόνια, ασκούμενος και μελετώντας τις άγιες Γραφές. Όμως από την αυστηρή άσκηση κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του. Το πρόβλημα αυτό της υγείας του θα τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή και θα τον ταλαιπωρεί. Γι’ αυτό γύρισε στην Αντιόχεια.

Το 381χειροτονήθηκε διάκονος από τον αρχιεπίσκοπο Μελέτιο και το 385 πρεσβύτερος από τον διάδοχό του Φλαβιανό. Για δεκατρία ολόκληρα χρόνια εργάστηκε δραστήρια και αναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα, διδασκάλου και κοινωνικού εργάτη. Εκφωνούσε πύρινους λόγους και η ευγλωττία του σαγήνευε τα πλήθη, τα οποία συνέρρεαν να τον ακούσουν. Χιλιάδες ειδωλολάτρες πίστευαν και εντάσσονταν στην Εκκλησία. Αξιόλογη υπήρξε επίσης και η κοινωνική του προσφορά. Πλήθος αναξιοπαθούντων έβρισκαν κοντά του πνευματική και υλική στήριξη.

Η φήμη του Ιωάννη έφτασε παντού, μέχρι και την Βασιλεύουσα. Στις 15 Δεκεμβρίου του 397 κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο (395-408) για να βοηθήσει στην ανόρθωση της Εκκλησίας. Εκεί, το 398 αναγκάστηκε, παρά τη θέλησή του, να χειροτονηθεί επίσκοπος και να αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ως αρχιεπίσκοπος της πρωτόρθονης Εκκλησίας, επιδόθηκε με πρωτοφανή ζήλο για την ανόρθωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Απομάκρυνε τους διεφθαρμένους και ανάξιους ιερωμένους και προώθησε τους άξιους. Καθαίρεσε 13 τουλάχιστον επισκόπους για «σιμωνία» και ηθικά παραπτώματα.

Από τις πρώτες μέρες οργάνωσε ένα καταπληκτικό δίκτυο ανακούφισης των χιλιάδων φτωχών και κατατρεγμένων της Κωνσταντινουπόλεως. Σίτιζε καθημερινά περισσότερους από 7.000 απόρους. Δημιούργησε επίσης ιδρύματα, νοσοκομεία και άσυλα για τα ορφανά, τις χήρες, τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς και ανάπηρους, όπου παρέχονταν δωρεάν διακονία σε όλους.

Ταυτόχρονα  οργάνωσε ακόμα μια γιγαντιαία ιεραποστολική αποστολή με μοναχούς ιεραποστόλους στην Περσία, την Κελτική, την Φοινίκη, τη Σκυθία και την Γοτθία, μεταστρέφοντας χιλιάδες ειδωλολατρών και ιδρύοντας Εκκλησίες στις χώρες αυτές.

Μιλούσε αδιάκοπα και με τη γνωστή ρητορική του δεινότητα σαγήνευε τα πλήθη, ελέγχοντας την αμαρτία και τη διαφθορά. Ανέλαβε, επίσης έναν τιτάνιο αγώνα κατά της διαφθοράς και της ακολασίας που είχε επικρατήσει στην πλούσια πρωτεύουσα του κράτους. Ο έλεγχός του έφτασε μέχρι τα ανάκτορα και ιδιαίτερα στηλίτευσε την διεφθαρμένη αυτοκράτειρα Ευδοξία και τον επίσης διεφθαρμένο αυλικό Ευτρόπιο.  Ήρθε σε ρήξη με τους ισχυρούς του χρήματος, της κρατικής εξουσίας και επίσης με τους διεφθαρμένους επισκόπους και κληρικούς.

Το αποτέλεσμα των ελέγχων του ήταν να πέσει σε δυσμένεια και να υποστεί φοβερές διώξεις. Η αδίστακτη αυτοκράτειρα, πέτυχε με τη βοήθεια του επίσης διεφθαρμένου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου και τη συμμετοχή 36 επισκόπων, να συγκαλέσει το 403 την εν Δρυ ψευδοσύνοδο, να καθαιρέσει τον Χρυσόστομο και να τον εξορίσει στην Βηθυνία. Μετά όμως από σφοδρή αντίδραση και στάση του πιστού λαού, η Ευδοξία αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει από την εξορία και να αποκαταστήσει στο θρόνο του. Αλλά ο μεγάλος ελεγκτής δεν έπαψε και πάλι να στηλιτεύει τη διεφθαρμένη εξουσία. Το 404 τον εξόρισε και πάλι στην Κουκουσό της Καππαδοκίας και από εκεί πιο μακριά, στα Κόμανα του Πόντου, στα σύνορα με την Αρμενία, όπου κοιμήθηκε αποκαμωμένος από τις ταλαιπωρίες και τις σωματικές του παθήσεις στις 14 Σεπτεμβρίου του 407. Το 438 αποκομίσθηκε το λείψανό του με τιμές στην Κωνσταντινούπολη, όπου σύσσωμος ο λαός της Βασιλεύουσας φώναζε: «Ιωάννη γύρισες στο θρόνο σου»!

Το συγγραφικό θεολογικό έργο που κληροδότησε στην Εκκλησία είναι τεράστιο. Υπήρξε απαράμιλλος ερμηνευτής των Γραφών, πραγματική αυθεντία για τους κατοπινούς θεολόγους. Έγραψε πλήθος επιστολών. Μας διασώθηκαν επίσης πληθώρα ομιλιών του, τις οποίες κατέγραφαν σύγχρονοι ταχυγράφοι, και τις οποίες διακρίνει η ρητορική δεινότητα του μεγάλου άνδρα, η σαφήνεια και η απλότητα. Για τούτο και η Εκκλησία μας του προσέδωσε τον τίτλο Χρυσόστομος, διότι υπήρξε πραγματικά ο μεγαλύτερος ρήτορας, το γλυκόλαλο αηδόνι της Εκκλησίας, όπως παρατηρεί σύγχρονος στοχαστής. Τέλος συνέθεσε και την Θεία Λειτουργία, η οποία επικράτησε να τελείται στις Εκκλησίες μας ως σήμερα.

Ο Ιερός Χρυσόστομος είναι (πρέπει να είναι) το διαχρονικό σύμβολο του ασυμβίβαστου ανθρώπου με το κακό, όπου αυτό βρίσκεται, είτε στην Εκκλησία, είτε στην κοσμική εξουσία, είτε στην κοινωνία. Είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος, με την προσωπική του κάθαρση, κατανόησε ότι έχουμε χρέος ως Χριστιανοί να πολεμάμε το κακό, με όποιο προσωπικό κόστος. Ο μεγάλος αυτός άνδρας θα πρέπει να αποτελεί το πρότυπο του συνεπούς αγωνιστή και για μας σήμερα, κληρικούς και λαϊκούς, να αγωνιζόμαστε, στα μέτρα των δυνατοτήτων μας, για την εκβολή του κακού από τον κόσμο του Θεού, αδιαφορώντας, όπως εκείνος, για τις όποιες συνέπειες.

Η Μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου  και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 27 Ιανουαρίου. Τιμάται επίσης και στις 30 Ιανουαρίου, μαζί με τους άλλους δύο

Ιεράρχες, οι οποίοι, ομού, τιμώνται ως προστάτες της παιδείας, της επιστήμης και του πολιτισμού.

 

 

 

 

 

 

ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ τηλ 2103254321

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *