ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ 52 -Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΙΝ

 

(Ὁμιλία Καθηγητοῦ 4ου Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης, εἰδικοῦ Βαλκανιολόγου κ. Ἀχιλ. Λαζάρου)
Ἡ ἱστορία ἐγεννήθη εἰς τὴν Ἑλλάδα. Πατέρας της εἶναι ὁ Ἡρόδοτος. Ἀκολουθεῖ ὁ Θουκυδίδης, ὁ ὁποῖος τὴν ἀνάγει εἰς πραγματικὴν ἐπιστήμην. Ὁ δὲ Πολύβιος τὴν καθιστᾶ οἰκουμενικὴν μὲ κέντρον τὴν «ἑλληνίδα» Ρώμη! Τὰ τρία αὐτὰ πρότυπα δὲν λησμονοῦνται κατὰ τὴν ρωμαιοκρατίαν, οὔτε κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, ὅπως διαπιστώνεται εἰς κείμενα τῶν μεταγενεστέρων ἱστορικῶν ἢ χρονογράφων, Ἰωάννου Λυδοῦ, Προκοπίου, Ἰωάννου Σκυλίτζη, Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Ἄννας Κομνηνῆς, Γεωργίου Παχυμέρη, Λαονίκου Χαλκοκονδύλη… Βέβαια ὁ κύκλος τῶν ἱστορικῶν κατὰ τοὺς μεταβυζαντινοὺς καὶ νεωτέρους χρόνους διευρύνεται. Πάντως εἰς τὸ σύνολόν τους συγγράφουν τηροῦντες τοὺς κανόνας, τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς μεθόδους τῆς Ἱστορίας τῶν πρωτουργῶν ὁμοτέχνων τους. Χαρακτηριστικὸν παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Χριστόφορος Περραιβός, ὁ ὁποῖος πείθει μὲ τὴν πηγαίαν καὶ αὐθόρμητον ὁμολογίαν του: «Μετὰ δὲ τὸ τέλος ἑκάστης μάχης ἡπτόμην τοῦ καλάμου, σκοπεύων πάντοτε, ὄχι νὰ ἑλκύσω τοὺς ἀναγνώστας γράφων μύθους καὶ πλάσματα, ἀλλὰ νὰ ἐκφράσω ἀφελῶς τὴν ἀλήθειαν τῶν γεγονότων, ἥτις μόνη δύναται νὰ χρησιμεύσῃ εἰς τὰς μελλούσας πράξεις».

Ὁ προβληματισμὸς τοῦ Περραιβοῦ ἀποτελεῖ ἀπόηχον τοῦ κατασταλάγματος τοῦ Πολυβίου: «φιλόπολιν δεῖ εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ φιλόπατριν, καὶ συμμισεῖν τοὺς ἐχθροὺς καὶ συναγαπᾶν τοὺς φίλους· ὅταν δὲ τὸ τῆς Ἱστορίας ἦθος ἀναλαμβάνῃ τις, ἐπιλαθέσθαι χρὴ πάντων τῶν τοιούτων, καὶ πολλάκις μὲν εὐλογεῖν καὶ κοσμεῖν τοῖς μεγίστοις ἐπαίνοις τοὺς ἐχθρούς, ὅταν αἱ πράξεις ἀπαιτῶσι τοῦτο, πολλάκις δ᾿ ἐλέγχειν καὶ ψέγειν ἐπονειδίστως τοὺς ἀναγκαιοτάτους, ὅταν αἱ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἁμαρτίαι τουθ᾿ ὑποδεικνύουσι».

Συνεπῶς ἡ Ἱστορία ὡς διδακτέα ὕλη εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπίμαχα προβλήματα τῆς Παιδείας. Καὶ δὲν ἀποτελεῖ ἑλληνικὴ ἀποκλειστικότητα. Πράγματι ἔχει διαστάσεις παγκόσμιες καὶ προεκτάσεις πολύπλοκες. Προβάλλει δὲ μὲ μεγάλην ὀξύτητα ἔπειτα ἀπὸ κάθε ὀλέθριαν πολεμικὴν σύρραξιν, καὶ ἀποκτᾶ ἔντονον ἐπικαιρότητα, ὅταν διαφαίνεται ἐνδεχόμενον σκληροτέρας ἐνόπλου ἀναμετρήσεως. Ἔτσι μὲ τὴν λῆξιν τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου εἰς τὴν ἐναγώνιον ἐπιχείρησιν ἑδραιώσεως τῆς εἰρήνης ἐντάχθη καὶ ἡ ἐξέτασις τῆς διδακτέας ὕλης τῆς Ἱστορίας εἰς τὴν μορφὴν τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων. Διότι σ᾿ αὐτὰ ἀπεδόθη τεράστιον μέρος τῆς ἐχθρότητος, ποὺ εἶχε ὁδηγήσει τοὺς λαοὺς εἰς τὴν σύγκρουσιν καὶ εἰς τὴν καταστροφήν. Πρὸς πρόληψιν μιᾶς πυρηνικῆς πιὰ θύελλας καλλιεργεῖται εἰς τὰ πλαίσια ριζικῶν ἀλλαγῶν ἡ ἰδέα τῆς ἀναθεωρήσεως τῆς ὕλης τῶν σχολικῶν βιβλίων ἱστορίας, ὥστε νὰ ἀποβοῦν ὄργανα συνδιαλλαγῆς καὶ ὄχι διχοστασίας τῶν λαῶν.

Οἱ Ἕλληνες σπεύδουν εἰς τὸν ἐκσυγχρονισμὸν τῆς διδακτέας ὕλης τῶν σχολικῶν βιβλίων ἱστορίας. Παραλλήλως πρωτοστατοῦν εἰς τὴν ἐναρμόνισιν τῶν ἐγχειριδίων ἱστορίας ὡς πρὸς τὴν διδακτέαν ὕλην τῶν χωρῶν τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου μὲ τὴν ὀργάνωσιν εἰς τὴν ἑλληνικὴν πρωτεύουσαν, τὸ 1930, τοῦ πρώτου βαλκανικοῦ συνεδρίου πρὸς συζήτησιν τοῦ θέματος: «Ἡ διδασκαλία τῆς ἱστορίας ὡς κύριον μέσον συμφιλιώσεως τῶν βαλκανικῶν λαῶν».

Τὸ 1933 οἱ Βαλκάνιοι ἱστορικοὶ καὶ ἐκπαιδευτικοὶ συνέρχονται εἰς τὸ Βελιγράδι καὶ συζητοῦν τὸ θέμα: Τὰ σχολικὰ βιβλία ἱστορίας. Τὴν Ἑλλάδα εἶχαν ἐκπροσωπήσει ὁ Μιχαὴλ Λάσκαρις καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Δελμοῦζος. Ὁ πρῶτος εἶχε ἀποτολμήσει συγκριτικὴν παρουσίασιν τῶν ἑλληνικῶν, βουλγαρικῶν, γιουγκοσλαβικῶν καὶ ρουμανικῶν σχολικῶν βιβλίων ἱστορίας, οἱ δὲ καίριες διαπιστώσεις του δυστυχῶς ἐπέρασαν ἀπαρατήρητες ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν πλευρὰν εἰς ὅλας τὰς ἀναθεωρήσεις διαρκείας μισοῦ αἰῶνος.

Τὸ 1950, ὅταν ἡ UNESCO καὶ τὸ συμβούλιον τῆς Εὐρώπης ἐγκαινίαζαν τὴν προσπάθειαν ἐπιλύσεως τοῦ προβλήματος τῆς ἱστορίας ὡς διδακτέας ὕλης καὶ τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ τῶν μεθόδων διδασκαλίας τῆς ἱστορίας, εἰς τὴν Βρουνσβίκη ὁ καθηγητὴς Georg Eckert εἶχε ἱδρύσει τὸ Κέντρον Βελτιώσεως Ἐγχειριδίων Ἱστορίας, ὥστε νὰ προλαμβάνωνται σφάλματα, παρερμηνεῖες καὶ προκαταλήψεις. Μάλιστα τὸ 1969 καλεῖ εἰς τὴν Βρουνσβίκη εἰδικοὺς πρὸς σύσκεψιν εἰς τὸ πρόβλημα τῆς διδακτέας ἱστορικῆς ὕλης εἰς τὴν Μέσην Ἐκπαίδευσιν. Ἀντίστοιχες δραστηριότητες παρατηροῦνται καὶ εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Εὐρώπην, κατ᾿ ἐξοχὴν εἰς τὴν Σοβιετικὴν Ἕνωσιν, ὅπου ἡ Ἀκαδημία Παιδαγωγικῶν Ἐπιστημῶν εἶχε δημιουργήσει τὸ Ἰνστιτοῦτο Ἐρευνῶν τῆς διδακτέας ὕλης καὶ τῶν μεθόδων διδασκαλίας πρὸς συντονισμὸν τῶν ἐνεργειῶν βελτιώσεως τῶν σχολικῶν βιβλίων ἱστορίας. Ἀσφαλῶς δὲν ὑστεροῦν καὶ τὰ ἐκτὸς τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως κράτη τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Ἐνδεικτικῶς μνημονεύονται τὸ Συμπόσιον τῆς Πολωνίας (1975), τὸ Συμπόσιον τῆς Τσεχοσλοβακίας (1977), ἡ Στρογγυλὴ Τράπεζα τῆς Ρουμανίας (1977), ἡ Στρογγυλὴ Τράπεζα τῆς Μόσχας (1979), ὅπου ἀκούσθηκαν ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις, ὅπως τοῦ Βέλγου L. Genicot, τοῦ Γενικοῦ Ἐπιθεωρητοῦ M.E. Jean Carpantier, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ὁ συγγραφεὺς τοῦ πλέον ἐκσυγχρονισμένου βιβλίου Ἱστορίας τῆς Β΄ Λυκείου, συνάμα δὲ ὑποστηρικτὴς ἔνθερμος τῶν ἑλληνικῶν θέσεων, τοῦ Γιουγκοσλάβου R. Petrovic, τοῦ Ἰταλοῦ Georgio Spini, τοῦ Καναδοῦ C. Laville, τοῦ Μογγόλου M. Sandorzh …

Διὰ πρώτην φορὰν τὸν Μάϊον τοῦ 1982 ἑλληνικὴ ἀντιπροσωπία ἐκπαιδευτικῶν Μ.Ε. ἐπισκέπτεται τὴν Σοβιετικὴν Ἕνωσιν μὲ κύριον πρόγραμμα τοῦ ἑνὸς μέλους τὴν μελέτην τῶν μεθόδων διδασκαλίας τῆς ἱστορίας καὶ τῆς διαδικασίας συγγραφῆς τῶν σοβιετικῶν σχολικῶν βιβλίων ἱστορίας. Ἡ ἔρευνα συνεχίσθηκε τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1981 εἰς τὸ Βέλγιον, ὅπου ἐκτυλισσόταν ἡ τολμηρότερη μεταρρύθμισις. Τὸ ζήτημα τῆς σπουδαιότητος καὶ τῆς παιδευτικῆς ἀξίας τῶν ἐγχειριδίων καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς ἱστορίας ἀπησχόλησεν, ἔπειτα ἀπὸ πρότασίν μας, καὶ τὴν ὁμάδα ἐργασίας διὰ τὸν προγραμματισμὸν τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἐπισκέψεων εἰς τὸ Εὐρωπαϊκὸν Σεμινάριον τοῦ Pont-á-Mousson τοῦ Νοεμβρίου 1982.

Τὰ συμπεράσματα ἀπὸ τὴν ἐντατικὴν καὶ ἐνδελεχῆ διερεύνησιν τοῦ θέματος Σχολικὰ Βιβλία Ἱστορίας ὑποβλήθηκαν εὐσεβάστως καὶ ἐπιμελημένα εἰς τὴν ἁρμοδίαν Διεύθυνσιν τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἀποστολεὺς δὲν ἔλαβεν τὸ παραμικρὸν μήνυμα λήψεως, ἐδημοσιεύθηκαν εἰς περιοδικὸν ἐνδεδειγμένον, ποὺ ἔδωσε εἰς τὸν συγγραφέα ἱκανὰ ἀνάτυπα, ἐστάλησαν πάλι ἁρμοδίως, ἀλλὰ ἄνευ τοῦ παραμικροῦ σχολιασμοῦ ἢ καὶ ἐνδείξεως παραλαβῆς, ἄν καὶ ἡ Ἑλλάδα λογίζεται πλέον τὸ δέκατον μέλος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Οἰκονομικῆς Κοινότητος (Ε.Ο.Κ.).

Ἑπομένως δὲν χωρεῖ αἰφνιδιασμὸς διὰ τὸ τί γινόταν μὲ τὰ βιβλία Ἱστορίας. Πρωτίστως ἄς ἐπισημάνωμεν τὰ σχολικὰ βιβλία Ἱστορίας ἢ βοηθητικά, ποὺ ἀφοροῦσαν εἰς τὴν Θεσσαλίαν.

Κατὰ τὰ ἔτη 1977-1978 τὸ περιοδικὸν ἐπαρχίας Ἐλασσόνος Περραιβία, τεύχη 21-22 καὶ 25-26, διαπιστώνοντας εἰς σχολικὸν βιβλίον διαχωρισμὸν τῶν Κουτσοβλάχων, ὅπως ἀναγράφονται, ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ἀπευθύνει ὀνομαστικὰ ἔκκλησιν εἰς διακεκριμένους καὶ εἰδικευμένους ἐπιστήμονας, διὰ νὰ ἐκθέσουν τὰς ἀπόψεις τους. Ἐγκαίρως δὲ καὶ ἐνδεδειγμένως οἱ Βουλευτὲς Γιῶργος Χιονίδης καὶ Στέλιος Παπαθεμελὴς κατέθεσαν εἰς τὴν Βουλὴν ἐρωτήσεις διὰ τὸν τότε ὑπουργὸν Παιδείας, ἀκαδημαϊκὸν καὶ καθηγητὴν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Παναγιώτη Ζέπο, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀπάλειψιν τῆς ἀνακριβείας ἀπὸ τὸ σχολικὸν ἐγχειρίδιον πρωτοβάθμιας ἐκπαιδεύσεως καὶ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας.

Τὸ 1980 ὁ Ἡρακλὴς Παπαδῆμος, συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου Οἱ Θεσσαλοὶ Καραγκούνηδες (Ἀθήνα 1980, σ. 42) ἐκπλήσσεται καὶ καυτηριάζει τὸ γεγονὸς ὅτι «μάλιστα σὲ διδακτικὸ σύγγραμμα ἐγκεκριμένο ἐπίσημα ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖον Παιδείας, ποὺ διδάσκεται εἰς τοὺς μαθητὰς τῶν Λυκείων», οἱ πεδινοὶ κάτοικοι τῆς Θεσσαλίας, οἱ Καραγκούνηδες, θεωροῦνται σὰν ἀπόγονοι Ἀλβανῶν, ἄν καὶ ἀείποτε εἶναι ἑλληνόφωνοι. Ἐπίσης ὁ διδάκτωρ Φιλόλογος Θεόδωρος Νημᾶς εἰς σεμινάριον διὰ τὴν διδακαλίαν τῆς τοπικῆς ἱστορίας τοῦ νομοῦ Τρικάλων ἐπανέφερεν εἰς τὸ προσκήνιον μία ἀπὸ τἰς ἀδυναμίες τῶν σχολικῶν βιβλίων ἱστορίας. Συγκεκριμένως ἀποκαλύπτει τὰ ἑξῆς: «Στὶς πρῶτες ἐκδόσεις τοῦ βιβλίου Ἱστορία Ρωμαϊκὴ καὶ Βυζαντινὴ (146 π.Χ. -1456 μ. Χ.) τοῦ Κ. Καλοκαιρινοῦ, ποὺ διδασκόταν ἕως πρὶν λίγα χρόνια στὴ Β΄ Λυκείου, διατυπωνόταν ἡ ἀνακριβὴς ἄποψις ὅτι οἱ Καραγκούνηδες τῆς Θεσσαλίας εἶναι ἀλβανικῆς καταγωγῆς καὶ ὅτι μιλοῦν ἀρβανίτικα. Εὐτυχῶς ἡ ἀνακρίβεια αὐτὴ ἀπαλείφθηκε στὶς ἑπόμενες ἐκδόσεις χάρι στὴν παρέμβασιν τοῦ Θεσσαλοῦ ἱστορικοῦ κ. Ἀχιλλέως Λαζάρου».

Τὸ 2002 ὁ Ὀργανισμὸς Ἐκδόσεως Διδακτικῶν Βιβλίων εἶχεν τυπώσει καὶ εἶχεν ἀποστείλει πρὸς χρῆσιν ἀπὸ τοὺς τελειοφοίτους τῆς Γ΄ Ἐνιαίου Λυκείου Γενικῆς Παιδείας Σχολικὸ ἐγχειρίδιο ἐπιγραφόμενο ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ἀντίτυπα 132.000. Εὐτυχῶς ἀποσύρθησαν πρὶν προλάβουν οἱ Ἕλληνες ἔφηβοι νὰ «διδαχθοῦν» τὰ ἐσφαλμένα γιὰ τοὺς Βλάχους καὶ τὰ μικρόψυχα γιὰ τοὺς ἥρωες τοῦ Κυπριακοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνα, 1955-1959.

Σὲ βιβλίο 267 σελίδων διὰ τοὺς πρώτους θὰ μάθαιναν ὅτι «οἱ ἑλληνορουμανικές» σχέσεις διέρχονταν κρίσιν ἐκείνην τὴν περίοδον (τέλη 19ου-ἀρχὲς 20ου αἰ.) λόγῳ διαφωνιῶν ὡς πρὸς τὸ θέμα τῶν Κουτσοβλάχων τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἠπείρου». Εἰς τὴν ὑποσελίδια δὲ σημείωσιν προστίθεται δῆθεν διευκρίνισις: «1. Κουτσόβλαχοι: λατινόφωνοι πληθυσμοί, ποὺ κατοικοῦσαν σὲ ὀρεινὲς περιοχὲς τῆς βαλκανικῆς καὶ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν κτηνοτροφίαν· τὸ ἐπίμαχον ζήτημα τῆς ἐθνικῆς τους ταυτότητος ἐδημιούργησεν συχνὰ προβλήματα εἰς τὰς ἑλληνορουμανικὰς σχέσεις».

Κί ὅμως ἡ ἐθνικὴ ταυτότητά τους διακηρύσσεται ἐπίσημα ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν τὸ 1975 μετὰ πανηγυρικὴ ἔγκρισι εἰδικῆς διδακτορικῆς διατριβῆς, ἡ ὁποία ἀξιολογεῖται ὡς ἑξῆς: «…πρόκειται περὶ σοβαροῦ ἐπιστημονικοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ ἀποτελῆ ἐφεξῆς εἰς τὰς γενικάς του γραμμὰς τὴν ἐπίσημον ἐπιστημονικὴν θέσιν τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς καταγωγῆς καὶ τῆς ἱστορικῆς προελεύσεως τῶν Βλαχοφώνων Ἑλλήνων». Ἐξ ἴσου ἔντονα ἐπιδοκιμάζει καὶ ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία ἀπένειμεν κιόλας βραβεῖον εἰς τὸν ἴδιον διδάκτορα ἐπισημαίνοντας ὅτι τὸ συγγραφικὸν ἔργον του «ἔχει ὡς ἐπίκεντρον τοὺς Βλάχους, ἰδίως εἰς τὴν Ἑλλάδα, τοὺς ὁποίους βάσει συστηματικῆς ἔρευνας, τεκμηριωμένης ἐπιχειρηματολογίας καὶ μὲ χρῆσιν ἐκτενοῦς ξένης καὶ ἑλληνικῆς βιβλιογραφίας, χαρακτηρίζει ὡς Ἑλληνοβλάχους, ἀντικρούοντας τὴν ἐκδοχὴν ὅτι ἀποτελοῦν ἰδιαίτερη ἐθνότητα…».

Πρὸ πάντων τὴν ἑλληνικὴ ἐθνότητα τῶν Βλάχων ἀποδεικνύει μὲ εἰδικὸ δημοσίευμα, ἐπιγραφόμενο «Romanisation linguistique et culturelle dans les Balkans», ὁ πλέον ἁρμόδιος ἐπιστημονικὰ σύγχρονός μας Ρουμάνος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου καὶ Bochum τῆς Γερμανίας Cicerone Poghirc. Συμπεραίνει δὲ ὅτι οἱ Βλάχοι ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὑπάρχουν ἀδιάλειπτα εἰς τοὺς χώρους, ὅπου καὶ σήμερα ἐντοπίζονται, καὶ ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν ἐπεδίωξαν τὴν ἐξάλειψιν τοῦ λατινογενοῦς γλωσσικοῦ ἰδιώματός τους.

Ὅση ὕλη κατεχωρίσθη εἰς τὸ ἀνιστόρητον βιβλίον ἱστορίας σχετικὴ μὲ τὸν ἡρωικὸν ἀπελευθερωτικὸν ἀγῶνα τῶν Κυπρίων (1955-1959) εἶναι παρακινδυνευμένη ἐθνικά, ἀτεκμηρίωτη ἐπιστημονικὰ καὶ ἀνεπίτρεπτη παιδευτικά. Δὲν ἐκδηλώθηκε οὔτε στοιχειώδης σεβασμὸς εἰς τὰ «Φυλακισμένα Μνήματα», ποὺ ἀνεδείχθησαν πανεθνικὸς καὶ πανίερος χῶρος Προσκυνήματος τῶν Πανελλήνων καὶ ὅλων τῶν φιλελευθέρων ἀνθρώπων, ἀκόμη καὶ Ἄγγλων!

