2.10.2025
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μετὰ ἀπὸ μία διακοπὴ, ἀπὸ τὸ 2023, ὁπότε δημοσιεύαμε καθημερινῶς ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ τῆς ΙΝΔΙΚΤΟΥ, τώρα ἐπανερχόμεθα μὲ τὰ ἄρθρα τοῦ μέλους μας συνταξιούχου Θεολόγου, Συγγραφέως Λάμπρου Σκόντζου διὰ τοὺς τιμωμένους Ἁγίους.
Νὰ εἶναι βοήθειά μας καὶ ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἔχει πάντοτε καλά διὰ νά ἐργάζεται συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως εἰς τὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, καθότι ὁ θερισμὸς εἶναι τεράστιος οἱ δὲ ἰδανικοὶ ἐργάται τοῦ Εὐαγγελίου ἐλάχιστοι!
ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ τηλ 2103254321
ΑΓΙΑ ΔΑΜΑΡΙΣ: Η ΠΡΩΤΗ ΑΘΗΝΑΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ο ιερός συγγραφέας του βιβλίου των πράξεων των Αποστόλων, ευαγγελιστής Λουκάς, εξιστορώντας τα γεγονότα της επισκέψεως του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα το 51 μ. Χ. στο δέκατο έβδομο κεφάλαιο, αναφέρεται στα ελάχιστα πρόσωπα τα οποία πίστεψαν στο κήρυγμα του Αποστόλου και αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα της τοπικής εκκλησίας των Αθηνών. Μεταξύ αυτών αναφέρεται και μία γυναίκα ονόματι Δάμαρις. Αναφέρει το ιερό κείμενο: «Τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς» (Πράξ.17,34).
Είναι γνωστό πώς ο μεγάλος Απόστολος συνάντησε τεράστια δυσκολία στο ιεραποστολικό του έργο στο κλεινόν άστυ, έχοντας πενιχρά αποτελέσματα. Κατόρθωσε να πείσει ελάχιστα πρόσωπα, αλλά επιφανή, όπως τους ανώτατους δικαστικούς, Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και Άγιο Ιερόθεο και μαζί τους μία μόνο γυναίκα την Δάμαρι, η οποία κατέστη η πρώτη Αθηναία χριστιανή.
Δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο από την βιβλική αναφορά. Όμως εικάζουμε πως για να την αναφέρει το ιερό κείμενο σημαίνει ότι ήταν μία εξέχουσα γυναικεία προσωπικότητα της αθηναϊκής κοινωνίας, η οποία καταγόταν από ευγενή οικογένεια και κατείχε υψηλή κοινωνική θέση. Αυτό συμπεραίνεται και από το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκε μεταξύ των δύο σπουδαίων ανδρών, του Διονυσίου και του Ιερόθεου, οι οποίοι κατείχαν ανώτατα αξιώματα ήταν δηλαδή ανώτατοι δικαστικοί, μέλη του Αρείου Πάγου. Σχετίζονταν ίσως μαζί τους. Κάποιοι υποθέτουν ότι ήταν ιουδαϊκής καταγωγής και το όνομά της προέρχονταν από το εβραϊκό Θάμαρ. Πάντως το ιερό κείμενο δεν αναφέρει για ιουδαϊκή κοινότητα στην Αθήνα, στην οποία θα κατέφευγε ο Παύλος, όπως συνήθιζε. Με αυτά τα ελάχιστα πρόσωπα ίδρυσε την εκκλησία των Αθηνών, χειροτονώντας ως πρώτο Επίσκοπό της τον άγιο Ιερόθεο.
Η συσχέτισή της με τους δύο επιφανείς δικαστικούς άνδρες αφήνεται να εννοηθεί ότι είναι πολύ πιθανόν να είχε αποκτήσει υψηλή μόρφωση, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες, ακόμα και στην Αθήνα, ήταν παραγκωνισμένες, κλεισμένες στους γυναικωνίτες και ελάχιστες είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν. Φαίνεται πως η Δάμαρις ανήκε στην μειοψηφία των ελάχιστων μορφωμένων γυναικών, η οποία, έχοντας μεταφυσικές ανησυχίες, βρήκε τις απαντήσεις, που αποζητούσε στο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου. Βρήκε αυτό που έκρυβε στην ψυχή της, την λαχτάρα για σωτηρία, τη σωτηρία!
Παρά την φαινομενική αίγλη, που διατηρούσε στα χρόνια εκείνα η Αθήνα, στην ουσία βρισκόταν σε σοβαρή πνευματική και θρησκευτική παρακμή. Οι φημισμένες παλιές φιλοσοφικές σχολές είχαν χάσει το κύρος τους, στις οποίες δίδασκαν άσημοι καιροσκόποι και κερδοσκόποι δάσκαλοι με ρηχές φιλοσοφικές ιδέες και αστείες σοφιστείες. Αυτό αποδεικνύεται από τον τρόπο που συμπεριφέρθηκαν στον Απόστολο Παύλο. Ίσως να ένοιωσε την πρώτη μεγάλη απογοήτευσή του για αυτό δεν επισκέφθηκε ποτέ ξανά την Αθήνα, παρά το γεγονός ότι είχε έλθει τουλάχιστον άλλες δύο φορές στην Ελλάδα.
