Τοῦ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Νὺξ ἀφεγγὴς τοῖς ἀπίστοις, Χριστέ, τοῖς δὲ πιστοῖς φωτισμός.
Ἀθεΐα! Τίτλος μεγάλος καὶ καύχημα γιὰ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο. Ὅποιος τὸν ἀποχτήσει (καὶ γιὰ νὰ τὸν ἀποχτήσῃ, φτάνει νὰ χειροτονηθῇ μοναχός του ἄπιστος), γίνεται παρευθὺς στὰ… μάτια τῶν ἄλλων σοφός, κι’ ἂς εἶναι ἀμόρφωτος, σοβαρός, κι’ ἂς εἶναι γελοῖος, ἐπίσημος κι’ ἂς εἶναι ἀλογάριαστος, ὑπεράξιος κι’ ἂς εἶναι ἀνάξιος, ἐπιστήμονας κι’ ἂς εἶναι κουφιοκέφαλος.
Δὲν μιλῶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει πόθο νὰ πιστέψῃ, μὰ δὲν μπορεῖ, μὲ ὅλο ποὺ κατὰ βάθος πάντα ἡ αἰτία τῆς ἀπιστίας εἶναι ἡ περηφάνεια, αὐτὴ ἡ ὀχιά, ποὺ κρύβεται τόσο ἐπιτήδεια μέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν καταλάβῃ. Ὅπως καὶ νάναι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζουνται καὶ πολεμᾶνε μὲ τὸν ἄπιστο ἑαυτό τους, ἔχουνε ὅλη τὴ συμπόνεσί μας. Γι’ αὐτοὺς παρακαλοῦμε, ὅσοι πιστεύουμε, νὰ τοὺς βοηθήσῃ ὁ Θεὸς νὰ πιστέψουνε, ὅπως ἔκανε σὲ κεῖνον τὸν πατέρα ποὺ εἶχε ἄρρωστο τὸ παιδί του, καὶ παρεκάλεσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸ γιατρέψῃ. Καὶ Κεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἂν μπορῆς νὰ πιστέψῃς, ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ κεῖνον ποὺ πιστεύει». Καὶ τότε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἔκραξε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τὴ ἀπιστία», δηλαδὴ «ἔχω πόθο νὰ πιστέψω, κι’ ἐσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον». Οἱ ἄπιστοι, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλοῦμε, δὲν εἶναι τέτοιοι. Ὄχι μονάχα δὲν κλάψανε ποτέ, γιὰ νὰ ἀνοίξουνε μὲ τὸν πόνο καὶ μὲ τὴ συντριβὴ τὴν κλεισμένη πόρτα, τὴν πόρτα τῆς μετανοίας, ὅπως ἔκανε ἐκεῖνος ὁ δυστυχισμένος πατέρας ποὺ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αἰσθανθήκανε καμμιὰ πίκρα γιὰ τὴν ἀπιστία τους, μήτε νοιώσανε πὼς ἔχουνε γι’ αὐτὸ καμμιὰ εὐθύνη, κανένα φταίξιμο. Ὅλο τὸ φταίξιμο εἶναι τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν φανερώνεται μπροστά τους νὰ τοὺς πῇ: «Ἐλᾶτε, ψηλαφήσετε με, πιάστε με, μιλεῖστε μαζί μου ὅπως μιλᾶτε μεταξύ σας, ἀναλύσετέ μὲ μὲ τὴ χημεία σας, κομματιάστε με μὲ τὸ μαχαίρι τῆς ἀνατομίας σας, ζυγίστε με, μετρεῖστε με, ἱκανοποιήσετε τὶς ἄπιστες αἰσθήσεις σας, χορτάσετε τ’ ἀχόρταγο λογικό σας!».