Μεταπολιτευτικὰ διὰ ἕξι χρόνια (1976-1984) ἀφοῦ ἄφησε ἀμερικανικὸ Πανεπιστήμιο, εὑρέθη ὡς ἐπισκέπτης καθηγητὴς εἰς τὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν ὁ Σπύρος Βρυώνης, ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν εἰδικὰ καταρτισμένος ὡς βαλκανολόγος, βυζαντινολόγος, σλαβολόγος, ἰσλαμολόγος. Ἀλλὰ τὸ κλίμα δὲν τὸν ἐσήκωσεν καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὰς Ἡνωμένας Πολιτείας, ὅπου καὶ συνεχίζει τὸ ἐρευνητικόν, συγγραφικὸν καὶ διδακτικόν του ἔργον. Ἄν εἶχε παραμείνει, ἐνδεχομένως δὲν θὰ δοκιμαζόταν ἡ ἱστορικὴ ἐπιστήμη καὶ οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ἀπὸ τὰς πολυσχιδεῖς δραστηριότητας τῶν καθηγητριῶν Ρεπούση καὶ Δραγώνα, καθὼς καὶ ἐκεῖνες τῆς Φραγκουδάκη. Ἀσφαλῶς δὲν θὰ αἰφνιδίαζε ὀδυνηρὰ καὶ τὸ Κέντρο διὰ τὴν Δημοκρατίαν καὶ τὴν Συμφιλίωσιν εἰς τὴν Νοτιοανατολικὴν Εὐρώπην, τὸ ὁποῖον δὲν ἐπωφελήθη οὔτε τῆς ἐπιστημοσύνης οὔτε καὶ τῆς ἤδη σημαντικῆς προσφορᾶς τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς Σπουδῶν ΝΑ Εὐρώπης καὶ τῶν κατὰ κράτη Ἐπιτροπῶν. Προφανέστατα, διότι εἶχε ἄλλες ἐπιδιώξεις, ἥκιστα ἐπιστημονικές, ὅπως διαφαίνεται εἰς τὴν διαβόητην Ὁδηγία Βιβλίου τοῦ Δασκάλου, κατὰ τὴν ὁποίαν «Σύμφωνα μὲ τὶς πηγὲς οἱ περιοχές, ποὺ εἶναι κοντὰ εἰς τὰ ἑλληνικὰ σύνορα τοῦ 1864 (Δομοκός) καὶ τοῦ 1881 (Καλαμπάκα-Μελούνα) κατοικοῦνται καὶ ἀπὸ Χριστιανούς-Βουλγάρους, Σέρβους, Ρουμάνους…».

Βουλγάρων μνεία γίνεται ἤδη ἀπὸ τὸν Κεκαυμένο ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐξεγέρσεως τῶν Θεσσαλῶν τὸ 1066, ἡ ὁποία ἀναφέρεται καὶ ὡς ἐξέγερσι τῶν Βλάχων ἢ τῶν Βλάχων καὶ τῶν Βουλγάρων. Ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κεκαυμένος, ἀρμενικῆς καταγωγῆς, διοικητὴς τοῦ θέματος Ἑλλάδος, δηλαδὴ Θεσσαλίας ἢ Μεγαλοβλαχίας, συντάκτης τοῦ κειμένου, ὁμιλεῖ διὰ αὐτοχθονίαν τόσον τῶν Βλάχων ὅσον καὶ τῶν Βουλγάρων, ὅπως ἔχει ἀποκαλύψει ὁ Γάλλος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Σορβόννης Paul Lemerle.