Εικάζουμε πως η εκκλησία των Αθηνών φυτοζωούσε, λόγω της ισχυρής παρουσίας των φανατικών ειδωλολατρών και του παγανιστικού ιερατείου, το οποίο από τα κλασσικά χρόνια καταδίωκε κάθε διαφορετική θρησκευτική πίστη και αμφισβήτηση της αρχαιοελληνικής θρησκείας, με τις φρικτές «περί ασεβείας» διώξεις, που εξαιτίας της έχασαν τις ζωές τους εκατοντάδες άνθρωποι και καταδιώχτηκαν χιλιάδες. Είναι πολύ πιθανόν η νεαρά Εκκλησία των Αθηνών να δοκίμασε την απόλυτη περιφρόνηση από τους υπερφίαλους παγανιστές και φανατικούς ειδωλολάτρες ή και διώξεις. Όμως οι προσωπικότητες του Αγίου Ιεροθέου, ο οποίος
έγινε ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών και του Αγίου Διονυσίου με την τεράστια μόρφωση και κοινωνική επιρροή στην αθηναϊκή κοινωνία, συνετέλεσαν να διατηρηθεί η εκκλησία και να αρχίσει να αυξάνεται.
Σε αυτή την προσπάθεια συνέβαλε τα μέγιστα και η Δάμαρις. Με την μόρφωσή της, την κοινωνική της θέση, τα φυσικά της χαρίσματα και τις αρετές της κατόρθωσε να προσελκύσει πολλές γυναίκες στην χριστιανική πίστη. Αυτή κατηχούσε τις γυναίκες, μπαίνοντας στους απομονωμένους γυναικωνίτες. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, ο λόγος της γυναίκας στον ειδωλολατρικό κόσμο δεν είχε την παραμικρή αξία στους άντρες, παρά μόνο στους γυναικείους κύκλους, στις οποίες θεωρούνταν υποτιμητικό να μιλάνε οι άνδρες. Σε αυτές κήρυττε με πάθος τις σωτήριες αρχές της νέας πίστης η Δάμαρις. Μπορούμε να φανταστούμε την έκπληξη, το θαυμασμό και τη χαρά αυτών των γυναικών, ακούγοντας για πρώτη φορά ότι είναι ισότιμες με τους άνδρες, ότι δεν είναι σκεύη ηδονής και σκλάβες, όπως τις μεταχειρίζονταν ο αρχαίος κόσμος, αλλά δημιουργήματα και εικόνες του Θεού. Ήταν πρωτάκουστο σ’ αυτές το γεγονός ότι μπορούσαν να συμμετέχουν στη ζωή της κοινότητας ισότιμα με τους άνδρες, καθότι αθηναίοι πολίτες λογίζονταν μόνο οι άνδρες αθηναίοι, μένοντας εκτός οι ξένοι, οι δούλοι και οι γυναίκες. Σε πληθυσμό μισού εκατομμυρίου κατοίκων, πολιτικά δικαιώματα είχαν λιγότεροι από δώδεκα χιλιάδες άνδρες!
Η ένθερμη και ένθεη Δάμαρις αφιέρωσε την ζωή της ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της Εκκλησίας και ίσως την περιουσία της. Εικάζουμε επίσης πως η τοπική εκκλησία την χειροτόνησε διακόνισσα, για την διευκόλυνση του ιεραποστολικού της έργου, σύμφωνα με τη συνήθεια των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων. Παράλληλα με το ιεραποστολικό της έργο, ασκούσε και σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο, σε μία κοινωνία αγριότητας, απίστευτης ατομικότητας και απανθρωπιάς. Άλλωστε η φιλανθρωπία ήταν ένα από τα κύρια γνωρίσματα της ποιοτικής διαφοράς και του νέου τρόπου ζωής που επαγγέλλονταν το ευαγγελικό μήνυμα. Είναι γνωστό πως οι ειδωλολάτρες δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τον φιλανθρωπικό ζήλο των χριστιανών και η χριστιανική φιλανθρωπία ασκούσε τεράστια γοητεία στους κατατρεγμένους και περιθωριακούς ειδωλολάτρες, στους δυστυχείς δούλους και στις γυναίκες, οι οποίοι ήταν απόκληροι της κοινωνίας, και έβρισκαν καταφύγιο και αξία στην σωστική αγκαλιά των τοπικών εκκλησιών.
Δεν γνωρίζουμε για το τέλος της ζωής της. Ίσως να υπέστη μαρτυρικό θάνατο από τους φανατικούς ειδωλολάτρες, οι οποίοι έβλεπαν να τίθεται στο περιθώριο η ειδωλολατρία, να ανατρέπονται τα όρια απομόνωσης των γυναικών και να εξαπλώνεται με ιδιαίτερη ορμή η χριστιανική πίστη.
Η μνήμη της κοιμάται τιμάται στις 3 Οκτωβρίου μαζί με την μνήμη του Αγίου Διονυσίου. Η πόλη των Αθηνών, για να την τιμήσει της αφιέρωσε μια μεγάλη οδό στη συνοικία Παγκράτι, την οδό Δαμάρεως. Την ακολουθία της συνέγραψε ο γνωστός μεγάλος υμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Η μνήμη της αγίας Δαμάρεως μας θυμίζει το γεγονός πως, δια του ευαγγελικού κηρύγματος, η απ’ αιώνων καταφρονεμένη γυναικεία φύση γίνεται και πάλι αξία. Έχουμε την έμπρακτη αναγνώριση, για πρώτη φορά στην ιστορία, της γυναίκας, ως ισότιμο ανθρώπινο πρόσωπο με τον άνδρα. Για πρώτη φορά έγινε η μαρτυρία της αξιόπιστη, όπως και η συνεισφορά της στο κοινωνικό γίγνεσθαι πολύτιμη. Ως τότε, ούτε στα δικαστήρια γινόταν δεκτή η μαρτυρία της γυναίκας. Στα τιμημένα πρόσωπα αυτών των αγίων γυναικών της Εκκλησίας μας τιμάται η γυναικεία φύση, την οποία η προμήτορα Εύα, με την παρακοή της, την είχε απαξιώσει και οι άνδρες την είχαν θέσει στο απόλυτο περιθώριο. Ήρθε ο Χριστός, ο Οποίος γκρέμισε κάθε στεγανό, που διαχώριζε τα ανθρώπινα πρόσωπα και μαζί ήρε την απαξίωση της γυναίκας, ανάγοντάς την σε πραγματικό ανθρώπινο ον.
Η γυναίκα απέκτησε τη χαμένη τιμή της από το Χριστό και καταξιώνεται πραγματικά στην Εκκλησία μας και όχι στους ψευδοφεμινισμούς του κόσμου! Οι άγιες είχαν την ευλογία να βιώσουν τον πρώτο και αληθινό φεμινισμό, την πραγματική αποκατάσταση της γυναίκας στην θέση που της αξίζει. Έναν φεμινισμό απόλυτα διαφορετικό από τον σημερινό, ο οποίος, αντί να απελευθερώνει τη γυναίκα την κάνει έρμαιο των αμαρτωλών παθών. Αυτή την αλήθεια αργότερα ο απόστολος Παύλος διατύπωσε στη διδασκαλία του: «ούκ ένι άρσεν και θήλυ» (Γαλ.3,28). Οι πάντες, «όσοι εις Χριστόν εβαπτήσθημεν», είμαστε ένα σώμα, το Σώμα του Χριστού. Αν σήμερα οι γυναίκες απολαμβάνουν δικαιώματα, αυτά τα χρωστούν στο σωτήριο μήνυμα του Χριστού και όχι στην κατά κόσμον σοφία και στους κοσμικούς θεσμούς!
ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Η πόλις των Αθηνών μπορεί να καυχιέται για την πληθώρα των αγίων που ανάδειξε στο διάβα των αιώνων. Ιδιαίτερα πρέπει να καυχιέται για τον άγιο Ιερομάρτυρα Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος συγκαταλέγεται στους μεγάλους Πατέρες και Ιεράρχες της Εκκλησίας μας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα περί το 10 π. Χ. και καταγόταν από επιφανή αθηναϊκή οικογένεια, η οποία φρόντισε να τον μορφώσει στις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές του κλεινού άστεως, η οποία, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, βρισκόταν την εποχή εκείνη υπόδουλη στους Ρωμαίους, αλά διατηρούσε ακόμη την αίγλη της, έχοντας κάποια προνόμια, με σπουδαιότερο τη λειτουργία του Αρείου Πάγου. Ο Διονύσιος σπούδασε φιλοσοφία και κατέστη επίλεκτο μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας. Μάλιστα του δόθηκε η θέση ενός από τους εννέα βουλευτές του Αρείου Πάγου.
Αν και ζούσε σε μια «κατείδωλον» πόλη, όπου η ειδωλολατρία είχε εξαχρειώσει τα ήθη των κατοίκων στην εποχή του, ζούσε με σύνεση και καλλιεργούσε τις έμφυτες αρετές του. Ζούσε σαν Χριστιανός προτού γίνει Χριστιανός. Όλοι τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν, διότι στην άσκηση των καθηκόντων του απέδιδε δικαιοσύνη.
Περί το 33 μ. Χ. μετέβηκε στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου για ανώτερες μελέτες. Κάποιο ανοιξιάτικο μεσημέρι είδε ξαφνικά τον ήλιο να σβήνει, πυκνό πέπλο σκοταδιού να σκεπάζει όλη τη γη και να συγκλονίζεται από ισχυρό σεισμό. Ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας έπασχε στην Παλαιστίνη και γι’ αυτό συγκλονιζόταν ολάκερη η δημιουργία. Ο ευσεβής Διονύσιος απόρησε από το υπερφυσικό γεγονός και αναφώνησε: «Ή θεός τις πάσχει, ή το παν απόλλυται»! Μάλιστα σημείωσε τη χρονολογία, την ημέρα και την ώρα που έλαβε χώρα το συγκλονιστικό γεγονός, το οποίο χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή του και ζητούσε εξήγηση.
Μετά από την ολοκλήρωση των σπουδών του γύρισε ξανά στην Αθήνα, στη θέση του αρεοπαγίτη, αποδίδοντας δικαιοσύνη. Περί το 49 μ. Χ. ήρθε στην Αθήνα ένας περίεργος φλογερός κήρυκας μιας νέας θρησκείας. Ήταν ο απόστολος Παύλος, ο οποίος κλήθηκε από τους Αθηναίους να αναπτύξει τις «σπερμολογίες» του από το βήμα του Αρείου Πάγου. Εκεί ο μεγάλος απόστολος ανάγγειλε στους Αθηναίους τον «Άγνωστο Θεό» τον Οποίο λάτρευαν, αν και τον αγνοούσαν. Μεταξύ των ακροατών του ήταν και ο αρεοπαγίτης Διονύσιος. Βεβαίως, το άμεσο αποτέλεσμα του υπέροχου εκείνου κηρύγματος, ήταν πενιχρό. Πίστεψαν μόνο ο Διονύσιος, μια γυναίκα η Δάμαρις και μερικοί άλλοι, όπως μας αναφέρει το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων.
Το κήρυγμα του Αποστόλου των Εθνών προξένησε ισχυρή εντύπωση στον ευσεβή Διονύσιο, ο λόγος του Θεού έγινε δεκτός και άρχισε να καρποφορεί στην αγαθή ψυχή του. Κάλεσε λοιπόν τον Παύλο στο σπίτι του όπου ζήτησε να μάθει περισσότερα για την νέα πίστη. Όταν ο Παύλος του διηγήθηκε τα συγκλονιστικά γεγονότα του Θείου Πάθους, θυμήθηκε τα υπερφυσικά γεγονότα που βίωσε στην Αίγυπτο. Βεβαιώθηκε λοιπόν ότι ο Θεός που έπασχε ήταν ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός. Αμέσως ζήτησε από τον Παύλο να βαπτισθεί, μαζί με την οικογένειά του. Αυτή η απόφασή του οδήγησε και πολλούς άλλους Αθηναίους να αρνηθούν την ειδωλολατρική θρησκεία και να βαπτιστούν, απαρτίζοντας έτσι την πρώτη εκκλησία των Αθηνών, με πρώτο επίσκοπό της τον άγιο Ιερόθεο, έναν ευσεβέστατο Αθηναίο.
Ο Διονύσιος αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην Εκκλησία του Χριστού. Τώρα πλέον οι αρετές που βίωνε δεν ήταν θεωρητικά σχήματα, αλλά ο ευαγγελικός νόμος. Μάλιστα, μετά το θάνατο του αγίου Ιεροθέου οι Αθηναίοι Χριστιανοί απαίτησαν να χειροτονηθεί επίσκοπός τους ο Διονύσιος. Ως επίσκοπος πια της λαμπρής Αθήνας
εργάστηκε με ζήλο για την ανάπτυξη της τοπικής εκκλησίας. Μέσα σε λίγα χρόνια μετέστρεψε πλήθος ειδωλολατρών στη νέα πίστη.
Σύμφωνα με την παράδοση πήγε στα Ιεροσόλυμα να γνωρίσει και να προσκυνήσει την Μητέρα του Κυρίου. Κήρυξε κατόπιν σε πολλές χώρες και κατόπιν γύρισε πάλι στην Αθήνα. Κατά την κοίμηση της Θεοτόκου, αρπάγη και αυτός σε νεφέλη, όπως οι άγιοι απόστολοι και παραβρέθηκε στην κηδεία της.
Αφού ποίμανε για πολλά χρόνια τον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών, θεώρησε ότι έπρεπε να συνεχίσει το υπόλοιπο της ζωής του ως ιεραπόστολος. Πήγε στη Δύση και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, έκτισε μια μικρή εκκλησία, όπου την έκαμε κέντρο της ιεραποστολής του. Κήρυττε με θέρμη και ζήλο στους ειδωλολάτρες της περιοχής, όπου πολλοί εγκατέλειπαν τα είδωλα και ασπάζονταν την πίστη στο Χριστό, ιδρύοντας και εδραιώνοντας ισχυρή εκκλησία στην καρδιά της Ευρώπης.
Αλλά τα χρόνια εκείνα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη οι φοβεροί διωγμοί κατά των Χριστιανών από τους ειδωλολάτρες Ρωμαίους. Χιλιάδες πιστοί συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν και θανατώνονταν με τους πλέον φρικτούς και επώδυνους τρόπους. Η δράση του αγίου επισκόπου των Παρισίων έγινε γνωστή στις ρωμαϊκές αρχές, τον κατήγγειλαν οι άθλιοι αδίστακτοι ειδωλολάτρες ιερείς δρυίδες, οι οποίοι συν τοις άλλοις πραγματοποιούσαν χιλιάδες ανθρωποθυσίες κατ’ έτος στους αιμοδιψείς δαιμονικούς «θεούς» τους. Τον κατήγγειλαν στον αυτοκράτορα Δομετιανό (82-96), ότι αρνείται να σεβαστεί τον αυτοκράτορα και να λατρεύσει τους «θεούς» της αυτοκρατορίας, παρακινώντας και τους πολίτες να κάμουν το ίδιο. Συνελήφθη και σύρθηκε δέσμιος στον τοπικό διοικητή, ο οποίος προσπάθησε στην αρχή με κολακείες και στη συνέχεια με φοβέρες να αρνηθεί την πίστη του. Ο Διονύσιος, με πρωτοφανή ηρωισμό και παρρησία στηλίτευσε την ειδωλολατρική του πίστη, η οποία λατρεύει «θεούς» θηριώδεις, κακούργους και ανήθικους.
Μετά τη γενναία απολογία του, αποφασίστηκε η θανατική του καταδίκη. Να αποκεφαλισθεί μαζί με τους ηρωικούς ακολούθους του Ρουστικό και Ελευθέριο. Αλλά αφού έκοψαν την τίμια κεφαλή του έγινε το απροσδόκητο: Ο άγιος ακέφαλος έσκυψε, πήρε στα χέρια του το κεφάλι του και περπάτησε δύο μίλια, γεμίζοντας θαυμασμό τους δημίους του. Συνάντησε μια ευλαβή γυναίκα, ονόματι Κατούλα, στην οποία παρέδωσε την κεφαλή του. Εκείνη φρόντισε για την ταφή του Διονυσίου, καθώς και των άλλων δύο Μαρτύρων, κοντά στο Παρίσι. Η τιμία κάρα του βρίσκεται σήμερα στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους.
Η Μνήμη του αγίου Διονυσίου, μαζί με τους άλλους δύο Μάρτυρες, εορτάζεται στις 3 Οκτωβρίου.
Επ’ ονόματι του αγίου Διονυσίου εμφανίστηκαν τον 5ο μ. Χ. αιώνα περισπούδαστα συγγράμματα ύψιστης θεολογικής αξίας, τα οποία πολλοί τα αποδίδουν σε άλλον συγγραφέα. Πρόκειται για τα περίφημα «Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα», τα οποία αποτέλεσαν τη βάση της μυστικής Θεολογίας της Εκκλησίας μας.
ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ: Ο ΘΕΟΛΗΠΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Η πόλη των Αθηνών κατέστη, από τα πανάρχαια χρόνια η κοιτίδα του παγκόσμιου πολιτισμού. Σε αυτή γεννήθηκε η πρώτη δημοκρατία στον κόσμο και για πρώτη φορά ο άνθρωπος αναδείχτηκε σε αξία και άρχισαν να γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε αυτή γεννήθηκαν και έδρασαν οι μέγιστοι φιλόσοφοι της αρχαιότητας, καλλιεργήθηκαν τα γράμματα και η τέχνη έφτασε στο αποκορύφωμά της. Αλλά η πόλη αυτή της σοφίας και του πολιτισμού μπορεί να σεμνύνεται και για την χριστιανική της κληρονομία, στην οποία αναδείχτηκε μια πλειάδα αγίων, μαρτύρων και οσίων στο διάβα της ιστορίας της. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Ιερόθεος, ο πρώτος Επίσκοπός της.
Η Εκκλησία των Αθηνών είναι αποστολική, διότι ιδρύθηκε από τον απόστολο Παύλο, κατά την δεύτερη αποστολική του περιοδεία, περί το 51 μ. Χ. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, ο μέγας Απόστολος των Εθνών, περιόδευσε στην Ελλάδα, με τους συνεργάτες του Σίλα και Τιμόθεο. Μετά τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, έφτασε ακτοπλοϊκώς στο Φάληρο και ανέβηκε στην Αθήνα, για να κηρύξει το Ευαγγέλιο στο «Κλεινόν Άστυ», όπως αποκαλούνταν τότε, δηλαδή η «ένδοξη πόλη», λόγω του αρχαίου κλέους της.
Αλλά αυτή δεν είχε πλέον την παλιά της δόξα και φήμη. Οι αρχαίοι μεγάλοι φιλόσοφοι εξέλειπαν και τη θέση τους πήραν μωροφιλόδοξοι και φιλοχρήματοι δάσκαλοι και οι παλιές ονομαστές σχολές είχαν περιπέσει σε παρακμή και έγιναν εστίες δεισιδαιμόνων τελετουργιών από αγύρτες της καταρρέουσας αρχαίας θρησκείας. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η ιστορία δεν κατέγραψε κανέναν σημαντικό φιλόσοφο, μετά τον 4ο π. Χ. αιώνα!
Ο απόστολος Παύλος, όπως αναφέρει το ιερό κείμενο, περιήλθε την πόλη και παροργίστηκε «θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν» (Πραξ.17,16), δηλαδή γεμάτη με είδωλα. Ανάμεσά τους βρήκε τον βωμό «Τω Αγνώστω Θεώ», δίνοντάς του το έναυσμα να μιλήσει για τον άγνωστο αυτόν Θεό, που είναι ο Τριαδικός Θεός. Κλήθηκε να μιλήσει στον Άρειο Πάγο, εκφωνώντας μια καταπληκτική ομιλία, την οποία μας διέσωσε ο ιερός συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων (17, 22-34) και η οποία δυστυχώς δεν είχε σημαντικά αποτελέσματα. Μάλλον λοιδορίες έλαβε από τους μωροφιλόδοξους παγανιστές ακροατές του, κυρίως όταν άκουσαν για ανάσταση νεκρών.
Παρά ταύτα, «τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς» (Πραξ.17,34). Ανάμεσά τους και ο Ιερόθεος, ο οποίος ευτύχησε να γίνει ο πρώτος Επίσκοπος της Εκκλησίας των Αθηνών.
Τόσο ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, όσο και ο Ιερόθεος ανήκαν στην πνευματική αριστοκρατία των Αθηνών, ήταν ανώτατοι δικαστές, μέλη του Αρείου Πάγου. Οι δύο άνδρες αποτελούσαν τα δύο από τα εννέα μέλη του Ανωτάτου αθηναϊκού Δικαστηρίου, λειτουργία πραγματικά κορυφαία στην αθηναϊκή κοινωνία.
Ο Ιερόθεος γεννήθηκε στην Αθήνα περί τα τέλη του 1ου π. Χ. αιώνα, στα χρόνια του αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Αύγουστος (27 π. Χ.- 14 μ. Χ.), λίγο πριν τη Γέννηση του Χριστού. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια και είχε λάβει την ανώτερη μόρφωση που λάμβαναν οι ευγενείς Αθηναίοι. Είχε σπουδάσει κύρια την πλατωνική φιλοσοφία στην φημισμένη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, η οποία είχε ακόμα κάποια από την αίγλη του παρελθόντος.
Η παράδοση τον θέλει να ήταν ευσεβής και θεοσεβούμενος, εκτελώντας με ακρίβεια τις θρησκευτικές του υποχρεώσεις στις δημόσιες λατρείες των «θεών» της
πόλεως. Μάλιστα υπάρχει η πληροφορία ότι είχε μυηθεί και στα Ελευσίνια Μυστήρια, στα οποία είχαν το προνόμιο να μυούνται οι μορφωμένοι αριστοκράτες.
Όμως ο ίδιος, παρά την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων του και τη δημόσια δήλωση ευσέβειας στην κρατική λατρεία, ως ανώτατο κρατικό όργανο, στο βάθος της ψυχής του ήταν αγνωστικιστής, μη μπορώντας να συμβιβαστεί με τους πρωτογονισμούς της αρχαίας παγανιστικής θρησκείας και κύρια με την δεισιδαιμονία, η οποία είχε βυθιστεί η αθηναϊκή κοινωνία της εποχής του.
Επίσης αναφέρεται ως δίκαιος και ανθρωπιστής, τόσο στη άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων, όσο και στην ιδιωτική του ζωή, έχοντας χαραγμένο στη ψυχή του τον έμφυτο ηθικό νόμο, τον οποίο υπαγόρευσε ο Δημιουργός στην ανθρώπινη φύση όταν έπλασε τον άνθρωπο, και για τούτο απολάμβανε την εκτίμηση των συμπολιτών του.
Το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου είχε, όπως προαναφέραμε, πολύ περιορισμένο αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι ο μεγάλος απόστολος εξάντλησε τις γνώσεις του στην ελληνική φιλοσοφία και τη ρητορική του ικανότητα. Η δεισιδαιμονία και η πνευματική κατάπτωση των αθηναίων εμπόδισαν να καρποφορήσει το κήρυγμά του στην εν Χριστώ σωτηρία.
Φαίνεται πως ο αγνωστικιστής Ιερόθεος άκουσε με προσοχή τις αρχές της νέας πίστης και σαγηνεύτηκε από τα μηνύματα του Ευαγγελίου. Με πνεύμα ταπείνωσης άνοιξε την καρδιά του να εισέλθει το «φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιωάν.1,9), και γέμισε την, άδεια από πνευματικότητα, ψυχή του με την μυστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Ύστερα από μια σύντομη κατήχηση έλαβε το άγιο Βάπτισμα και εντάχτηκε στην ολιγομελή νεαρή Εκκλησία των Αθηνών.
Ως χριστιανός πια ο Ιερόθεος άλλαξε η ζωή του. Η πίστη του στο Χριστό, τον αληθινό σαρκωμένο Θεό, δυνάμωνε συνεχώς, ώστε σύντομα αναδείχτηκε σημαίνον μέλος της Εκκλησίας των Αθηνών, εξελέγη ο πρώτος Επίσκοπός της, προφανώς χειροτονούμενος από τον απόστολο Παύλο, πριν αναχωρήσει για την Κόρινθο.
Ο βυζαντινός λόγιος και εκκλησιαστικός συγγραφέας Ευθύμιος Ζυγαβινός (1050-1120), διασώζοντας αρχαία παράδοση, αναφέρει πως ο Ιερόθεος ήταν ο πρώτος που γνωρίστηκε με τον Παύλο και πως αυτός τον γνώρισε στον συνάδελφό του αρεοπαγίτη Διονύσιο. Ίσως γι’ αυτό και ο ιερός συγγραφέας του Βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων δεν τον αναφέρει μεταξύ των προσώπων, οι οποίοι προσκολλήθηκαν στον Παύλο, διότι ήδη ο Ιερόθεος, πριν από αυτούς, είχε πιστέψει στο κήρυγμά του, είχε βαπτισθεί και χειροτονηθεί Επίσκοπος των Αθηνών. Δεν ήταν απλά προσκολλώμενος στον Παύλο, αλλά ενταγμένος ήδη στην νεαρή Εκκλησία των Αθηνών. Επίσης ο Ζυγαβηνός αναφέρει την πληροφορία ότι ο Ιερόθεος υπήρξε διδάσκαλος του Διονυσίου. Αυτό βεβαιώνουν και τα λεγόμενα περίφημα «Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα», τα οποία αποδίδονται στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.
Ο Ιερόθεος, ως Επίσκοπος της Εκκλησίας των Αθηνών, αναδείχτηκε και ως ικανότατος εκκλησιαστικός άνδρας. Διακρίθηκε ως δυναμικός και χαρισματικός ιεράρχης, εργαζόμενος με ζήλο για την μεταστροφή πλήθους ειδωλολατρών στην Εκκλησία του Χριστού. Η σπουδαία μόρφωσή του, η φιλοσοφική του κατάρτιση, η ρητορική του δεινότητα, η κοινωνική του σημαίνουσα θέση και ο σεβασμός των Αθηναίων προς το πρόσωπό του, συντέλεσαν ώστε να εγκαταλείψουν την παρηκμασμένη ειδωλολατρία χιλιάδες παγανιστές και να ενταχτούν στην σωστική αγκαλιά της Εκκλησίας. Χάρις στη μεγάλη και δυναμική αυτή προσωπικότητα η Εκκλησία των Αθηνών εδραιώθηκε σε γερά θεμέλια και αύξανε, στην κοιτίδα του εθνισμού και των φανατικών παγανιστών.
Ο Ιερόθεος αναφέρεται και ως μεγάλος θεολόγος, στοχαστής και συγγραφέας. Όπως προαναφέραμε, υπήρξε ο διδάσκαλος του αγίου Διονυσίου, αλλά και του μεγάλου Απολογητή Αθηναίου Αριστείδη, ο οποίος ανάλαβε να υπερασπίσει την διωκόμενη Εκκλησία και μαρτύρησε στις αρχές του 2ου μ. Χ. αιώνα. Θαυμασμό προκαλεί ο σωζόμενος κώδικας, ένα βαθυστόχαστο θεώρημα στο μυστήριο της Αγίας
Τριάδος, το οποίο βρίσκεται στην βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και αποδίδεται στον άγιο Ιερόθεο.
Αλλά ο Ιερόθεος διακρίθηκε και ως χαρισματικός εκκλησιαστικός υμνογράφος της αρχαίας Εκκλησίας. Τα «Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα» διασώζουν την αρχέγονη παράδοση πως ο άγιος Ιερόθεος ήταν ένας από τους αγίους άνδρες, οι οποίοι ευτύχησαν να παραστούν στην εξόδιο ακολουθία της Υπεραγίας Θεοτόκου, μεταφερόμενος και αυτός με νεφέλη στην Ιερουσαλήμ. Αναφέρεται πως ο ιερός άνδρας προεξήρχε της κηδείας του θεοδόχου Σώματος της Θεομήτορος και έψαλε εξαίσιους ύμνους προς τιμήν Της, τους οποίους είχε συνθέσει ο ίδιος. Στον Συναξαριστή του Βίκτωρος Ματθαίου αναφέρεται πως «όταν οι άγιοι Απόστολοι έφθασαν στον Τάφο της Κυρίας Θεοτόκου και αποχαιρετώντας Την, έκαστος έλεγε εγκώμια θεία και ένθεα προς Αυτήν, όλοι δε είπαν διάφορα εγκώμια. Ο Ιερόθεος είπε τοιαύτα εγκώμια, προς την Παναγία μας, που υπερέβαιναν όλων των άλλων, και τολμώ ειπείν, ήσαν τόσο εξαίρετα και καταπληκτικά, ώστε αυτοί οι άγιοι Άγγελοι δεν θα μπορούσαν, καταλεπτώς (με κάθε λεπτομέρεια), καθώς τα είπεν εκείνος».
Δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για την κατοπινή δράση του αγίου Ιεροθέου. Είναι ευνόητο πως ο ζηλωτής και θεόληπτος ιεράρχης λάμπρυνε την Εκκλησία του Κλεινού Άστεως για πολλά χρόνια και διακόνησε το λαό του Θεού, δοξάζοντας το Θεό. Δεν γνωρίζουμε αν υπέστη διώξεις από τους φανατικούς παγανιστές, οι οποίοι έβλεπαν με πανικό να σβήνει η ειδωλολατρική πλάνη. Εικάζουμε πως θα υπέστη και αυτός διώξεις, όπως όλοι οι πιστοί των δύσκολων εκείνων χρόνων. Η παράδοση αναφέρει πως κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθύ γήρας στα τέλη του 1ου μ. Χ. αιώνα και ενταφιάστηκε στα Μέγαρα νότια του μικρού ναού της Θεοτόκου, τον οποίο είχε ανεγείρει ο ίδιος. Τον 11ο αιώνα ιδρύθηκε προς τιμήν του ομώνυμη Ιερά Μονή, και επανιδρύθηκε το 1930, όπου φυλάσσεται η τιμία και θαυματουργός κάρα του, ως πολύτιμος θησαυρός! Επίσης λείψανά του σώζονται στο Άγιον Όρος (Ι. Μ. Αγ. Παύλου) καθώς και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέα (Αρχιεπισκοπή Αθηνών). Στο προάστιο Περιστέρι Αττικής βρίσκεται περικαλλής ναός προς τιμήν του.
Η μνήμη του τιμάται στις 4 Οκτωβρίου.
ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ: Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ανάμεσα στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας ξεχωρίζουν κάποιοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως οικουμενικοί διδάσκαλοι, διότι με το έργο τους σφράγισαν την πορεία της Εκκλησίας και καθόρισαν τα όρια της πίστεως σε ολόκληρη την οικουμένη. Ένας από αυτούς είναι ο άγιος Κυπριανός, επίσκοπος Καρχηδόνος.
Γεννήθηκε περί το 200 μ. Χ. στην πόλη της Καρχηδόνας της Βόρειας Αφρικής. Καταγόταν από αριστοκρατική ειδωλολατρική οικογένεια, η οποία του έδωσε λαμπρή εκπαίδευση. Σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία και νωρίς άσκησε το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα στην πατρίδα του.
Όμως δυστυχώς στα νεανικά του χρόνια έζησε αμαρτωλή ζωή ως έκφυλος και ειδωλολάτρης. Ασχολήθηκε μάλιστα και με τη μαγεία, η οποία ήταν διαδεδομένη την εποχή εκείνη στο χώρο των ειδωλολατρών. Αναδείχτηκε ξακουστός μάγος και για να συμπληρώσει τις μαγικές του γνώσεις μετέβη στην Αντιόχεια, όπου λειτουργούσε ονομαστή σχολή. Εκεί γνώρισε την όμορφη και πιστή χριστιανή Ιουστίνη, την οποία είχε ερωτευθεί και προσπαθούσε με τις μαγικές του τελετουργίες να την κατακτήσει. Όμως αυτό στάθηκε αδύνατο, διότι η δύναμη της πίστης και της προσευχής της ευσεβούς νέας, νίκησαν τις σκοτεινές δαιμονικές τεχνικές του μάγου Κυπριανού, ο οποίος απαρνήθηκε την πλάνη του και σπάσθηκε το Χριστιανισμό.
Στην πραγματικότητα η μεταστροφή του Κυπριανού συντελέσθηκε όταν γνώρισε έναν σπουδαίο άνδρα, τον άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος έδωσε να καταλάβει στο μορφωμένο Κυπριανό ότι η ειδωλολατρία ήταν έργο του διαβόλου και πως το μέλλον της ανθρωπότητας ανήκε στο Χριστό. Άλλωστε έβλεπε και ο ίδιος τη δραματική κατάρρευση της ειδωλολατρίας και την αποδυνάμωση των αδίστακτων σκοταδιστικών ιερατείων της, παρ’ όλους τους διωγμούς που ασκούσε η ρωμαϊκή εξουσία στους Χριστιανούς εδώ και διακόσια χρόνια, χωρίς να μπορεί να σβήσει την πίστη τους.
Αφού κατηχήθηκε, έλαβε το άγιο Βάπτισμα το Μ. Σάββατο του 246, υποσχόμενος να αφιερωθεί στην Εκκλησία, ως κληρικός, και να εργασθεί για το Χριστό. Σύντομα χειροτονήθηκε διάκονος και αναχώρησε για την γενέτειρά του την Καρχηδόνα. Άρχισε να κηρύττει με θάρρος δημόσια τη χριστιανική πίστη, αψηφώντας τις φοβέρες των διωκτών, ώστε πλήθη ειδωλολατρών να μεταστρέφονται στον Χριστιανισμό. Το 247 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ενέτεινε τον αγώνα του. Ο άμβωνας του ναού, που λειτουργούσε, σειόνταν από τα φλογερά του κηρύγματα!
Το 249 πέθανε ο επίσκοπος Δονάτος και ομόφωνα ο κλήρος και ο λαός της πόλεως εξέλεξε επίσκοπό της τον Κυπριανό. Άρχισε αμέσως το τιτάνιο έργο της ανασυγκροτήσεως της τοπικής εκκλησίας, η οποία δοκιμαζόταν σκληρά από τους απάνθρωπους διωγμούς. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρώμης ο Δέκιος, ένας θηριώδης άνθρωπος, ο οποίος ήταν και φοβερός δεισιδαίμων. Αδίστακτοι ιερείς των ειδώλων, εκμεταλλευόμενοι το πάθος του, τον έπεισαν ότι δήθεν οι «θεοί» απαιτούσαν καθολική λατρεία από όλους τους υπηκόους, για να χαρίζουν την ευμένεια τους στο κράτος και στον ίδιο. Από τα πρώτα διατάγματά του ήταν και αυτό της υποχρέωσης όλων των υπηκόων να προσφέρουν θυσία στους «θεούς». Οι Χριστιανοί αρνήθηκαν και γι’ αυτό εγέρθηκε ο χειρότερος ως τότε διωγμός εναντίον τους. Χιλιάδες πιστοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν στα φρικτά βασανιστήρια για να αρνηθούν την πίστη τους και να θυσιάσουν στα είδωλα και τους
γελοίους και αλλόκοτους ειδωλολατρικούς «θεούς», χάνοντας τη ζωή τους.
Ο Κυπριανός κατέστη ο κυριότερος στόχος των ειδωλολατρών. Αναγκάστηκε να κρυφτεί κοντά στην Καρχηδόνα, από εκεί ποιμαίνοντας το λαό και εμψυχώνοντας τους ομολογητές της πίστης. Επέστρεψε το 251 μετά το θάνατο του Δέκιου. Όμως το 252 ξέσπασε νέος διωγμός στην Καρχηδόνα, ο οποίος συνοδεύτηκε από τρομερό λοιμό. Ο Κυπριανός έσωσε χιλιάδες χριστιανών και εθνικών με τους εράνους που διενεργούσε και το πολυπληθές σώμα χριστιανών εθελοντών της επισκοπής του.
Παράλληλα είχε ξεσπάσει μεγάλη διένεξη στους κόλπους της Εκκλησίας για την αντιμετώπιση όσων χριστιανών είχαν υποκύψει και είχαν θυσιάσει στα είδωλα. Κάποιοι δεν δέχονταν να τους συγχωρήσει η Εκκλησία και κάποιοι τους δέχονταν χωρίς συνέπειες. Ο Κυπριανός έδωσε τη λύση: να γίνονται δεκτοί ύστερα από ειλικρινή μετάνοια. Κλήθηκε ακόμα να αντιμετωπίσει τα σχίσματα της Εκκλησίας. Αποφάνθηκε πως η σωτηρία υπάρχει μόνο μέσα στην Εκκλησία και πως τα σχίσματα και οι αιρέσεις είναι εκτός της Εκκλησίας. Κλήθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα όσων προέρχονταν από αιρετικούς ή σχισματικούς, αν έπρεπε να αναβαπτίζονται ή όχι. Υποστήριξε με σθένος τον αναβαπτισμό τους, διότι πίστευε πως δεν υπάρχει βάπτισμα έξω από την Εκκλησία, παρ’ όλο που ήρθε σε σύγκρουση με τον Πάπα Στέφανο, ο οποίος δεχόταν το βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών ως έγκυρο. Στήριξε την ενότητα της Εκκλησίας στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας υπό τον κανονικό επίσκοπο.
Το 256 εγέρθηκε νέος φοβερός διωγμός από τον Βαλεριανό. Ο Κυπριανός συνελήφθη και εξορίστηκε στην Κούρουβη. Ένα χρόνο μετά επανήλθε, αλλά ο ανθύπατος Γαλέριος τον συνέλαβε και τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια για να γίνει ειδωλολάτρης. Στο τέλος αποκεφαλίστηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 258, δίνοντας ο ίδιος 25 χρυσά νομίσματα στο δήμιο ως φιλοδώρημα, για την τιμή που του έκανε, να μαρτυρήσει για το Χριστό! Τιμάται η μνήμη του στις 2 Οκτωβρίου, μαζί με την παρθονομάρτυρα Ιουστίνη.
Ο άγιος Κυπριανός ανήκει στους μεγάλους Πατέρες και θεολόγους της Εκκλησίας μας και στις πιο φωτεινές μορφές της ιστορίας. Τη θεολογία του την επισφράγισαν δύο τοπικές σύνοδοι του 255 και του 256, ανάγοντάς την ως διδασκαλία της οικουμενικής Εκκλησίας. Υπήρξε εκπρόσωπος του νέου, εν Χριστώ, ανακαινισμένου κόσμου της αλήθειας και του φωτός, πληρώνοντας με τη ζωή του το μεγάλο τίμημα της μεταλλαγής του παλιού ζοφερού και εφιαλτικού κόσμου της πλάνης και της φθοράς.
Αφήστε μια απάντηση