ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μετὰ ἀπὸ μία διακοπὴ, ἀπὸ τὸ 2023, ὁπότε δημοσιεύαμε καθημερινῶς ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ τῆς ΙΝΔΙΚΤΟΥ, τώρα ἐπανερχόμεθα μὲ τὰ ἄρθρα τοῦ μέλους μας συνταξιούχου Θεολόγου, Συγγραφέως Λάμπρου Σκόντζου διὰ τοὺς τιμωμένους Ἁγίους.
Νὰ εἶναι βοήθειά μας καὶ ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἔχει πάντοτε καλά διὰ νά ἐργάζεται συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως εἰς τὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, καθότι ὁ θερισμὸς εἶναι τεράστιος οἱ δὲ ἰδανικοὶ ἐργάται τοῦ Εὐαγγελίου ἐλάχιστοι!
ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΝ ΤΩ ΝΑΩ ΠΡΟΣΑΓΕΤΑΙ Η ΠΑΝΑΜΩΜΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΣ
(Θεολογικό σχόλιο στην εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου είναι μια σημαντική θεομητορική εορτή, την οποία εορτάζουν με σεβασμό και λαμπρότητα οι ορθόδοξοι πιστοί σε όλο τον κόσμο. Καθιερώθηκε γύρω στον 6ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ με βάση την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας. Ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων (634-638) κάνει λόγο στα γραπτά του για την εορτή αυτή. Στην Κωνσταντινούπολη καθιερώθηκε γύρω στα τέλη του Ζ΄ ή τις αρχές του Η΄ αιώνα. Κατ’ αυτήν εορτάζεται το γεγονός της εισόδου της Παναγίας μας στο Ναό του Σολομώντος, όταν ήταν τριών ετών.
Βεβαίως δεν υπάρχουν βιβλικές μαρτυρίες για το γεγονός αυτό. Πληροφορίες αντλούμε από την παράδοση της Εκκλησίας μας, η οποία διέσωσε πάμπολλα γεγονότα, τα οποία δεν ιστορούνται στα Ιερά Ευαγγέλια. Επί τη ευκαιρία θα θέλαμε να τονίσουμε για μια ακόμα φορά πως τα Ευαγγέλια δεν είναι ιστορικά κείμενα με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά είναι κατά κύριο λόγο ιεραποστολικά κείμενα, τα οποία γράφηκαν για να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένες ιεραποστολικές και ποιμαντικές ανάγκες της αρχαίας Εκκλησίας. Έτσι, λοιπόν, έμεινε έξω από τις ευαγγελικές διηγήσεις το μεγαλύτερο μέρος της επί γης παρουσίας του Κυρίου και της ζωής των άλλων ιερών προσώπων, που σχετίζονται με το έργο της σωτηρίας. Αντίθετα, μέρος αυτών των πληροφοριών διέσωσε η Ιερά Παράδοση, η οποία είναι, όπως γνωρίζουμε, ισόκυρη με την αγία Γραφή.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την Ιερά Παράδοση, οι γονείς της Θεοτόκου Ιωακείμ και Άννα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και δίκαιοι. Ανήκαν στη μικρή εκείνη μερίδα των πιστών και ευσεβών Ιουδαίων, οι οποίοι περίμεναν εναγωνίως την έλευση του Μεσσία. Πάσχιζαν οι ευλαβείς αυτοί άνθρωποι να αποκτήσουν παιδιά, ελπίζοντας πως από τους απογόνους τους θα γεννιόταν ο Μεσσίας.
Οι γονείς της Θεοτόκου ζούσαν με την προσδοκία της τεκνογονίας, όμως δυστυχώς, ήταν άτεκνοι. Είκοσι ολόκληρα χρόνια επιχειρούσαν να τεκνοποιήσουν χωρίς αποτέλεσμα. Το όνειδος της ατεκνίας και η κατάσταση της μοναξιάς δημιουργούσαν στην ψυχή τους αφόρητη πικρία. Όμως δεν έχασαν την πίστη τους στο Θεό ούτε στιγμή. Είχαν την πεποίθηση πως ο Θεός είναι ο χορηγός όλων των αγαθών και κύρια της τεκνογονίας. Η ζωή τους κυλούσε με προσευχή, νηστεία και έντονη προσδοκία, ότι ο Θεός θα άκουγε τις ικεσίες τους και θα τους ελεούσε εν τέλει.
Πράγματι, ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές τους. Άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στην Αγία Άννα και της ανήγγειλε το ευχάριστο γεγονός, ότι θα γίνει μητέρα. Το γηραιό ζευγάρι απέκτησε επί τέλους κλήρα. Η ευσεβής γηραιά Άννα γέννησε ένα χαριτωμένο κορίτσι, το οποίο ονόμασαν Μαρία (εβραϊκά Μαριάμ), που σημαίνει Κυρία. Την ανέλπιστη χαρά τους εξέφρασαν με αίνους και ευχαριστίες στο Θεό. Θεώρησαν το νεογέννητο βρέφος ως δικό Του δώρο και γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή, το αφιέρωσαν με όλη τους την ψυχή σ’ Αυτόν
Η μικρή Μαρία από βρέφος ήταν στολισμένη με χάριτες και ιδιότητες λογικά ανεξήγητες. Φάνηκε από τότε πως ήταν ξεχωρισμένη από το Θεό να υπηρετήσει το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. Η σύνεση, η πραότητα, η ταπείνωση και η υπακοή Της κατέπλησσε τους γονείς Της και τον κοινωνικό τους περίγυρο.
Όταν η Μαρία έγινε τριών ετών, οι ευσεβείς γονείς της αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους προς το Θεό, να Του προσφέρουν ως δώρο την αγαπημένη τους θυγατέρα. Άλλωστε, όπως λέει η παράδοση, βρισκόταν σε τέτοια
προχωρημένη ηλικία και οι δυο τους, ώστε δεν μπορούσαν πια να φροντίσουν τη μικρή Μαρία. Έτσι όδευσαν προς το Ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνάντησαν το συγγενή τους ιερέα Ζαχαρία, πατέρα του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος ήταν άτεκνος και αυτός ως τότε. Υπηρετούσε με φόβο Θεού το ιερό και προσευχόταν αδιάκοπα να τον ελεήσει ο Θεός και να αποκτήσει και αυτός παιδί με την αγαπημένη του σύζυγο Ελισάβετ.
Η άφιξή τους στον περικαλλή Ναό γέμισε την ψυχή τους με κατάνυξη και ευλάβεια. Πατούσαν τον ιερό χώρο, όπου η παρουσία του Κυρίου ήταν αισθητή. Οι Ιουδαίοι πίστευαν πως ο Ναός ήταν η κατοικία του Θεού και θρόνος του τα Άγια των Αγίων, γι’ αυτό το διαμέρισμα εκείνο θεωρείτο χώρος δέους και τρόμου. Κανένας δεν έμπαινε εκεί, παρά μονάχα ο αρχιερέας του έτους μια φορά το χρόνο, την ημέρα του Εξιλασμού, για να θυμιάσει, ανυπόδητος, ασκεπής και με ένα λιτό χιτώνα.
Ο ιερέας Ζαχαρίας τους υποδέχτηκε σε κάποια από τις μεγάλες πύλες της μεγάλης αυλής. Ο λαός δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στο Ναό. Μόνο ο αρχιερέας, οι ιερείς και λευίτες εισέρχονταν στον πρόναο και τα Άγια, για να προσφέρουν τις καθιερωμένες από το Μωυσή θυσίες και να επιτελέσουν τις τελετουργίες. Ο λαός στεκόταν στην ευρύχωρη αυλή και στις απειράριθμες παρακείμενες στοές, όπου παρακολουθούσε τις θυσίες, τις προσευχές και τις άλλες διάφορες τελετές των ιερέων.
Με έκπληξη και θαυμασμό παρατήρησαν πως η μικρή Μαρία όχι μόνο δεν έφερε κάποια αντίσταση, όπως ήταν φυσικό, να αποχωριστεί τους γονείς της, αλλά με χαρά ακολούθησε τον σεβάσμιο Ζαχαρία στο Ναό του Κυρίου. Η χάρις του Θεού είχε σκεπάσει κάθε φυσική Της αντίδραση, την είχε καταστήσει ήδη πολύτιμο σκεύος εκλογής. Η παμπάλαια χριστιανική παράδοση αναφέρει πως ο γέρων Ζαχαρίας, κατά θείαν έμπνευση, οδήγησε τη Μαρία στα Άγια των Αγίων. Εκεί, στο ιερότατο, θεοσκότεινο και απρόσιτο διαμέρισμα του Ναού εισήλθε για να περάσει τα παιδικά Της χρόνια αμόλυντη από την ανθρώπινη αμαρτία, ως πολύτιμος θησαυρός σε ασφαλές θησαυροφυλάκιο!
Οι συνθήκες ζωής στο χώρο εκείνο ήταν λίαν δυσμενείς για ένα κοινό θνητό. Όπως είπαμε, βασίλευε πυκνό σκοτάδι και η είσοδος οποιουδήποτε ήταν αυστηρά απαγορευμένη, για τη χορήγηση τροφής. Όμως η μικρή Μαρία δεν ήταν μια οποιαδήποτε κοινή θνητή. Είχε κληθεί από τη γαστέρα της μητέρας Της να γίνει η μητέρα του Θεού. Ο αφιλόξενος χώρος του άδυτου του Ναού μεταβλήθηκε για χάρη Της σε παραδείσιο περιβάλλον. Ουράνιο άκτιστο φως, που μόνο Αυτή έβλεπε, φώτιζε άπλετα και εκτυφλωτικά το χώρο. Άγγελοι του Θεού βρίσκονταν αδιάκοπα κοντά Της και της κρατούσαν συντροφιά. Άλλοι άγγελοι της κουβαλούσαν μυστική ουράνια τροφή και άλλοι την υπηρετούσαν.
Αυτό κράτησε δώδεκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων Της. Τότε ο Ζαχαρίας μαζί με άλλους σεβάσμιους και ευλαβείς ιερείς του Ναού αποφάσισαν να βγάλουν τη Μαρία από τα Άγια των Αγίων και να την οδηγήσουν στον κόσμο. Για προστασία την αρραβώνιασαν με τον ευσεβή και μεστό ηλικίας Ιωσήφ, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, διατελούσε σε χηρεία και είχε την προστασία παιδιών του από την πρώτη γυναίκα του. Εγκαταστάθηκαν στην όμορφη και ήσυχη κώμη Ναζαρέτ, όπου εκεί λίγο καιρό αργότερα έγινε ο άγιος Ευαγγελισμός Της.
Η μεγάλη και παγκόσμια θεομητορική εορτή των Εισοδίων εορτάζεται λαμπρά από την Εκκλησία μας. Οι ιερές ακολουθίες έχουν πανηγυρικό χαρακτήρα. Μεγάλοι υμνογράφοι, όπως ο Γεώργιος Νικομηδίας, Λέων ο Μάγιστρος, Ιωσήφ ο Υμνογράφος, Σέργιος ο Αγιοπολίτης και ο Βασίλειος ο Πηγορίτης συνέθεσαν ύμνους μεγάλης ποιητικής και θεολογικής αξίας. «Χαίρει ο ουρανός και η γη τον
ουρανόν τον νοητόν πορευόμενον ορώντες εις θείον οίκον ανατραφήναι σεπτώς» αναφέρει ένας ύμνος. Οι πιστοί κατακλύζουμε τους ναούς και τιμούμε την Αειπάρθενο, η Οποία έγινε αιτία της σωτηρίας μας και μας σκεπάζει κάτω από τις αέναες προσευχές Της στον Υιό Της και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Η Θεοτόκος είναι η αγιότερη ανθρώπινη ύπαρξη, η Οποία επιλέχτηκε από το Θεό ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα κορίτσια, για να παίξει ρόλο πρωταγωνιστικό στη διαδικασία της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους και ολοκλήρου της δημιουργίας. Η θεία πανσοφία διείδε στο ιερότατο πρόσωπό Της την άκρα καθαρότητα και αγιότητα, η οποία ήταν απαραίτητη για να καταστεί μητέρα του απόλυτα αγίου Θεού.
Η εορτή των Εισοδίων έχει ως στόχο να μας διδάξει πολύ υψηλές έννοιες γύρω από την προσωπικότητα της Θεοτόκου. Να μας μυήσει στην ασύλληπτα βαθιά θεολογία γύρω από την ανεπανάληπτη συμβολή Της στην υλοποίηση του θείου σχεδίου της σωτηρίας του κόσμου.
Ο ιστορικός πυρήνας του γεγονότος των Εισοδίων ελάχιστα απασχολεί την Εκκλησία, όσο η θεολογική του σημασία. Κάποιοι υποστηρίζουν, πως, επειδή η πρώτη γραπτή μαρτυρία του γεγονότος αναφέρεται στο απόκρυφο «Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου», δεν θα πρέπει να θεωρείται αξιόπιστη. Για την ορθόδοξη θεολογία μας όμως αυτό καθ’ εαυτό το ιστορικό γεγονός έχει ελάχιστη σημασία σε σχέση με τη θεολογική και ηθική του σημασία.
Ο Ναός της Ιερουσαλήμ είναι εικόνα της Θεομήτορος. Είναι γνωστή η πίστη στην ιερότητα του Ναού από τους Ιουδαίους. Πίστευαν ότι μέσα σ’ αυτόν κατοικεί ο Θεός, γι’ αυτό ανέβαιναν στο λόφο Σιών, που ήταν κτισμένος με σεβασμό και τρόμο, σαν να προσεγγίζουν τον Ίδιο το Θεό. Η Κιβωτός της Διαθήκης θεωρείτο ο θρόνος του Θεού και η ορατή παρουσία Του στη γη. Ουδείς τολμούσε να προσεγγίσει στο διαμέρισμα του Ναού, που ονομαζόταν Άγια των Αγίων, παρά μόνο ο αρχιερέας του έτους, μια φορά το χρόνο, κατά την πένθιμη ημέρα του Εξιλασμού. Εισερχόταν ανυπόδητος στο φοβερό εκείνο χώρο, ντυμένος ένα λινό ποδήρη χιτώνα, για να θυμιάσει. Έκτοτε κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει εκεί.
Ο απλός λαός δεν επιτρεπόταν να εισέρχεται σε κανένα διαμέρισμα του Ναού, αλλά μόνο το ιερατείο στον πρόναο και τα Άγια. Οι προσκυνητές λαϊκοί στέκονταν στο τεράστιο προαύλιο και τις διάφορες παρακείμενες στοές, από όπου προσεύχονταν και παρακολουθούσαν τις τελετουργίες των ιερέων.
Η Παναγία μας είναι ο νοητός ναός του Θεού. Το ιερότατο νοητό τέμενος, μέσα στο οποίο καταδέχτηκε να οικήσει ο αιώνιος και άπειρος Θεός. Ο ιερός υμνογράφος της εορτής, θέλοντας να τονίσει αυτήν την καταπληκτική παρομοίωση, έγραψε πως η Θεοτόκος είναι, «Ο καθαρότατος ναός του Σωτήρος, η πολυτίμητος παστάς και παρθένος, το ιερόν θησαύρισμα της δόξης του Θεού». Αν θεωρείτο ιερός ο Ναός της Ιερουσαλήμ, στον οποίο υποτίθεται ότι κατοικούσε, σύμφωνα με την πίστη των Ιουδαίων, ο Θεός, ας σκεφτούμε πόσο πιο άγια και ιερή θα μπορούσε να θεωρείται η Θεοτόκος, η Οποία κράτησε πραγματικά στα πάναγνα σπλάχνα Της το σαρκωμένο Λόγο και τον έθρεψε από τα τίμια αίματά Της! Ο Ναός της Ιερουσαλήμ καταστράφηκε και αφανίστηκε από τους Ρωμαίους κατακτητές. Αντίθετα ο νοητός ναός του Θεού, η Παρθένος Μαρία, μένει στους αιώνες και απολαμβάνει ύψιστες τιμές από τους μυριάδες πιστούς όλων των εποχών.
Η είσοδος της Θεοτόκου στο Ναό της Ιερουσαλήμ θέλει να φανερώσει το ακατανόητο ύψος της αγνότητας και αγιότητάς Της. Μέσα στα απρόσιτα Άγια των Αγίων διαφυλάχτηκε η αγνότητά της και καλλιεργήθηκε η αγιότητά Της. Μόνο μέσα σε ένα τέτοιο ιερό χώρο μπορούσε να προφυλαχτεί η απαιτούμενη αγνότητά Της από
την αφάνταστη αμαρτωλότητα του κόσμου. Μόνο η συνοίκηση με τους αγίους αγγέλους θα μπορούσε να καλλιεργήσει την αγιότητά Της. Η ανθρώπινη ανομία είχε τέτοια δύναμη και ορμή ώστε αν η Παρθένος Μαρία βρισκόταν στον κόσμο δε γνωρίζουμε αν θα μπορούσε να διατηρήσει το ύψος της αγιότητας που χρειαζόταν να δεχτεί τον απόλυτα άγιο Θεό στα σπλάχνα Της.
Στο πρόσωπο της Θεοτόκου έχουμε υπέρβαση της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως και αποκατάσταση της πρότερης προπτωτικής. Αυτή γεννήθηκε βεβαίως με την πτωτική φύση, ως κληρονόμος της αμαρτίας των πρωτοπλάστων γεναρχών μας. Όμως η θεία χάρις σταδιακά την εξύψωνε από τη νηπιακή Της ηλικία μέχρι τον Ευαγγελισμό Της, οπότε με την επισκίαση του Αγίου Πνεύματος, καθαρίστηκε απόλυτα από το προπατορικό αμάρτημα και πήρε την προπτωτική αδιάφθορη φύση. Μόνο έτσι απαλλαγμένη από το άχθος της πτωτικής φύσεως και τη φθορά της αμαρτωλότητας, μπορούσε να επιτελέσει την υπέρτατη αποστολή Της. Οι ευσεβείς διηγήσεις περί της θαυμαστής διαμονής Της στο Ναό εκφράζουν ακριβώς αυτή την πίστη της προοδευτικής καθάρσεώς Της.
Η ευλογημένη είσοδος της Παρθένου Μαρίας στο Ναό αποτελεί την απαρχή της πραγματοποιήσεως της προαιώνιας βουλής του Τριαδικού Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Στην υμνολογία της μεγάλης εορτής ψάλλουμε πως «Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις». Αποτελεί τη χαραυγή της λυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους από τη δουλεία της αμαρτίας Γι’ αυτό η Εκκλησία μας εορτάζει λαμπρά το γεγονός. Ως συνειδητοί πιστοί του Χριστού, είμαστε θερμοί και αέναοι τιμητές του ιερού προσώπου της Θεομήτορος, διότι η συμβολή Της στο έργο της σωτηρίας μας υπήρξε καθοριστικός. Με άκρατο ενθουσιασμό υμνούμε τη μεγάλη εορτή και γεραίρουμε τη Θεοτόκο, ψάλλοντας «εν ενί στόματι» μαζί με τον ιερό υμνογράφο της ημέρας «Χαίρε, της οικονομίας του Κτίστου η εκπλήρωσις»!
ΑΓΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΙΠΟΥ Ο ΝΕΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Η Φραγκοκρατία (1204 – 1489) είναι μια σκοτεινή και συνάμα τραγική εποχή για την Εκκλησία και το Γένος μας. Οι βάρβαροι Φράγκοι, αιρετικοί χριστιανοί, παρακινούμενοι και χρηματοδοτούμενοι από τον αιρετικό παπισμό, ο οποίος είχε μεταλλαχτεί σε εγκόσμιο οργανισμό, στράφηκαν στην Ορθόδοξη Ανατολή και με τις γνωστές σταυροφορίες, ιδιαίτερα την Δ΄ Σταυροφορία (1204), κατέλυσαν με απίστευτη βία το βυζαντινό κράτος. Έργο τους ήταν, με διωγμούς, να επιβάλλουν την παπική εξουσία και τις δυτικές κακοδοξίες στους ορθοδόξους πιστούς. Την εποχή αυτή αναδείχτηκαν αρκετοί άγιοι ομολογητές, οι οποίοι αντέδρασαν στην παπική βία και έδωσαν τη ζωή τους για την Ορθόδοξη Πίστη. Ένας από αυτούς είναι και ο άγιος Άνθιμος Μητροπολίτης Αθηνών και Ευρίπου, ο ομολογητής.
Δε γνωρίζουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του και είναι ένας σχετικά άγνωστος, άγιος της Εκκλησίας μας, αλλά σημαντικός, διότι σύνδεσε τη ζωή του με την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, την οποία επιβουλεύονταν οι αιρετικοί δυτικοί κατακτητές. Γεννήθηκε στην Κρήτη, στις αρχές του 14ου αιώνα. Για κάποιους λόγους, που αγνοούμε, βρέθηκε στην Αθήνα, όπου αναδείχτηκε Μητροπολίτης της ασήμαντης τότε Μητροπόλεως Αθηνών και Ευρίπου (Εύβοιας), ποιμαίνοντας ανάμεσα στα έτη 1339-1366. Αυτό το στηρίζουμε στο «Συνοδικό» της εν Κρήτη Επισκοπής Σουαρέτ (Ρεθύμνης), όπου εξυμνείται και μακαρίζεται ως εξής: «Aνθίμoυ μητροπολίτου Αθηνών και Eυρίπoυ και προέδρου Κρήτης του ομολογητού, αιωνία η μνήμη».
Την πόλη των Αθηνών είχαν στην κυριαρχία τους οι Καταλανοί, οι οποίοι δεν επέτρεπαν να υπάρχει ορθόδοξος Μητροπολίτης, αλλά παπικός, ή ορθόδοξος με λατινικό φρόνημα. Έτσι εκθρόνισαν και εκδίωξαν τον Άνθιμο, ο οποίος ήταν εδραίος στην Ορθοδοξία και δριμύς ελεγκτής των παπικών αιρέσεων. Εκείνος, αφού περιπλανήθηκε σε πολλά μέρη, κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε ανακτηθεί από τους βυζαντινούς το 1261. Προσκολλήθηκε στον άγιο Πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο (1364-1376) και έγινε μέλος της Μεγάλης Συνόδου. Ενστερνίστηκε την ησυχαστική διδασκαλία, του αγίου Γρηγορίου Παλαμά (1296-1359), γενόμενος υποστηρικτής του ησυχαστικού κινήματος και αγωνιζόμενος με σθένος κατά των αιρετικών αντιησυχαστών.
Στα 1363 έγινε στην Κρήτη τη γνωστή Επανάσταση του Αγίου Τίτου, όπου οι Ορθόδοξοι Κρητικοί ξεσηκώθηκαν εναντίον των τυράννων κατακτητών Ενετών, τους οποίους νίκησαν και ανακήρυξαν το Ανεξάρτητο Κράτος της Κρήτης. Παράλληλα οι επαναστάτες όρισαν ως επίσημη θρησκεία του κράτους την «ιεροτάτη των ιθαγενών γραικική», δηλαδή την Ορθοδοξία, καταργώντας τις λατινικές επισκοπές, οι οποίες είχαν αντικαταστήσει τις ορθόδοξες, ως παράνομες. Αυτό θεωρήθηκε από τον Πάπα ως «ανταρσία κατά του Θεού» και γι’ αυτό κήρυξε κατά των Κρητών «Ιερό Πόλεμο». Επειδή δεν μπορούσαν οι Ενετοί τα δικά τους στρατεύματα να καταστείλουν την επανάσταση, κάλεσαν και μουσουλμάνους μισθοφόρους, οι οποίοι προκάλεσαν ανήκουστες ωμότητες στο νησί, με την ανοχή των παπικών Ενετών, αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Τον επόμενο χρόνο σημειώθηκε η επανάσταση των Καλλεργών, με πρωτεργάτες τους Καλλέργηδες, απόγονοι των Φωκάδων, του ηρωικού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (963-969), ο οποίος είχε απελευθερώσει το νησί από τους μουσουλμάνους Σαρακηνούς τον 10ο αιώνα. Οι Φωκάδες είχαν αλλάξει το επώνυμό τους σε Καλέργηδες.
Για να ολοκληρώσουν το έργο τους οι επαναστάτες Κρητικοί, ζήτησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τους στείλει Ορθόδοξο Μητροπολίτη. Ζήτησαν μάλιστα
τον συμπατριώτη τους Άνθιμο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημά τους και στα 1366, έστειλε τον Άνθιμο στην Κρήτη, ορίζοντάς τον Μητροπολίτη Κρήτης, εκτιμώντας την αγιότητά του, την αγάπη του για την Εκκλησία και το ομολογιακό του φρόνημα.
Η άφιξή του στην Κρήτη γέμισε με ενθουσιασμό τους Κρητικούς, οι οποίοι είχαν συρρεύσει στο λιμάνι, να υποδεχτούν το νέο ποιμενάρχη τους με τιμές και εναποθέτοντας στον ηρωικό αυτό Επίσκοπο τις ελπίδες τους. Πλήθος κόσμου, κλήρος και λαός, πλούσιοι και φτωχοί, με λαμπάδες αναμμένες στα χέρια, τον υποδέχτηκαν, ψάλλοντας ευχαριστήριους ύμνους στο Θεό, θεωρώντας τον ως θεόσταλτο δώρο.
Ο δραστήριος Ιεράρχης, με φλόγα και πίστη άσβεστη στην καρδιά και πατριωτικό φρόνημα, όρισε τους συνεργάτες του και άρχισε την αναδιοργάνωση της Εκκλησίας, την οποία είχαν διαλύσει οι παπικοί Ενετοί. Αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του, διότι ένα χρόνο μετά, το 1367 οι Ενετοί, με τη βοήθεια άλλων δυτικών και την αρωγή του Πάπα, εκστράτευσαν στην Κρήτη, την κατέλαβαν, συνέλαβαν τους επαναστάτες, τους οποίους θανάτωσαν, ύστερα από φρικτά βασανιστήρια και κατέλυσαν το νεαρό κρητικό ελεύθερο κράτος. Άρχισε μια νέα περίοδο της ενετοκρατίας στην Κρήτη. Η ζωή των ορθοδόξων έγινε πολύ χειρότερη από πριν. Κατέλυσαν όλες τις ελευθερίες τους και φυσικά την ορθόδοξη πίστη. Καθαιρέθηκαν οι ορθόδοξοι επίσκοποι και στη θέση τους ορίστηκαν Λατίνοι. Μεταξύ των καθαιρεθέντων ήταν και ο Μητροπολίτης Άνθιμος.
Ο ηρωικός Επίσκοπος ανέλαβε να στηρίξει το μαρτυρικό του ποίμνιο. Βοηθούσε ποικιλότροπα την ισχυρή αντίσταση των Κρητών και ταυτόχρονα ασκούσε ένα ανελέητο σφυροκόπημα κατά της λατινικής (παπικής) αιρέσεως. Σύμφωνα με το «Χρονικό» της εποχής: «προέτρεπε τους Κρήτας να απέχωνται της κοινωνίας των Λατίνων, ένεκα των ετεροδιδασκαλιών αυτών». Κι’ αυτό διότι ανάγκαζαν τους πιστούς να υπάγονται στους Λατίνους «επισκόπους» και να λειτουργούνται σε παπικούς ναούς και «ιερείς». Αυτό ήταν και το «έγκλημά» του. Οι Ενετικές αρχές τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν σιδηροδέσμιο στον παπικό «επίσκοπο» Χάνδακα (Ηρακλείου) για να απολογηθεί, διότι εκείνος ασκούσε ουσιαστική εξουσία στο νησί.
Ο δόλιος παπικός «επίσκοπος» σκέφτηκε, πως ίσως μπορούσε να τον πάρει με το μέρος του, με σκοπό να τον εκλατινίσει. Έτσι, «θωπείες χρώμενος και αγαθών» τον συμβούλεψε να αποδεχθεί τα παπικά δόγματα και «την κοινωνίαν αυτών ασπάσασθαι». Ως αντάλλαγμα δε του υποσχέθηκε πλούτο και τιμές, καθώς και την παραμονή του στον θρόνο του. Αλλά εκείνος αρνήθηκε και με ηρωικό και ομολογιακό φρόνημα διακήρυξε την αλήθεια της Ορθοδοξίας, ως τη μόνη σώζουσα πίστη. Το «αγγελικό» πρόσωπο του παπικού υποκριτή «επισκόπου» σκοτείνιασε από την θαρραλέα απάντηση του Ανθίμου. Γεμάτος θυμό και εκδικητική μανία διέταξε να τον ρίξουν σε έναν βαθύ λάκκο, με στόχο «τον τόνο της ενστάσεως παραλύσει, τη χρονίως χαυνωθέντος κακώσει». Να δειλιάσει από το μαρτύριο αυτό και να συμμορφωθεί προς τις παραινέσεις του παπικού «κληρικού».
Ο λάκκος ήταν μια στενή και βαθειά φυσική οπή της γης, όπου για να κατεβεί και να ανεβεί κάποιος έπρεπε να δεθεί με σχοινιά. Έτσι ο μαρτυρικός Επίσκοπος ρίχτηκε στο λάκκο γυμνός και χωρίς εφόδια. Ήταν δε και στενός, ώστε δε μπορούσε να ξαπλώσει και ήταν αναγκασμένος, ή να μένει όρθιος ή γονατισμένος. Του έριχναν ελάχιστο φαγητό και νερό σε αραιά χρονικά διαστήματα. Το μαρτύριο ήταν φρικτό και ο άγιος υπέμεινε προσευχόμενος και ευχαριστώντας τον Κύριο, ο Οποίος τον αξίωσε να δεινοπαθήσει για την αγάπη Του.
Στο λάκκο έμεινε έναν χρόνο. Ο παπικός ψευδεπίσκοπος πίστεψε ότι, ύστερα από τα βάσανα αυτά θα είχε καμφθεί και θα αποδέχονταν να εκλατινιστεί. Επειδή διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις, σκέφτηκε μια δόλια απάτη. Μόλις έφεραν τον άγιο
μπροστά του και εκείνος του απάντησε ότι παραμένει πιστός στην Ορθοδοξία, εφάρμοσε το δαιμονικό του σχέδιο, λέγοντάς του: «Γιατί δεν δέχεσαι την πρότασή μου; Δεν έμαθες πως όσο καιρό ήσουν στο λάκκο, έγινε η ένωση των εκκλησιών; Εσύ μόνος θα μείνεις αποσχισμένος;». Ο Άνθιμος κατάλαβε την απάτη του παπικού. Τον ήλεγξε για το απατηλό ψέμα και τον διαβεβαίωσε ότι ποτέ δε θα αρνηθεί την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως. Ο παπικός «επίσκοπος» έγινε έξαλλος από το θυμό του και έδωσε διαταγή να ριχτεί και πάλι στο λάκκο.
Έμεινε εκεί τώρα δύο χρόνια και πάλι τον οδήγησαν στον παπικό ψευδεπίσκοπο. Ο άγιος αρνήθηκε ξανά και ήλεγξε με σφοδρότητα τις πλάνες του παπισμού. Έδωσε και πάλι διαταγή να τον ρίξουν στο λάκκο. Μετά από καιρό, την τρίτη φορά, πήγε ο παπικός στο λάκκο και έδωσε διαταγή να τον ανεβάσουν ως το στόμιο για να του μιλήσει. Πίστευε πως επιτέλους θα είχε «σωφρονιστεί». Εκείνος όμως παρέμεινε εδραίος και «ώσπερ ο εμός πρότερον Ιησούς τρις επειράσθη κατά την έρημον», έτσι και ο άγιος «τρίτον νικήσας, νομίμως στεφανωθή, την πίστιν τηρήσας και τον καλόν αγώνα ηγωνισμένος»! Ο ηρωικός επίσκοπος ημιθανής ψέλλισε στον δαιμονικό παπικό, μπορώντας να κουνήσει μόνο τη γλώσσα του: «και εκατοντάδες φορές να με κλείσεις στο λάκκο, δε θα με μεταπείσεις να αρνηθώ την ορθή πίστη μου. Δε θα με μεταπείσεις να αλλάξω φρόνημα από τα παραδομένα δόγματα των αγίων Πατέρων και των Αγίων Συνόδων. Διότι τα φυλάγουμε ως λόγια από Θεού, εγώ και οι άλλοι χριστιανοί, και οφείλουμε να τα φυλάμε με κάθε κόστος από τον καθένα»! Ο παπικός, πλημμυρισμένος από οργή και βλέποντας το αμετάπειστο του αγίου, έδωσε διαταγή να ριχτεί για πάντα στο λάκκο και να μην ασχοληθεί πια κανείς μαζί του.
Εκεί τελείωσε μαρτυρικά τη ζωή του το 1370 ή το 1371. Όμως ο παπικός «επίσκοπος» δε μπορούσε να ησυχάσει ούτε μετά το θάνατο του αγίου, διότι ο ευλογημένος λάκκος, είχε γίνει τόπος προσκυνήματος των ευσεβών ορθοδόξων Κρητών. Γι’ αυτό έδωσε διαταγή να ανασύρουν το τίμιο λείψανο και να το εξαφανίσουν, αρνούμενος να το παραδώσει στους Ορθοδόξους για ταφή. Δε γνωρίζουμε την ημερομηνία του μαρτυρικού του θανάτου, ούτε τον τόπο, που έκρυψαν το τίμιο λείψανό του οι αιρετικοί παπικοί. Στη συνείδηση του πιστού λαού έγινε άγιος και ορίστηκε να εορτάζεται η μνήμη του στις 22 Νοεμβρίου.
Ο άγιος Άνθιμος, παρά τις περιπέτειές του και τα μαρτύριά του, έγραψε και κάποια λίγα, αλλά αξιόλογα συγγράμματα, κυρίως αναιρετικά των παπικών κακοδοξιών (Κατά της εξουσίας του Πάπα, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Λόγο στη Γέννηση του Χριστού, κ.α.). Επίσης έγραψε και δύο σημαντικές επιστολές από το λάκκο, στον συναγωνιστή του, για την Ορθοδοξία, Ιωσήφ Φιλάγρη. Το βίο του έγραψε ο περίφημος λόγιος Πατριάρχης άγιος Νείλος ο Κεραμεύς (+1388).
Ο άγιος Άνθιμος χαρακτηρίστηκε ως «Νέος Ομολογητής», διότι έδωσε τη μάχη και μαζί τη ζωή του, για την προάσπιση της μόνης σώζουσας Ορθοδόξου Πίστεως, από τους αιρετικούς παπικούς. Αποτελεί δε ζωντανή απόδειξη για τις πραγματικές προθέσεις των παπικών για τους Ορθοδόξους και αξιώθηκε να γίνει ένα από τα αναρίθμητα θύματα του παπισμού, τα τελευταία χίλια χρόνια!
ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΦΙΛΗΜΩΝ, ΑΠΦΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΠΠΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Οι πρώτοι χριστιανοί προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις και όχι μόνον από τους φτωχούς και τους δούλους, όπως ισχυρίζονται κάποιοι σύγχρονοι χριστιανομάχοι. Πλούσιοι και φτωχοί, ελεύθεροι και δούλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μαζί με τις οικογένειές τους, Ιουδαίοι και Εθνικοί, πίστευαν στον Χριστό, βαπτίζονταν και εντάσσονταν στο εκκλησιαστικό σώμα.
Ένας από τους πλουσίους πρώτους χριστιανούς ήταν και ο άγιος Φιλήμων με τη σύζυγό του, την Απφία.
Πατρίδα τους ήταν η σημαντική μικρασιατική πόλη Κολοσσαί. Ήταν πρώην ειδωλολάτρες και νωρίς μεταστράφηκαν στη χριστιανική πίστη. Πιθανόν να άκουσαν το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου και να βαπτίστηκαν από τον ίδιο, όταν αυτός ήρθε στην πόλη τους, με τον οποίο και συνδέθηκαν με στενή φιλία. Ήταν πλούσιοι και είχαν στη δούλεψή τους πολλούς δούλους, στους οποίους συμπεριφέρονταν με αγάπη, καλοσύνη και ανεκτικότητα – σπάνια περίπτωση για την εποχή εκείνη, όπου η δουλεία ήταν κοινωνικός θεσμός και προστατευόταν από την κρατική εξουσία. Οι κύριοί τους είχαν απόλυτη εξουσία, ακόμη και ζωής ή θανάτου, πάνω στους δούλους τους. Μπορούσε μάλιστα ένας κύριος να φονεύσει τον δούλο του χωρίς να υποστεί καμία συνέπεια!
Άλλωστε, οι δούλοι χαρακτηρίζονταν ως «χρήσιμα εργαλεία» και συχνά είχαν αξία μικρότερη από εκείνη των ζώων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι υπέρ της ανάγκης της δουλείας είχαν ταχθεί και πολλοί φιλόσοφοι του αρχαίου κόσμου, όπως ο Αριστοτέλης.
Ανάμεσα στους δούλους του Φιλήμονα ήταν και ο Ονήσιμος, ο οποίος κατόρθωσε να δραπετεύσει, κλέβοντας τα χρήματα του κυρίου του, και κατέληξε στη Ρώμη, όπου συνάντησε τον φυλακισμένο απόστολο Παύλο. Εκεί κατηχήθηκε, βαπτίστηκε και στάλθηκε ξανά μετανοημένος στον Φιλήμονα, κομίζοντας επιστολή του αποστόλου, τη γνωστή μας «Προς Φιλήμονα». Ο Παύλος ζήτησε από τον Φιλήμονα να δεχθεί τον Ονήσιμο, να τον συγχωρήσει για τη φυγή και την κλοπή, και να τον μεταχειριστεί ως αδελφό του εν Χριστώ.
Αυτό και έγινε· ο Φιλήμων τον δέχθηκε, τον συγχώρησε και τον απελευθέρωσε, παραδίδοντάς τον στην υπηρεσία της Εκκλησίας.
Το ιερό ζευγάρι Φιλήμων και Απφία, βιώνοντας συνειδητά τη χριστιανική αγάπη, ασκούσαν πράξεις φιλανθρωπίας και είχαν ανεπτυγμένο αίσθημα αλληλεγγύης προς τους αναξιοπαθούντες και τους ενδεείς. Χρησιμοποιούσαν δε τα πλούτη τους με προθυμία για την ανακούφιση φτωχών και ασθενών, καθώς και για την ανάπτυξη του έργου του Χριστού. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος έγραψε στην ομώνυμη επιστολή του: «Χάριν ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διὰ σοῦ, ἀδελφέ» (Προς Φιλήμονα, 7). Δηλαδή: «Έχουμε πολλή χαρά και παρηγοριά για την αγάπη σου, διότι οι καρδιές των αδελφών χριστιανών έχουν βρει ανάπαυση με τις ευεργεσίες και αγαθοεργίες σου, αδελφέ».
Με το ιερό ζευγάρι συνδεόταν και ένα άλλο βιβλικό πρόσωπο, ο απόστολος Άρχιππος. Λέγεται ότι ήταν συγγενής τους, ίσως και γιος του Φιλήμονα και της Απφίας. Ο Παύλος, επειδή ο Άρχιππος είχε μεγάλη αφοσίωση στη διάδοση του Ευαγγελίου, στην προς Φιλήμονα επιστολή του τον αποκαλεί «στρατιώτη».
Δεν γνωρίζουμε περισσότερα για τη ζωή αυτών των αγίων. Αρχαία παράδοση αναφέρει ότι το ιερό ζευγάρι είχε μεταβάλει το ευρύχωρο και πολυτελές σπίτι του σε χώρο συνάθροισης της Εκκλησίας των Κολοσσών. Εκεί εισέρχονταν οι χριστιανοί της πόλης, πλούσιοι και φτωχοί, καλοδεχούμενοι ως αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, και απολάμβαναν την πλούσια φιλοξενία τους.
Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Φιλήμων ήταν πλούσιος χριστιανός και ιερέας (πιθανώς επίσκοπος) μιας «κατ’ οἶκον ἐκκλησίας», δηλαδή κοινότητας χριστιανών που συναντιόνταν στο σπίτι του. Στις αρχές της Εκκλησίας, λόγω των διωγμών κατά των χριστιανών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η λατρεία γινόταν κυρίως σε ιδιωτικές κατοικίες.
Στη λίστα των Εβδομήκοντα Αποστόλων, που αποδίδεται στον Δωρόθεο της Τύρου, ο Φιλήμων περιγράφεται ως επίσκοπος της Γάζας.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, όλοι μαρτύρησαν για τη διάδοση του Ευαγγελίου. Το Μηναίον της 22ας Νοεμβρίου αναφέρει τον Φιλήμονα ως ιεραπόστολο, ο οποίος, μαζί με την Απφία, τον Άρχιππο και τον Ονήσιμο, μαρτύρησε στις Κολοσσαί της Φρυγίας κατά τη διάρκεια της πρώτης γενικής δίωξης, επί Νέρωνα.
Η μνήμη τους τιμάται στις 22 Νοεμβρίου, του αγίου Ονησίμου στις 15 Φεβρουαρίου, και του αγίου Αρχίππου στις 19 Φεβρουαρίου.
Η προς Φιλήμονα Επιστολή του αποστόλου Παύλου είναι το μικρότερο κείμενο της Καινής Διαθήκης. Χρόνος συγγραφής της θεωρείται το 60–61 μ.Χ. Ο Παύλος στην αρχή χαιρετά τον Φιλήμονα και τη γυναίκα του, αποκαλώντας τον αγαπητό και συνεργάτη του. Στη συνέχεια εγκωμιάζει τον Φιλήμονα για την αγάπη του προς τον Χριστό και τους αγίους. Έπειτα, παρακαλεί τον Φιλήμονα για τον Ονήσιμο. Τέλος, χαιρετά τον Φιλήμονα εκ μέρους του ιδίου, αλλά και του Λουκά, του Επαφρά, του Μάρκου, του Αρίσταρχου και του Δημά, και κλείνει την επιστολή με την ευχή: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν· ἀμήν».
ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ τηλ 2103254321

Αφήστε μια απάντηση