Παρουσία Βουλγάρων εἰς τὴν Θεσσαλίαν δὲν εἶναι ἄγνωστη. Βουλγαρικὲς ἐπιδρομὲς μαρτυροῦνται. Ὁ ἀρμενικῆς ἐπίσης καταγωγῆς ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων Σαμουὴλ κατέλαβε τὸ 996 τὴν Λάρισα, τὴν ὁποίαν ἐγκατέλειψεν, ἀφοῦ ἐπῆρε μαζί του-ἐκτὸς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου- καὶ χιλιάδες Λαρισαίους ὡς αἰχμαλώτους. Ὅταν δὲ ἀργότερα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Νικηφόρος Γρηγόριος (I, 27) ὁ βασιλεὺς Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος συνέτριψεν τὸν Σαμουὴλ καὶ κατέλυσεν τὸ κράτος του, εἰς τὴν Βυζαντινὴν διοικητικὴν περιφέρειαν, εἰς τὴν ὁποίαν περιλαμβάνεται καὶ ἡ ἱστορικὴ Μακεδονία, ἔδωσεν τὸ διοικητικὸν ὄνομα «Θέμα Βουλγαρίας». Τουτοχρόνως ἔσπευσεν καὶ τὴν ὑπαγωγὴν τῆς Θεσσαλίας ἐκκλησιαστικὰ εἰς τὴν Ἀρχιεπισκοπὴν Ἀχρίδος, ἡ ὁποία γεωγραφικῶς ἀνῆκεν εἰς τὸ ἴδιον «Θέμα Βουλγαρίας». Ἐπανακάμπτοντας δὲ οἱ ἐπιβιώσαντες αἰχμάλωτοι Λαρισαῖοι ἢ ἐπίγονοί τους προσφωνοῦνται «Βούλγαροι»! Λοιπὸν τὸ διοικητικὸν ὄνομα ἔχει καλύψει τὸ ἐθνικόν.

Ὡς πρὸς τὸ ἐνδεχόμενον δυνατότητος καθόδου καὶ ἐγκαταστάσεως Σέρβων εἰς τὴν Θεσσαλίαν ὁ ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου N. Iorga ὁμιλεῖ διὰ Σέρβους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσθέσει εἰς τὸν ἑλληνικὸν τίτλον καὶ τὸ ὄνομα τῶν Παλαιολόγων, τερματίζοντας τὴν δυναστεία τους μὲ τὴν συνείδησιν ὅτι ἀπέβαλαν τὸν σλαβισμὸν καὶ ἔγιναν δεκτοὶ εἰς τὴν Βυζαντινὴν ἑνότητα. Ἡ Σερβία ἄλλως τε προϋπῆρξεν καὶ διοικητικὴ περιφέρεια, Θέμα, τοῦ Βυζαντίου. Κατὰ τὸν διευθυντὴν τοῦ Κέντρου Μεσαιωνικῆς καὶ Νεώτερης Ἱστορίας τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Λέανδρον Βρανούσην, «ἐγκαταστάσεις Σέρβων, ὅπως φαντάζονται μερικοί», δὲν ἔγιναν.

Οἱ τρίτοι εἰς τὴν σειρὰν θεωρούμενοι ἀπὸ τὸ Βιβλίον τοῦ δασκάλου Ρουμάνοι, κατὰ τὴν Ἀκαδημίαν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία ἐξ αἰτίας τοῦ βιβλίου ΣΤ΄ Δημοτικοῦ ἔχει γνωμοδοτήσει, δὲν εἶναι Ρουμάνοι ἀλλὰ λίγοι ρουμανίσαντες Βλάχοι. Ὁ πρῶτος ἄλλως τε Νεοέλληνας ἱστορικὸς καὶ μέγας διδάσκαλος τοῦ Γένους Κωνσταντῖνος Κούμας ἤδη ἀπὸ τὸ 1832 ἔχει ἀποδείξει τὴν ἑλληνικότητα τῶν Βλάχων. Τὴν θέσιν του ὑποστηρίζουν ὁ καθηγητὴς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ἀπόστολος E. Βακαλόπουλος, ἡ καθηγήτρια τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, συνάμα δὲ πλεῖστοι ὁμόλογοί τους, ὁμογενεῖς καὶ ἀλλογενεῖς. Μάλιστα ὁ Βακαλόπουλος ἔχει συγγράψει καὶ ἐπίτομο εἰδικὸ μελέτημα, εὐγλωττότατον καὶ ἐπιγραφικά: «Ὁ γλωσσικὸς ἑκλατινισμὸς τῶν κατοίκων τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος».