Αὐτοὶ οἱ αὐτοτιτλοφορούμενοι ἄπιστοι, σὲ καιρὸ ποὺ ἐπιδείχνουνε τὴν ἐξυπνάδα τους, φουσκωμένοι ἀπὸ τὸν κούφιον ἀγέρα τῆς περηφάνειας κι’ ἀπὸ τὴν πονηρὴ εὐστροφία τοῦ μυαλοῦ τους, δὲν εἶναι σὲ θέσι οἱ δύστυχοι, νὰ νοιώσουνε πόσο ἀνόητοι καὶ στενόψυχοι φαίνουνται σὲ κείνους ποὺ πιστεύουνε. Γιατί, γιὰ νὰ πιστέψουνε, ζητᾶνε κάποιες ἀποδείξεις ποὺ κάνουνε τὸν πιστὸ νὰ τοὺς ἐλεεινολογῇ γιὰ τὴν περιορισμένη ἀντίληψι ποὺ ἔχουνε γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα. Ὁ πιστὸς ξέρει πολὺ καλὰ ὡς ποὺ μποροῦνε νὰ φτάξουνε οἱ διαλογισμοὶ τοῦ ἄπιστου, γιατί, κι’ αὐτός, σὰν ἄνθρωπος, τοὺς ἔχει ἐκείνους τοὺς λογισμούς, τοὺς λογισμοὺς τῆς σάρκας, τοὺς λογισμοὺς τούτου τοῦ κόσμου. Ἐνῷ ὁ ἄπιστος εἶναι ἀνύποπτος γιὰ ὅσα ἔχει μέσα του ὁ πιστός, καὶ γιὰ ὅ,τι βρίσκεται παραπέρα ἀπὸ τὴν πρακτικὴ γνῶσι του, δηλαδὴ γιὰ τὰ μυστήρια ποὺ εἶναι κρυμμένα ἀπὸ τὰ μάτια του, καὶ ποὺ γι’ αὐτὸ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχουνε. Κι’ ἀπὸ τὴν ἀνοησία του κορδώνεται, καὶ μιλᾶ μὲ καταφρόνεσι γιὰ κείνους ποὺ εἶναι σὲ θέσι νὰ νοιώσουνε τὴ βαθύτερη σύστασι τοῦ κόσμου, ἐνῷ αὐτὸς ὁ δυστυχὴς εἶναι τυφλὸς καὶ κουφός, καὶ θαρρεῖ πὼς τὰ ἀκούει ὅλα καὶ πὼς τὰ βλέπει ὅλα. Ὁ πιστὸς ἔχει πνευματικὰ μάτια καὶ πνευματικὰ αὐτιά, καθὼς καὶ κάποια «ὑπὲρ αἴσθησιν». Ὁ ἄπιστος πῶς νὰ πάρῃ εἴδησι ἀπὸ κεῖνον τὸν μυστικὸν κόσμο μόνο μὲ τὰ χονδροειδῆ μέσα ποὺ ἔχει, δηλαδὴ μὲ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις; Πῶς νὰ πιάσῃ τὰ λεπτὰ κι’ ἀλλόκοτα μηνύματα ἐκείνου τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ δυστυχὴς δὲν ἔχει τὶς κεραῖες ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ τὰ πιάσῃ;
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὴν Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του, μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζει μονάχα αὐτός, γιὰ τὸ τί εἶναι σὲ θέσι νὰ νοιώσῃ ὁ πιστός, καὶ τὶ μπορεῖ νὰ νοιώσῃ ὁ ἄπιστος: Λαλοῦμε, λέγει, τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μέσα σὲ μυστήριο, καὶ ποὺ εἶναι κρυμμένη, τὴ σοφία ποὺ τὴν προόρισε ὁ Θεός, πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, γιὰ δόξα δική μας, καὶ ποὺ δὲν τὴ γνώρισε κανένας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τούτου τοῦ κόσμου (δηλ. τοὺς σοφούς της κοσμικῆς σοφίας), καὶ ποὺ ξεσκεπάζει αὐτὰ πού, κατὰ τὴ Γραφή, δὲν τὰ εἶδε μάτι, καὶ ποὺ δὲν τ’ ἄκουσε αὐτί, καὶ ποὺ δὲν ἀνεβήκανε στὴν καρδιὰ κανενὸς ἀνθρώπου, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦνε. Ἀλλὰ σὲ μᾶς τὰ φανέρωσε ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα του τὸ ἅγιο. Ἐπειδή, τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὅλα τὰ ἐρευνᾶ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ.
Γιατί, ποιὸς ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ μέσα τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ μονάχα τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι μέσα στὸν ἄνθρωπο; Ἔτσι καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ δὲν τὰ γνωρίζει κανένας παρὰ μονάχα τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Κι’ ἐμεῖς δὲν ἐπήραμε τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου (δηλ. τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν κοσμικὴ γνῶσι), ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅσα χάρισε σὲ μᾶς ὁ Θεός. Κι’ αὐτὰ (τὰ χαρίσματα) δὲν τὰ ἐκφράζουμε μὲ τὰ λόγια ποὺ διδάσκεται ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ μὲ λόγια ποὺ διδάσκει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μιλώντας σὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους μὲ πνευματικὸν τρόπο. Πλήν, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν σαρκικὴ γνῶσι (τὸν ὀρθολογισμό), δὲν παραδέχεται ὅσα διδάσκει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιατί τὰ νομίζει γιὰ ἀνοησίες, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέσι νὰ καταλάβῃ πὼς ἀνακρίνεται πνευματικά. Ὁ πνευματικὸς ὅμως ἄνθρωπος, ἀνακρίνει κάθε ἄνθρωπο, ἐνῷ αὐτὸς ἀπὸ κανέναν δὲν ἀνακρίνεται».
Ἡ ἀπιστία ὑπῆρχε πάντα. Μὰ σήμερα, μὲ τὴν ἀποτρόπαια ματαιοδοξία ποὺ μᾶς τρώγει, τὴν ἐπιδείχνουμε σὰν νὰ μᾶς δίνῃ τὴ μεγαλύτερη ἀξία. Ὅποιος ἔχει πίστι στὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀλήθεια ποὺ φανέρωσε, εἶναι καταφρονεμένος, σὰν στενόμυαλος κι’ ἀνόητος, καὶ τραβᾶ πάνω του ὅλα τὰ περιγελάσματα. Λογαριάζεται γιὰ “βλαμμένος” ἀπὸ τὸν πολὺν κόσμο, μάλιστα ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ξέρει νὰ τὰ καταφέρνῃ στὴ ζωή, νὰ «πετυχαίνῃ», νὰ βγάζῃ λεφτά, νὰ καλοπερνᾷ, νὰ μὴ δίνῃ πεντάρα γιὰ τίποτα, κατὰ τὸ ρητὸ ποὺ λέγει: «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Γιὰ τοῦτο, χρειάζεται νὰ ἔχῃ θάρρος καὶ νὰ περιφρονᾷ τὴν ἐκτίμησι τοῦ κόσμου καὶ τὸ ὑλικὸ συμφέρον του, ὅποιος λέγει πὼς ἔχει πίστι στὸν Θεό.
Ἐνῷ ἐκεῖνον ποὺ καυχιέται πὼς δὲν πιστεύει σὲ τίποτα,
α) Τὸν ἔχει ὁ κόσμος σὲ μεγάλη ὑπόληψι καὶ σεβασμό, μάλιστα ὅσο περισσότερο ἄπιστος λέγει πὼς εἶναι, τόσο περισσότερη εἶναι ἡ ἐκτίμησι καὶ ὁ σεβασμὸς ποὺ φανερώνει ὁ ἔξυπνος καὶ σοβαρὸς κόσμος στὸ πρόσωπό του. Ο τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι συνοφρυωμένος, μὲ λίγα καὶ βαρειὰ λόγια, ἀράθυμος κι’ ἀπότομος, «θετικὸς ἄνθρωπος», « γερὸ μυαλό». β) Ὅλα τοῦ ἔρχουνται βολικά, καὶ δὲν σκοτίζεται, δὲν στενοχωριέται γιὰ τίποτα. Δὲν ἔχει εὐθύνες καὶ ζαλοῦρες: Ἐδῶ κάτω, λέγει, εἶναι ἡ Κόλασι κι ὁ Παράδεισος. Ἡ ζωὴ εἶναι γιὰ νὰ τὴν ἀπολαβαίνουνε οἱ ἔξυπνοι. Οἱ κοιμισμένοι κι’ οἱ ἀφιονισμένοι ἂς πεθάνουνε».
Ἐξ ἄλλου, δὲν ὑπάρχει πιὸ εὔκολο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ νὰ κάνῃς τὸν ἄπιστο! Πατᾶς ἕνα μονάχα κουμπί, κι ὅλα σοῦ ἔρχονται βολικά. Ὁ διάβολος εἶπε στὸν Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, καὶ θὰ γίνουνε οἱ πέτρες ψωμιά, «οἱ λίθοι ἄρτοι».
Λέγει λοιπὸν ὁ ἔξυπνος : «Νὰ κάθεσαι, ἄνθρωπος μὲ τετρακόσα μυαλά, νὰ χάνῃς τὸν καιρό σου μὲ χαζομάρες, σὰν τὶς γρηές, μὲ Θεούς, μὲ Κόλασι καὶ μὲ Παράδεισο, μὲ καντήλια, μὲ θυμιατά, μὲ δισκοπότηρα, μὲ παπάδες καὶ μὲ καλογρηες! Καὶ σὲ ποιὰ ἐποχή; Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἡ ἐπιστήμη στέλνει ἀνθρώπους στοὺς πλανῆτες! Ἀκοῦς, φίλε μου, βλακεία ποὺ ἔχει αὐτὸς ὁ κόσμος;».
Αὐτὰ λένε γιὰ τοὺς πιστοὺς οἱ ἔξυπνοι καὶ οἱ τιμημένοι τούτου τοῦ κόσμου, καὶ τοὺς χειροκροτοῦνε οἱ πολλοί, ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ φρόνιμους σὲ ὅλα, ἐπειδὴ δὲν κυνηγᾶνε ἴσκιους, ἀλλὰ ἔχουνε μυαλὸ γερό, καὶ ἐπιτυχαίνουνε σὲ ὅ,τι καταπιαστοῦνε.
Ναί! Ἐπιτυχαίνουνε, γιατί, μ’ ἕναν λόγο, ἡ ἀπιστία εἶναι «ἡ πλατεία πύλη καὶ εὐρύχωρος ὁδός», ποὺ δὲν πιστεύουνε πὼς εἶναι «ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν», ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ «εἰς τὴν ἐπὶ γῆς εὐδαιμονίαν». Ἐνῷ ἡ πίστι εἶναι «ἡ στενὴ πύλη καὶ τεθλιμμένη ὁδός», ποὺ δὲν πιστεύουνε πὼς εἶναι «ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν», ἀλλὰ «εἰς τὴν ἐπὶ γῆς δυστυχίαν καὶ περιφρόνησιν». «Πολλοὶ εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι διὰ τῆς πλατείας πύλης» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες τὴν στενὴν πύλην».
Ὅλοι οἱ ἄπιστοι λένε πὼς ἂν βλέπανε ἕνα θαῦμα, θὰ πιστεύανε. Μὰ ἡ πίστι δὲν ἔρχεται μὲ τὴ βία, ἀλλὰ μὲ τὴ συγκατάθεσι τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ σὲ ὅσους ζητᾶνε θαῦμα γιὰ νὰ πιστέψουνε, δὲν δίνεται, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς Φαρισαίους: «Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτή».
Ἀλλὰ καὶ θαῦμα νὰ δῇ ἕνας ἄπιστος, ἡ ὑπερηφάνεια δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πιστέψῃ, γιὰ νὰ μὴ φανῇ εὐκολόπιστος καὶ καταφρονεθῇ.
Πρὶν καιρὸ ἔγραψα μὲ συντομία πέντε – ἕξη ἄρθρα γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γίνουνται σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Μυτιλήνης, μὲ τὸν τίτλο «Φρικτὰ μυστήρια». Πολλοὶ ἀναγνῶστες συγκινηθήκανε στὸ ἔπακρο, ἰδίως οἱ ταπεινοὶ κι ἀγράμματοι ἄνθρωποι, «τὰ μωρά τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα». Οἱ ἔξυπνοι ὅμως κι οἱ τετραπέρατοι δὲν δώσανε σημασία, καὶ κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς μὲ περιγελάσανε καὶ μοῦ γράψανε πὼς λέγω ἀνοησίες.
Ἀλλά, «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται». Ἀπὸ τότε ὡς τὰ σήμερα τὰ θαύματα δὲν πάψανε, κι ὁλοένα γίνουνται πυκνότερα καὶ τρομαχτικώτερα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὰ βλέπουνε μοῦ τὰ γράφουνε μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα, κι ἀπ’ αὐτὰ κάνω ἕνα βιβλίο ποὺ θὰ εἶναι σὰν πυρωμένο σίδερο γιὰ τὶς ἄπιστες γλῶσσες (Πρόκειται γιὰ τὸ βιβλίο «Σημεῖον μέγα» ποὺ ἐξέδωσε ὁ «Ἀστήρ»). Αὐτὸν τὸν καιρὸν γίνουνται ἀνασκαφές, γιὰ νὰ βρεθῇ ἡ ἀρχαία ἐκκλησία μὲ τὰ λείψανα ἐκείνων, ποὺ φανερώνονται ὁλοζώντανοι μπροστὰ στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους, στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνο τους, καθὼς κι εἰκόνες καὶ τὰ ἄλλα κειμήλια. Θὰ εἴχανε βρεθεῖ ὅλα, καὶ θὰ ξεσκεπαζότανε γρήγορα ὁλότελα αὐτὸς ὁ φοβερὸς κρατήρας, ποὺ θὰ σάρωνε τοὺς ἄπιστους μὲ τὴν ἁγιασμένη λάβα του, ἂν ὑπήρχανε περισσότερα μέσα στὰ χέρια τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων ποὺ σκάβουνε μὲ μία πίστι ποὺ εἶναι σὰν φωτιά.
Μά, ὅπως καὶ νὰ εἶναι, μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ «τὴν τ’ ἀσθενῆ θεραπεύουσαν καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσαν», θὰ βγάλουνε σὲ καλὸ τέλος τὸ βλογημένο αὐτὸ ἔργο, καὶ θὰ θριαμβέψῃ ἡ ἀκατάλυτη πίστι μας, καὶ θὰ ἀκουστῇ ὡς τὰ πέρατα τοῦ ἄπιστου κόσμου ἡ βροντερὴ φωνή:
«Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σὺ εἰ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος!».
ΔΕΚΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑΙ ΑΡΕΤΑΙ
* Νὰ γίνεσαι καλλίτερος, χωρὶς διαταγὲς
* Νὰ χαίρεσαι, χωρὶς νὰ ὑποκρίνεσαι
* Νὰ μιλᾶς, χωρὶς νὰ περιαυτολογῇς
* Νὰ δουλεύῃς, χωρὶς νὰ ὑποδουλώνεσαι
* Νὰ εἶσαι ἐλεύθερος, χωρὶς νὰ γίνεσαι ἀσύδοτος
* Νὰ εἶσαι τολμηρός, χωρὶς ἐπίδειξιν
* Νὰ εἶσαι ἐκδηλωτικός, χωρὶς νὰ εἶσαι ἐπιπόλαιος
* Νὰ παλεύῃς, χωρὶς νὰ εἶσαι ἐπιπόλαιος
* Νὰ εἶσαι ὁδηγός, χωρὶς νὰ κομπάζῃς
* Νὰ διαλέγῃς, χωρὶς νὰ περιφρονῇς.
Αφήστε μια απάντηση