ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μετὰ ἀπὸ μία διακοπὴ, ἀπὸ τὸ 2023, ὁπότε δημοσιεύαμε καθημερινῶς ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ τῆς ΙΝΔΙΚΤΟΥ, τώρα ἐπανερχόμεθα μὲ τὰ ἄρθρα τοῦ μέλους μας συνταξιούχου Θεολόγου, Συγγραφέως Λάμπρου Σκόντζου διὰ τοὺς τιμωμένους Ἁγίους.
Νὰ εἶναι βοήθειά μας καὶ ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἔχει πάντοτε καλά διὰ νά ἐργάζεται συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως εἰς τὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, καθότι ὁ θερισμὸς εἶναι τεράστιος οἱ δὲ ἰδανικοὶ ἐργάται τοῦ Εὐαγγελίου ἐλάχιστοι!
Ο ΟΣΙΟΣ ΔΑΥΙΔ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου -Καθηγητού
Ένας από τους πλέον συμπαθείς και δημοφιλείς αγίους της Εκκλησίας μας είναι και ο όσιος Δαυίδ ο εν Ευβοία. Μάλιστα έχοντας τη φήμη του θαυματουργού, χιλιάδες πιστοί τον ευλαβούνται και τον επικαλούνται και εκείνος συχνά ανταποκρίνεται, φανερώνοντας τη δύναμη του Θεού, ο οποίος χαριτώνει όσους θέλουν να ζήσουν σύμφωνα με το δικό Του θέλημα.
Γεννήθηκε γύρω στα 1490, στη Γαρδενίτσα Φθιώτιδος, απέναντι από την Εύβοια. Ήταν γιός ενάρετου και ευλαβούς ιερέα, ο οποίος φρόντισε να γεμίσει την ψυχή του παιδιού του με βαθιά πίστη στο Θεό και ευλάβεια. Νήπιο ακόμη τον βοηθούσε στις ιερές ακολουθίες, ώστε ο ναός είχε γίνει το δεύτερο σπίτι του. Ο Θεός τον αξίωσε, όντας τριών ετών, να βιώσει μια εξαιρετική πνευματική εμπειρία, η οποία σφράγισε την κατοπινή του ζωή. Μια νύχτα του φανερώθηκε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και τον οδήγησε σε παρακείμενο ναό, αφιερωμένο στο όνομά του. Έμεινε εκεί όρθιος και ξυπόλυτος για έξι ολόκληρες ημέρες μπροστά στην εικόνα του αγίου, βυθισμένος σε ώριμες για την ηλικία του θεωρήσεις και προβληματισμούς. Έμαθε να αγαπά την προσευχή και την ησυχία. Γι’ αυτό και όταν έφτασε στην εφηβεία, ζήτησε την άδεια από τους γονείς του, αναχώρησε, αναζητώντας πνευματικό πατέρα και πνευματικές εμπειρίες. Πληροφορήθηκε ότι κάποιος ονομαστός ιερομόναχος, ονόματι Ακάκιος, άνθρωπος αρετής και σοφίας, είχε τη φήμη του ώριμου πνευματικού καθοδηγητή. Πήγε λοιπόν κοντά του και ζήτησε να γίνει υποτακτικός του.
Ο Ακάκιος τον δέχτηκε με ευχαρίστηση στη Μονή του και έντυσε το μοναχικό σχήμα. Νωρίς αναδείχτηκε υποδειγματικός μοναχός, δείχνοντας τέλεια υπακοή στον γέροντά του. Με πνεύμα ταπεινώσεως και αποκοπής του ιδίου θελήματος, ασκούνταν στην αδιάλειπτη προσευχή. Σύντομα φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της πνευματικής του προόδου και των αρετών του. Ώρες ολόκληρες καθόταν κοντά στον πνευματικό του πατέρα και άκουγε τις νουθεσίες του, αποκαλύπτοντάς του την οδό της μοναχικής τελειώσεως, η οποία οδηγεί στον αγιασμό και στη θέωση.
Ο πνευματικός του, λίγο καιρό αργότερα, αναζητώντας τόπο για μεγαλύτερη πνευματική άσκηση, κατέφυγε στο όρος Όσσα της Θεσσαλίας. Ο Δαυίδ τον ακολούθησε. Σε ένα ταξίδι του ο Ακάκιος στο Άγιον Όρος, χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας στη Μονή Μεγίστης Λαύρας τον Δαυίδ. Ο Ακάκιος στην Πόλη χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και στη συνέχεια εκλέχτηκε μητροπολίτης Άρτης και Ναυπάκτου από τον Πατριάρχη Ιερεμία. Κάλεσε μαζί του και τον Δαυίδ για βοηθό του.
Αυτή ήταν μια νέα αρχή για τον μοναχό Δαυίδ, τον οποίο καθόλου δεν είχε επηρεάσει η κοσμική ζωή της ηπειρώτικης μεγαλούπολης. Μαζί με τα καθήκοντα, που του είχε αναθέσει ο πνευματικός του, ασκούσε με ακρίβεια τον μοναχικό του κανόνα. Έκανε ολονυκτίες, νήστευε και προσεύχονταν αδιάκοπα, κάνοντας τέλεια υπακοή στον πνευματικό του πατέρα. Ο Ακάκιος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και τον όρισε ηγούμενο της Ιεράς Μονής της Θεοτόκου της Βαρνάκοβας, στο ομώνυμο όρος κοντά στη Ναύπακτο, το αποκαλούμενο «Άγιον Όρος της Δυτικής Ελλάδος», στο οποίο ζούσαν πλήθος ασκητών, όπου μέχρι σήμερα σώζονται τα απομεινάρια τους.
Εκεί ο Δαυίδ θέλησε να εφαρμόσει τις μοναχικές αρχές, που είχε διδαχθεί από τον γέροντα πνευματικό του. Όμως γρήγορα απογοητεύτηκε, διότι οι υποτακτικοί του δεν ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν τις δικές του αρχές. Γι’ αυτό και έφυγε από τη Μονή, αναζητώντας νέους τόπους, για περισσότερη ησυχία και άσκηση.
Εγκαταστάθηκε, στο όρος Στείρι, κοντά στον Παρνασσό, όπου υπέστη λυσσαλέες επιθέσεις του σατανά. Η φήμη του δεν άργησε να γίνει γνωστή στη γύρω περιοχή. Το
ασκητήριό του είχε γίνει τόπος έλξης πολλών ανθρώπων, οι οποίοι έτρεχαν στον άγιο ασκητή να ακούσουν λόγια παρηγοριάς και σωτηρίας.
Ο όσιος έζησε σε χρόνια δύσκολα, όπου οι Ορθόδοξοι Έλληνες στέναζαν κάτω από την φρικτή και απάνθρωπη τουρκική δουλεία. Δεν άργησε να υποστεί και αυτός τα δεινά της σκλαβιάς. Κατηγορήθηκε ότι έκρυψε στο ασκητήριό του έναν σκλάβο δραπέτη. Οι τούρκοι τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία υπέφερε με μεγάλη καρτερία και ηρωισμό. Ύστερα από πολύ καιρό απελευθερώθηκε χάρις στα λύτρα που κατέβαλαν ευσεβείς κάτοικοι της περιοχής.
Κατόπιν, αποφάσισε να αλλάξει και πάλι τόπο ασκήσεως. Κατέφυγε στις Ροβιές της βόρειας Εύβοιας, όπου ίδρυσε την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Η φήμη του και πάλι δεν άργησε να διαδοθεί. Σύντομα εγκαταστάθηκαν μαζί του κάποιοι μαθητές του, οι οποίοι επιθυμούσαν να τον μιμηθούν στην άσκηση και στην αγιότητα. Παράλληλα ασκούσε μια πρωτοφανή φιλανθρωπία. Έδειχνε την αγάπη του έμπρακτα στους φτωχούς και κατατρεγμένους, στα πρόσωπα των οποίων έβλεπε τον ίδιο το Χριστό. Μοίραζε αλύπητα τα εφόδια της Μονής αδιακρίτως σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους.
Κάποτε αναγκάστηκε να ταξιδέψει στην Πελοπόννησο για να συμφιλιώσει κάποιους επισκόπους, οι οποίοι είχαν διαφορές μεταξύ τους, μη μπορώντας να διανοηθεί διχοστασίες ανάμεσα σε Χριστιανούς και μάλιστα επισκόπους. Το πλοίο που τον μετέφερε ναυάγησε και ο ίδιος σώθηκε εκ θαύματος.
Ξαναγύρισε στη Μονή του και αφοσιώθηκε περισσότερο στην πνευματική του άσκηση, όπου ο Θεός τον αξίωσε και του προορατικού χαρίσματος. Πρόβλεψε τον θάνατό του και αφού έδωσε τις τελευταίες του νουθεσίες προς τους μαθητές του, παρέδωσε την ψυχή του στο Χριστό, Tον Οποίο υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή.
Ήταν 1η Νοεμβρίου του έτους 1589 ή 1601. Ο τάφος του και τα ιερά του λείψανα και δει η κάρα του, επιτελούν πολλά θαύματα. Η μνήμη του τιμάται την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του, την 1η Νοεμβρίου.
Ο όσιος Δαβίδ ανήκει στη χορεία των μεγάλων ασκητών της Εκκλησίας μας, ο οποίος πολέμησε με συνέπεια, σε όλον του τον βίο, τον τριπλό εχθρό: τον διάβολο, τον κόσμο και τη σάρκα. Με τον προσωπικό του αγώνα χαριτώθηκε από το Θεό, να γίνει σκεύος εκλογής και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Ο αγιασμένος αυτός άνθρωπος του Θεού μπορεί να αποτελέσει για και μας τους πιστούς ασφαλής οδοδείκτης της πνευματικής ζωής, και νοητός φάρος στους ασέληνους πνευματικά καιρούς που ζούμε.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΩΝΥΜΟΣ, ΟΙ ΒΡΑΧΩΡΙΤΕΣ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Άγιοι αναδείχτηκαν από όλες τις κοινωνικές τάξεις και τα επαγγέλματα. Πολλούς αγίους έδωσε και το επάγγελμα των εμπόρων, παρά το γεγονός ότι είναι συνδεδεμένο με την άδικη συχνά αντίληψη ότι το επάγγελμα του εμπόρου είναι συνώνυμο με την κλοπή. Ανάμεσα στους εμπόρους αγίους συγκαταλέγονται και οι Νεομάρτυρες Θεόδωρος, Λάμπρος και Ανώνυμος (δεν μας έχει διασωθεί το όνομά του), οι οποίοι μαρτύρησαν στο Βραχώρι (Αγρίνιο) στα 1786).
Έζησαν κατά τον 18ο αιώνα και καταγόταν από την Πελοπόννησο και ασκούσαν το επάγγελμα του εμπόρου. Λόγω των εμπορικών τους δραστηριοτήτων, έκαναν συχνά ταξίδια σε όλη την Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Μάλιστα για να διευκολύνουν τις συναλλαγές τους, είχαν μάθει και την αλβανική διάλεκτο. Εικάζεται ότι οι τρεις αυτοί έμποροι ήταν συνεταίροι και είχαν μια μεγάλη εμπορική εταιρεία στην ιδιοκτησία τους, η οποία είχε δραστηριότητες και εκτός της Πελοποννήσου.
Στα 1786 έκαναν ένα εμπορικό ταξίδι στα ξακουστά Γιάννενα. Όταν τέλειωσαν τις δουλειές τους πήραν το δρόμο του γυρισμού, για την πατρίδα τους, το οποίο ήταν κοπιαστικό, επώδυνο και επικίνδυνο με τα μέσα συγκοινωνίας της εποχής και τους κινδύνους, που ενέδρευαν στο δρόμο. Όταν έφτασαν στο Βραχώρι, το σημερινό Αγρίνιο, νύχτωσαν και ήταν αναγκασμένοι να διανυκτερεύσουν εκεί.
Η πόλη κατοικούνταν κυρίως από Τούρκους και Εβραίους, και ήταν καλά οχυρωμένη για το φόβο των αντιποίνων των υπόδουλων Ελλήνων, τους οποίους καταπίεζαν αφόρητα. Επίσης πρέπει να αναφέρουμε πως το Βραχώρι ήταν σημαντικό κέντρο της οθωμανικής διοίκησης της Δυτικής Ελλάδος και κέντρο συγκέντρωσης των φόρων, που πλήρωναν υπέρμετρα οι Έλληνες και προορίζονταν για την Υψηλή Πύλη, το Σουλτάνο στην Πόλη. Μάλιστα είχαν τοποθετηθεί ειδικοί φοροεισπράκτορες, με άτεγκτο πραγματικά χαρακτήρα, οι οποίοι εισέπρατταν τον διαβόητο κεφαλικό φόρο από τους άτυχους ρωμιούς, φροντίζοντας να τον εισπράττουν με βία. Γι’ αυτό οι ρωμιοί φρόντιζαν να βρίσκουν πολλές δικαιολογίες να τον αποφύγουν. Αυτό έκαμαν και οι τρεις περαστικοί έμποροι, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν φόρο, περνώντας από την πόλη.
Όταν έφτασαν στην κεντρική πύλη της πόλεως, εκεί τους περίμεναν οι κακεντρεχείς φοροεισπράκτορες (γιομπρουκτσήδες) στο τελωνείο (γιομπρούκι), για να τους αδειάσουν τις σακούλες τους. Εκείνοι σκέφτηκαν να προσποιηθούν τους μουσουλμάνους για να αποφύγουν την καταβολή των φόρων. Ντύθηκαν μουσουλμανικά ενδύματα και τους χαιρέτισαν με τον μουσουλμανικό χαιρετισμό: «σαλάμ αλέκουμ». Εκείνοι τους πέρασαν για αρβανίτες μουσουλμάνους εμπόρους και τους άφησαν να εισέλθουν στην πόλη και να ξενυχτήσουν ελεύθερα.
Οι τρεις ταξιδιώτες έμποροι πήγαν σε κάποιο σπίτι κάποιου χριστιανού γνωστού τους, όπου κατέλυσαν να περάσουν τη νύχτα και το επόμενο πρωί να συνεχίσουν το ταξίδι τους για την πατρίδα τους. αλλά οι τούρκοι ήθελαν να βεβαιωθούν για το ποιοι ήταν, και κατ’ άλλους να μάθουν νέα από τα Γιάννενα, έστειλαν άνθρωπό τους να τους ακολουθήσει κρυφά, να δουν που πήγαν. Ο τούρκος όταν έφτασε στο σπίτι, έπεσε σε συζήτηση που είχαν οι τρεις έμποροι, σχετικά με τον τρόπο που γλύτωσαν το φόρο. Τους άκουσε να λένε στον σπιτονοικοκύρη «ευτυχώς, μ’ ένα “σαλάμ’” γλυτώσαμε την καταβολή του φόρου»!
Ο τούρκος κατάσκοπος κατάλαβε ότι ήταν χριστιανοί, οι οποίοι τους ξεγέλασαν. Αμέσως έτρεξε να το αναγγείλει στους ανθρώπους, που τον έστειλαν να τους παρακολουθήσει. Δεν πέρασε παρά ελάχιστος χρόνος, όπου όρμισαν στο σπίτι, γκρεμίζοντας την πόρτα και συλλαμβάνοντας τους τρεις εμπόρους.
Συμπεριφερόμενοι σαν θηρία ανήμερα και λυσσασμένα τους άρπαξαν, τους ξυλοφόρτωσαν και τους έσυραν δεμένους στον τούρκο ιεροδικαστή, στον οποίο τους κατάγγειλαν ότι: «Αυτοί οι τρεις άνθρωποι ενώ είναι ρωμιοί περνώντας σήμερα από το γιομπρούκι μας χαιρέτησαν με το “σαλάμ αλέκουμ”. Πρέπει λοιπόν ν’ ανακριθούν γιατί το είπαν αυτό το οποίο είναι χαρακτηριστικό των Τούρκων και όχι των Ρωμιών. Και αν μεν περιγέλασαν την πίστη πρέπει σύμφωνα με τον νόμο, να τιμωρηθούν, αν δε αγάπησαν το Ισλάμ, διαφορετικά, να περιτμηθούν και να τιμηθούν». Ο τούρκος δικαστής τους ρώτησε αν αληθεύουν οι κατηγορίες. Τότε οι τρεις άνδρες απάντησαν με θάρρος, ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: «Ναι, είναι αλήθεια, ότι χαιρετίσαμε τούρκικα, για να μην πληρώσουμε τον φόρο, όχι όμως πως αγαπήσαμε το Ισλάμ»!
Ο κριτής, αφού άκουσε με έκπληξη την θαρραλέα απολογία τους, τους γνώρισε τις συνέπειες της πράξης τους, υποδεικνύοντάς τους πως θα γλύτωναν απ’ αυτές: «Το σφάλμα σας είναι βαρύ. Δεν έχετε άλλη επιλογή να γλυτώσετε τη ζωή σας, παρά να γίνεται τούρκοι και να σπασθείτε το Ισλάμ. Ειδεμή θα βασανιστείτε και θα θανατωθείτε»!
Οι τρείς άνδρες δε χρειάστηκε να το σκεφτούν. Αμέσως έδωσαν την απάντηση στο δικαστή: «Εμείς, ενδοξότατε αφέντη, είπαμε αυτόν τον λόγο, για να γλυτώσουμε χρήματα, όμως το ν’ αρνηθούμε την πίστη μας είναι αδύνατον, κάνε μας ό, τι θέλεις»! Ο δικαστής έγινε έξαλλος από το θυμό του και ουρλιάζοντας σαν άγριο θηρίο, έδωσε διαταγή να τους δείρουν αλύπητα και να τους ρίξουν στο πιο σκοτεινό και υγρό κελί της φυλακής.
Εκεί οι τρεις άνδρες έδινε ο ένας στον άλλο παρηγοριά και δύναμη, διότι ήξεραν πολύ καλά τια μαρτύρια και τι τέλος τους περίμενε. Ο ένας από αυτούς, ο οποίος ήταν και μορφωμένος, τους είπε πως «προσέχετε αδελφοί μου, μη δειλιάσει κανένας και χάσει αυτό το κελεπούρι που μας έτυχε. Λίγο θα υπομείνουμε και την αιώνια ζωή θα κερδίσουμε. Να μη λυπηθούμε ούτε συγγενείς, ούτε φίλους, ούτε την πρόσκαιρη πατρίδα αλλά να σταθούμε ανδρείοι στην πίστη του Χριστού, για να πάμε χαίροντες στην άλλη πατρίδα, όπου δεν έχει τέλος ποτέ»! Προσεύχονταν με θέρμη ψυχής, παρακαλώντας το Θεό, όχι να τους σώσει, αλλά να τους στηρίξει στην ομολογία τους και στα μαρτύρια ως το τέλος.
Αφού πέρασαν κάποιες μέρες, χωρίς φαγητό και νερό, τους οδήγησαν και πάλι στο δικαστή, πιστεύοντας ότι θα «είχαν λογικευθεί» και θα αλλαξοπιστούσαν. Ο δικαστής τους επανέλαβε πως ο μόνος τρόπος να σώσουν τη ζωή τους, ήταν να ασπασθούν το Ισλάμ και να γίνουν τούρκοι. Να τους δοθούν προνόμια, τιμές και δόξες. Εκείνοι όμως, με ένα στόμα και μια καρδιά απέρριψαν και πάλι τις προτάσεις και τα δέλεαρ του δικαστή. Είχαν πάρει την ευλογημένη απόφαση να χύσουν το αίμα τους για το Χριστό, τον αληθινό Θεό. Να μην ανταλλάξουν την αιώνια βασιλεία με την πρόσκαιρη καλοπέραση, ακολουθώντας μια ψεύτικη θρησκεία. Ο δικαστής έδωσε και πάλι διαταγή να βασανιστούν και να φυσλακισθούν.
Μετά από πέντε ημέρες βασανισμών, ο δικαστής με τον μουλεσήμη (διοικητή) της πόλεως έβγαλαν διαταγή για τη θανάτωσή τους. Θάνατος δι’ απαγχονισμού! Τους πήραν και τους οδήγησαν σε τρία διαφορετικά σημεία να τους εκτελέσουν. Τον έναν τον κρέμασαν σε έναν πλάτανο στην αγορά της πόλεως (τζαρσί). Τον έτερο τον κρέμασαν στο πλάτανο, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και τον τρίτο στην άκρη της πλατείας, στην είσοδο της πόλεως. Ήταν 2 Νοεμβρίου 1786. Οι τρεις μακάριοι αυτοί άνδρες αντάλλαξαν την πρόσκαιρη αυτή ζωή με την αιωνιότητα.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ τηλ 2103254321

Αφήστε μια απάντηση