Πάντως κατὰ τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας καὶ κατὰ τῶν ἑλληνικῶν δικαίων δὲν δραστηριοποιοῦνται μόνον ὅσοι ὑπηρετοῦν ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Ὑπουργείου Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων. Διακρίνονται καὶ εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Ἐξωτερικῶν, τὸ ὁποῖον «χρηματοδότησεν ἀπὸ τὰ μυστικὰ κονδύλια τὴν ἔκδοσιν βιβλίου ὑπὸ τὸν τίτλον ‘’Ἑλληνικὰ Χρονικά’’, ὅπου οἱ Κύπριοι ἐμφανίζονται ὡς ἐξελληνισθέντες καὶ ὄχι ὡς Ἕλληνες» !. Εἰς τὴν πραγματικότητα ἰσχύει τὸ ἀντίθετον. Ἕλληνες ἐξηναγκάσθησαν νὰ ἐξισλαμισθοῦν. Κατὰ δὲ τὴν παροιμιολογίαν ὁ ἐξισλαμισμένος Ἕλληνας γίνεται ἑφτὰ φορὲς ‘’Τοῦρκος’’ ! Τὴν ἑλληνικότητα ἄλλως τε τῶν μουσουλμάνων τῆς Κύπρου ἱστορεῖ τεκμηριωμένα ὁ Κύπριος ἱστορικός Κ.Π. Κύρρης. Εὔλογα ἄλλως τε ὅλοι οἱ τουρκολόγοι, π.χ. E. Pittard, N. Beldiceanu, B.J. Slot τὸ ἐθνωνύμιον ‘’Τοῦρκος’’ χρησιμοποιοῦν ἐντὸς εἰσαγωγικῶν.

Περιεργότατα εἰς τὴν ἀνθελληνικότητα καὶ εἰς τὸν μισελληνισμὸν εἶχε πρωτεύσει τὸ Ὑπουργεῖον Πολιτισμοῦ. Εἰς ἀπογευματινὴν ἀθηναϊκὴν ἐφημερίδα, μεγάλης κυκλοφορίας διετέθη ὁλόκληρη σελίδα, τῆς ὁποίας τὸ ἐπάνω μισὸ φιλοξενεῖ κείμενον τοῦ δημοσιογράφου Ἀντ. Σκυλλάκου, ἐπιγραφόμενον ‘’Ἕνας Γραικύλος στὴ βιβλιοθήκη σας (Τὰ Νέα, 3.5.1984, 12) μὲ τὸν ἑπόμενον ὑπότιτλον : «Χωρὶς ἔλεγχο ἡ ἀνθελληνικὴ προπαγάνδα διοχετεύεται σὲ δημόσιες καὶ κοινοτικὲς βιβλιοθῆκες».

Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ δημοσιογράφος δίδει καὶ τὰς ἀκολούθους πληροφορίας: «Βιβλίο μὲ ἀνθελληνικὸ περιεχόμενο διανέμεται δωρεὰν εἰς κοινοτικὲς βιβλιοθῆκες τῆς χώρας μας, συνοδευόμενον μὲ ‘’συστατική’’ἐπιστολὴν μιᾶς ἀνύπαρκτης ‘’προσωρινὰ συγκροτημένης ἀπὸ εἰδικοὺς Ἐπιτροπῆς Διαλογῆς Βιβλιοθηκῶν’’, καταγγέλει ὁ Πρόεδρος τῆς Κοινότητος Ραψάνης κ. Ἰωάννης Χρυσικός, καθηγητής … (ὁ ὁποῖος) εἶχε τὴν περιέργειαν νὰ διαβάσῃ τὸ βιβλίον, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν Κοινοτικὴν Βιβλιοθήκην Ραψάνης καί, ἐντοπίζοντας τὸ ἀνθελληνικόν του περιεχόμενον, ἔκανεν σχετικὴν καταγγελίαν εἰς τὸν Τύπον. Εἰς τὸ βιβλίον του ὁ (συγγραφεύς) κ. Μουράτης ὑπερθεματίζων τὰς θέσεις τοῦ Γερμανοῦ Φαλλμεράγιερ, ἀπορρίπτει τὰς ἀπόψεις τῶν ἱστορικῶν Παπαρρηγόπουλου καὶ Λάμπρου, ποὺ τὰς χαρακτηρίζει στερημένες ἱστορικῆς βάσεως καὶ στηριγμένες εἰς σωβινιστικὰ θεμέλια».

Πρόκειται διὰ χείριστον συμπίλημα μὲ δυσνόητον τίτλον: Τὸ μεγαλύτερον ἔγκλημα τοῦ αἰῶνα. «Τὸ ξεκλήρισμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ». (Ἀθήνα 1982, σσ. 542).

Τὸ δὲ ὄνομα τοῦ συμπιλητοῦ εἴτε εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν John Murat παραμένει ἀνεξακρίβωτον!

Ἄν τὸ προσωπικὸν τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ εἶχεν φρόνημα ἑλληνικόν, θὰ ἐφοδίαζεν τὰς βιβλιοθήκας μὲ βιβλία τῶν πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν Al. Randa, René Grousset, Lorenzo Braccesi, A. Blanc, A. Mirambel, M. Sivignon.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *