ΑΧΙΛΛΕΑΣ Γ. ΛΑΖΑΡΟΥ,
Ρωμανιστής – Βαλκανολόγος
Δρ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Chargé de cours á la Sorbonne (Paris)
Τὸ ἔτος 2011 ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι Ἕλληνες παραγνωρίζοντας τὸν ἱστορικὸ καὶ θρησκευτικὸ συμβολισμὸ τῶν τελετῶν στὴ Θεσσαλονίκη παρεμπόδισαν τήν ὁλοκλήρωση τῶν καθιερωμένων ἐκδηλώσεων, τῶν ὁποίων τὴν πολλαπλῆ σημασία καὶ σπουδαιότητα εἶχε ἀναπτύξει πρὸ τεσσαρακονταετίας ὁ Κωνσταντῖνος Γ. Μπόνης στὸ ἐπίσημο Δελτίο τῆς Ἐκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τίτλο «ὁ φιλόπατρις Ἅγιος Δημήτριος», προτάσσοντας τὸ ἀκόλουθο Κοντάκιον : «τοῖς τῶν αἱμάτων σου ῥείθροις, Δημήτριε, τὴν Ἐκκλησίαν ὁ Θεὸς ἐπορφύρωσεν, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀἠττητον καὶ περιέπων τὴν πόλιν σου ἄτρωτον· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα».
Πράγματι μὲ πλήρη σαφήνεια ὁ Καθηγητὴς Μπόνης ἱστορεῖ τὸ γεγονός : «Εὐτυχῆ συγκυρίαν, ἢ τῆς Θείας Προνοίας ἐπίνοιαν, δυνάμεθα νὰ θεωρήσωμεν τὴν κατὰ τὴν 26ην Ὀκτωβρίου Ἑόρτιον Μνήμην τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ Μεγαλομάρτυρος καὶ Μυροβλήτου, κειμένην ἐν μέσῳ δύο μεγίστων Ἑορτῶν, ἀφιερωμένων τῆς μιᾶς μὲν εἰς τὰ Νικητήρια τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς δὲ ἄλλης εἰς τὰ Νικητήρια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ; Τὴν πρώτην Κυριακὴν μετὰ τὴν 11ην Ὀκτωβρίου, ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ τὴν Μνήμην ,,Τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,, (787 μ.Χ.), τῆς κατὰ τῶν Εἰκονομάχων συνελθούσης, δι᾿ ἧς καὶ διέλαμψεν ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία. Τὴν δὲ 28ην Ὀκτωβρίου ἐπιτελεῖται ἡ Ἐθνικὴ Ἑορτὴ τῶν Νικητηρίων κατὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἄξονος, οἵτινες ἐπεβουλεύθησαν τὴν Ἐλευθερίαν τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος. Οὕτω πως ὁ Ἅγιος Δημήτριος, ὁ ἐν μέσῳ τῶν δύο τούτων μεγάλων Ἑορτῶν πανηγυριζόμενος ὑπὸ τῶν Πανελλήνων, προβάλλεται οὐ μόνον ὡς πηγὴ εὐόσμων Μύρων, ἀλλὰ καὶ ὡς κρουνὸς ἀκένωτος τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας, τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλά συγχρόνως, τιμᾶται καὶ ὡς φιλόπατρις καὶ φιλόπολις καὶ ὑπερασπιστὴς καὶ ἀμύντωρ καὶ σωτὴρ τῆς Πόλεώς του Θεσσαλονίκης, ἀλλὰ καὶ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ».
Ὀ Καθηγητὴς Π.Β. Πάσχος στὸ εὔγλωττο βιβλίο του «Ἔρως Ὀρθοδοξίας» ἔχει φιλοτεχνήσει εὔληπτα σύντομη βιογραφία τοῦ μεγαλομάρτυρος Ἁγίου Δημητρίου. Λοιπόν, ἀναφέρει ὅτι γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ τοῦ Μαξιμιανοῦ (296). Ὅταν δὲ ὁ Δημήτριος ἐνηλικιώθηκε, σταδιοδρόμησε ὡς στρατιωτικὸς καὶ χάρη στὴν ἀδιαμφισβήτητη ἀνδρεία του καὶ στὴ σπάνια σύνεσή του κατέλαβε τὶς ὑψηλότερες βαθμίδες τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας. Παράλληλα εἶχε ἀποσπάσει καὶ τὴν ἀμέριστη ἐκτίμηση τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος λαμβάνοντας ὐπ᾿ ὄψη τὰ τυπικὰ καὶ οὐσιαστικὰ προσόντα του τὸν διόρισε στρατηγὸ τῆς διευρυμένης τότε διοικητικῆς περιφέρειας Θεσσαλίας, στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ἡ Θεσσαλονίκη.
Ὅμως ὁ μὲν Μαξιμιανὸς ἦταν εἰδωλολάτρης, ὁ δὲ Δημήτριος Χριστιανός. Ὁ πρῶτος ἐπιστρέφοντας ἀπὸ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις στὴν Ἀσία καὶ Θράκη πέρασε ἀπό τὴ Θεσσαλονίκη, τῆς ὁποίας οἱ εἰδωλολάτρες δὲν ἔχασαν τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν πληροφορήσουν ὅτι ὁ στρατηγὸς Δημήτριος ἦταν χριστιανός, μάλιστα δὲ ὅτι συμμετεῖχε καὶ στὴ διάδοση τῆς νέας θρησκείας. Ὡστόσο ὁ αὐτοκράτορας δὲν ἀρκέσθηκε στὶς καταγγελίες τῶν ὁμοθρήσκων του. Ἐπιδίωξε προσωπικὴ πιστοποίηση πρὸ ὁποιασδήποτε διώξεως. Κάλεσε τὸν Δημήτριο καὶ πείσθηκε γιὰ ὅσα οἱ εἰδωλολάτρες τοῦ εἶχαν καταμηνύσει. Ἐν τούτοις δὲν βιάσθηκε γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν προβλεπομένων διωκτικῶν μέτρων. Διότι θεώρησε πολὺ βλαπτικὴ γιὰ τὴν ρωμαϊκὴ πολιτεία τὴν ἀπώλεια ἑνὸς στελέχους της πιστοποιημένης ἱκανότητας καὶ ἐγνωσμένης ἀξίας, ὅπως τοῦ Δημητρίου.
Ὁπωσδήποτε ἀνήσυχος ὁ αὐτοκράτορας προβαίνει σὲ νέα πρόσκληση τοῦ Δημητρίου μὲ πρόδηλη προσδοκία διαψεύσεως ἢ ἀκόμη καὶ μεταστροφῆς, δεδομένης τῆς βαθειᾶς συμπάθειάς του προς τὸν ἐγκαλούμενο. Ἐπίσης, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν Δημήτριο τὴν ὁμολογία του, ὅτι εἶναι χριστιανός, πάλι εὐλπιστοῦσε ὅτι γενναιόδωρες προσφορὲς θὰ ἦσαν ἀποτελεσματικὲς γιὰ τὴν ἀναγκαία μετάπεισή του. Ὅμως ὅσα κι ἄν ἔταξε στὸν Δημήτριο, ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη τοῦ Ἐσταυρωμένου. Παρὰ ταῦτα ὁ αὐτοκράτορας δὲν ἀπελπίσθηκε. Ψύχραιμα ἔθεσε σὲ λειτουργία τὶς πάγιες μεθοδεύσεις ἐκφοβισμοῦ καὶ κατατρομοκρατήσεως. Διέταξε νὰ κλείσουν τὸν Δημήτριο σὲ βρωμερὴ φυλακή, σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑγροὺς καὶ λασπώδεις θαλάμους τῶν δημοσίων λουτρῶν, κοντὰ στὸ στάδιο. Ταυτόχρονα ὁ αὐτοκράτορας ὅπως συνηθιζόταν, ἔδωσε διαταγὴ νὰ γίνουν οἱ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες στὸ στάδιο, διαθέτοντας, κατὰ τὴν Marie Golescu, ἕνα γιγαντόσωμο Βάνδαλο, τὸν διαβόητο Λυαῖο, στὸν ὁποῖο ποτὲ κανένας δὲν ἀντιστάθηκε. Προκαλοῦσε δὲ ἐξοργιστικὰ σ’ ἀναμέτρηση χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι «παίρνουν δύναμη ἀπὸ τὸ θεό τους». Ξάφνου προβάλλει στητὸς καὶ θαρραλέος ὁ νεαρὸς Νέστωρ, ὁ ὁποῖος κατευθύνεται πρὸς συνάντηση μὲ τὸν Δημήτριο. Τοῦ γνωστοποιεῖ τὴν ἀπόφαση γιὰ πάλη μὲ τὸν προκλητικὸ εἰδωλολάτρη καὶ ζητεῖ τὴν εὐλογία του. Ὁ Δημήτριος σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ τὸ μέτωπό του καὶ τοῦ εἶπε: «Καὶ τὸν Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις!». Δὲν ἄργησε δὲ ἡ ἐπαλήθευση τῆς προφητικῆς αὐτῆς λαλιᾶς. Ὁ Νέστωρ πῆγε στὴ μέση τοῦ σταδίου καὶ φώναξε ὅτι εἶναι ἕτοιμος πρὸς ἀντιμετώπιση τοῦ Λυαίου. Οἱ εἰδωλολάτρες τὸν κοίταξαν περιφρονητικά. Οἱ δὲ χριστιανοὶ προσευχήθηκαν σιωπηλὰ στὸ θεὸ γιὰ τὴν ἐνδυνάμωση τοῦ νέου Δαβὶδ πρὸς κατανίκηση τοῦ νέου σκληροτράχηλου Γολιάθ! Ὁ Νέστωρ πετᾶ ἀπὸ πάνω του τὸν φτωχικὸ μανδύα καὶ ὑψώνοντας τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀναφωνεῖ: «Ὁ θεὸς Δημητρίου βοήθει μοι!» Εὐθὺς ἄφοβα ὁρμᾶ ἐπάνω στὸν πελώριο Λυαῖο κόβοντας πρὸς στιγμὴν τὴν ἀναπνοὴ τῶν θεατῶν. Ὅλοι, μόλις συνῆλθαν, κατάπληκτοι εἶδαν τὸν ὡς τότε ἀνὶκητο Λυαῖο νὰ κείτεται νεκρὸς μέσα στὸ στάδιο. Εἰδικὰ δὲ οἱ εἰδωλολάτρες στὴ θέα τοῦ θαύματος ἐφρύαξαν, ἀκόμη καὶ ὁ πάντοτε ψύχραιμος Μαξιμιανός, ὁ ὁποῖος αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν συγκρατήθηκε. Ἔκδηλα ἐκνευρισμένος βροντοφώναξε νὰ βγάλουν τὸν Νέστορα ἔξω ἀπὸ τὸ στάδιο καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι ἀκριβῶς ἐπαληθεύθηκε ὁ λόγος τοῦ Δημητρίου. Τώρα πιὰ ὁ αὐτοκράτορας ἔχασε ἐντελῶς τὴν ψυχραιμία. Χωρὶς ἄλλη διαδικασία ζήτησε τὴ θανάτωση τοῦ Δημητρίου μέσα στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς του. Ὁ δὲ Δημήτριος, μόλις εἶδε τοὺς στρατιῶτες, ἑτοιμάσθηκε γιὰ τὴν προσευχὴ του σηκώνοντας ψηλὰ τὰ χὲρια του. Ἔτσι λογχίσθηκε ἀκριβῶς ὅπως καὶ τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Κατὰ τὸν H. Delebaye, ἀπὸ κανένα βίο τοῦ ἁγίου Δημητρίου δὲν ἀπουσιάζει ἡ μονομαχία Νέστορος – Λυαίου.
Ἡ Θεσσαλονίκη ὡς γενέτειρα ἔχει ἀποτίσει φόρο τιμῆς στὸν Δημήτριο μὲ τὴν ἐνδεδειγμένη εὐγνωμοσύνη. Ἀκριβέστερα, ὅπως γράφει ὁ χρονογράφος Ἰωάννης Καμενιὰτης, μετὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, εὐπρεπέστερα ἔχει τιμήσει «τὸν μέγαν ἐν μάρτυσι καὶ ἀξιοθαύμαστον ἐν ἀθλοφόροις Δημήτριον τὸν Μυροβλήτην, πολὺν ἀγῶνα καὶ αὐτὸν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καταβαλόμενον». Καὶ αὐτό, διότι «ἐκ πολλῶν κινδύνων ὁ σωσὶπατρις οὗτος ἐρρύσατο καὶ τὸ νικᾶν αὐτῇ καὶ μήπω τοῦ πολέμου πειραθήσῃ, πολλὰκις συμπαθῶς ἐδωρήσατο».
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὁ ἅγιος Δημήτριος γίνεται ὁ δημοφιλέστερος τῶν ἁγίων σὲ σύγκριση μὲ προγενέστερους ἐπίσης δημοφιλεῖς, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν οἱ στρατηλάτες ἅγιος Προκόπιος, Ἀρτέμιος καὶ Μερκούριος. Βαθμιαῖα πάλι ἡ δημοφιλία ἁπλώνεται καὶ πέρα τῆς Θεσσαλονίκης σ’ ὁλόκληρο το Πανελλήνιο καὶ στὸν πλατὺτερο χῶρο τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης. Βέβαια ἡ Θεσσαλονίκη ἔχει ἐκδηλώσει τὴν ἀφοσίωσή της καὶ μὲ τὴν ἀνέγερση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου διαλάμπουν μεγαλοπρεπεῖς εἰκόνες καὶ ὑπέροχα μωσαϊκὰ καὶ πάμπολλα ἀναθήματα. Ἰδιαίτερη δὲ σπουδαιότητα ἀποδίδεται καὶ σὲ πολυσήμαντες ἐπιγραφές, οἱ ὁποῖες διασώθηκαν. Δὲν μειώνονται δὲ ὁ σεβασμὸς καὶ τὸ λατρευτικὸ ἐνδιαφέρον τῶν Θεσσαλονικέων καὶ μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ ναοῦ ἐξ αἰτίας τῆς πυρκαϊᾶς.
Ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος, ἄν καὶ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα ταλαντεύθηκε στὴ δίνη τῆς Εἰκονομαχίας, δὲν δίστασε γιὰ τὴν ὑπογραφὴ ἄδειας ἀποκαταστάσεως τοῦ κατεστραμμένου ναοῦ τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Στὸ διάβημα αὐτὸ ἐνδεχομένως εἶχε συντελέσει καὶ ἡ συγγένεια μὲ τὸν Θεσσαλονικέα, ὁ ὁποῖος διανοήθηκε τὴν ἀνίδρυση τοῦ ναοῦ. Πρόκειται δὲ γιὰ τὸν «Ἔπαρχο» τῆς Θεσσαλονίκης Λέοντα τὸν «δρουγγάριο», πάτερα τῶν ἐνδόξων Ἱεραποστόλων τῶν Σλάβων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Τὸ ὁμολογουμένως δυσχερέστατο ἔργο τῆς ἐπανοικοδομήσεως, ἐπανορθώσεως, ἀνακαινίσεως καὶ διακοσμήσεως τοῦ ναοῦ ἀποτολμήθηκε ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν πρωτεξάδελφό του Ἀρχιεπίσκοπο τῆς πόλεως Ἰωσήφ, τὸν γνωστὸ καὶ ὡς ὑμνογράφο. Μάλιστα συναποφασίζεται ὡς ὑπέρτατο καθῆκον πρὸς τὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς ὁποίας οἱ πρωτεξάδελφοι ἦσαν οἱ ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι καὶ εἶχαν θέσει ὡς σκοπὸ τὴν ἱκανοποίηση τῶν Θεσσαλονικέων, ἑνὸς λαοῦ, ὁ ὁποῖος προφανέστατα τιμοῦσε καὶ σεβόταν τὸν ἱστορικὸ ναό, στὸν ὁποῖο ἀναπαυόταν ἄλλως τε τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ τόσο τιμημένου πολιούχου του.
Ὁπωσδήποτε ἡ διακόσμηση στὸν ἀνακαινισμένο μεγαλοπρεπῆ ναὸ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, πρὸ πάντων δὲ τὰ περίφημα ψηφιδωτά, δικαιώνουν τὴν ἐπιτυχημένη πραγμάτωση τῆς συναποφασισμένης ἀνακαινίσεως. Διότι ἀπεικονίζεται ὁλοζώντανα ἡ ἱστορία ὅλων τῶν προσωπικοτήτων, οἱ ὁποῖες εἶχαν σχέση μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ «Ἐπάρχου» Λέοντος, καθὼς καὶ μὲ ἐκεῖνες τοῦ Φιλαρέτου τοῦ Φιλανθρωπινοῦ, τῆς αὐτοκράτειρας Μαρίνας, πρώτης συζύγου τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ΄ (720-797), τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας (843/56), τοῦ Σεργίου, πατέρα τοῦ Πλάτωνος Σακκουδίωνος (735-814), θείου ἐκ μητρὸς Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου (759-826) καὶ Ἰωσὴφ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (760-832).
Κατὰ τὸν καθηγητὴ Μπόνη, ἡ διακόσμηση τοῦ ἀφιερωμένου στὴ μνήμη τοῦ μεγαλομάρτυρα Δημητρίου ἱεροῦ ναοῦ «διαλαλεῖ πρὸ παντὸς τὸ μέγα γεγονὸς τῆς Νίκης τῆς Ὀρθοδοξίας, ἥτις οὐδὲν ἕτερον ἐσήμαινεν ἢ τὴν νίκην αὐτοῦ τούτου τοῦ πιστεύοντος καὶ βαθέως θρησκεύοντος Λαοῦ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὅλων τῶν Ἑλλήνων· τὴν νίκην τῶν λαϊκῶν τάξεων, τῶν ἁπλοϊκῶν πιστῶν, ἐναντίον τῶν λεγομένων προοδευτικῶν καὶ μεταρρυθμιστῶν· ἐναντίον τῶν ἐξωτερικῶν ἐπιδράσεων καὶ τῶν ξενικῶν ἰδεῶν, τῶν ὁποίων ἑκούσια ἢ ἀκούσια ὄργανα ἦσαν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, οἱ εὐγενεῖς, οἱ πλεῖστοι ἐκ τοῦ κύκλου τῶν μεμορφωμένων, καὶ τινες τῶν ἱεραρχῶν».
Ἐξ ἄλλου ὅσα ὀνόματα διασώθηκαν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς εἰκονιζόμενους ἁγίους, καθὼς καὶ ἄλλα πρόσωπα στὴ Βασιλικὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὑποδηλώνουν ὅτι ὁ ναὸς ἐκτὸς τῆς ἀναμφισβήτητης ἀρχαιολογικῆς ἀξίας ἔχει καὶ ἰδιαίτερη σπουδαιότητα ἀπὸ ἄποψη πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική, θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὸ-ἱστορικὴ σὲ σχέση μὲ τὰ εἰκονιζόμενα πρόσωπα τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν τῶν Εἰκονοφίλων, ποὺ ἔχουν συντελὲσει στὴν ἐπικράτηση τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοπατρίας. Συγκεκριμένα στὰ ὀνόματα, ποὺ διασώθηκαν ἐπάνω ἀπὸ τὰ εἰκονιζόμενα πρόσωπα, ἐπιγραφὲς ἱστοροῦν ἔνδοξες οἰκογένειες τῶν Εἰκονοφίλων: Λέων-Λέοντες, Μαρία, Σέργιος, Σοφία, Κλήμης, Θεόδωρος, Νικόλαος, Γεώργιος, Ἰωάννα, Θωμάς, Ἄννα, Ματρώνα, Πελαγία, Εὐθύμιος, Ἰωάννης, Δαμιανὸς καὶ ἄλλα, ποὺ ἔσβησαν στὸ διάβα τοῦ χρόνου. Ἔτσι κατανοεῖται ἡ ἀπόλυτη ταύτιση τῆς προηγούμενης σειρᾶς τῶν ὀνομάτων μὲ τὶς ἔνδοξες οἰκογένειες καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν μὲ τὸν Οἶκο τοῦ Λέοντος τοῦ «Ἐπάρχου», τοῦ καὶ «δρουγγαρίου», ἀπὸ τοὺς βιογράφους τῶν τιμημένων τοῦ Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Πάντως ἀξιοσπούδαστοι εἶναι ἰδίως λόγοι ἐγκωμιαστικοί, ὕμνοι καὶ κανόνες ἀφιερωμένοι ἀπὸ βασιλεῖς, ἡγεμόνες, ἄρχοντες, δικαστές, ἀρχιεπισκόπους καὶ μοναχούς, ρήτορες καὶ λογίους κάθε λογῆς στὸν περίπυστο στρατηλάτη Δημήτριο. Πρῶτος, ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Δημητρίου εἶναι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἰωάννης (Ζ΄αἰ.). Ἡ συγγραφή του θεωρεῖται πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχουν ἀντλήσει καὶ στὴν ὁποία βασίσθηκαν ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι, μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλέγονται ὁ Ἰωάννιος Σταυράκιος, ὁ Γρηγόριος, διάκονος καὶ ρεφερενδάριος, ὁ Ἰωάνννης Καμενιάτης, ὁ ὁποῖος σὲ συγγγραφή του γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Θεσσσαλονίκης ἀπὸ τοὺς Σαρακηνοὺς πειρατὲς Λέοντος τοῦ Τριπολίτου, κατὰ τὴν 31 Ἰουλίου 904, περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα τὴν ὑπέροχη πνευματικὴ σχέση τῶν Θεσσαλονικέων μὲ τὸν πολιοῦχο τους Δημήτριο. Τὸν ΙΑ΄ αἰ. ὁ μέγας Λογοθὲτης Κωνσταντῖνος Ἀκροπολίτης ἀφιέρωσε ὡραιότατο Ἐγκώμιο στὸν ἅγιο Δημήτριο. Ἐξ ἴσου ὡραῖο Ἐγκώμιο στὸν μεγαλομάρτυρα Δημήτριο ἔγραψε ὁ Φωτεινός, ἀρχιεπίσκοπὸς Θεσσσαλονίκης κ.ἄ. Ὁμιλία δὲ στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου φέρεται νὰ ἔγραψε ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Σοφὸς (886-912). Ἐκτὸς ἄλλων εἰδῶν ὁ ὀνομαστὸς ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Εὐστάθιος ἔγραψε καὶ λόγο «Εἰς τὸν ἅγιον μεγαλομάρτυρα Δημήτριον».Εὐρύτερα γνωστὲς εἶναι οἱ ἀφιερώσεις στὸν ἅγιο Δημήτριο τῶν Νικηφόρου Βλεμμύδη (1197/8-1272), Νικολάου Καβάσιλα, Μαχίμου Πλανούδη, τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονὶκης Συμεών, Κωνσταντίνου Λασκάρεως (+1493), Θεοφάνους τοῦ Γραπτοῦ καὶ Φιλοθέου Κοκκίνου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ κριτοῦ Κωνσταντίνου Ἀρμενοπούλου, Δημητρίου Χρυσολωρᾶ, τοῦ Πλωτίνου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσσαλονίκης, Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1296-1360), Μακαρίου τοῦ Κωφοῦ, Ἰωάννου Χαρτοφύλακος, Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου, Μακαρίου Μακρῆ (ΙΕ΄αἰ.), ἡγουμένου τῆς ἐν Ἄθω Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος, καθὼς καὶ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, Στεφάνου τοῦ Μελωδοῦ κ.ἄ.π.
Ἀξιολογώντας ὁ Μπόνης τὸ περιεχόμενο ὅλης αὐτῆς τῆς πανηγυρικῆς φιλολογίας, ὑμνολογίας καὶ ἁγιολογίας τῶν βυζαντινῶν καὶ ὄχι μόνο χρόνων τονίζει «ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ μοναδικὴν ἐκδήλωσιν σεβασμοῦ, ἀφοσιώσεως, ἀγάπης καὶ τοῦτ΄αὐτὸ λατρείας γενεῶν ὁλοκλήρων οὐ μόνον τῶν Θεσσαλονικέων, ἀλλὰ καὶ πάσης Ἑλληνικῆς ψυχῆς, ἥτις, συνδυάζουσα τὴν θερμουργὸν πίστιν πρὸς τὰ ἀθάνατα πρότυπα τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς μὲ τὴν ἀπέραντον Ἑλληνικὴν φιλοπατρίαν, ἐξεδήλωσε τὰ κατέχοντα αὐτὴν εὐγνώμονα αἰσθήματα μὲ τὸν πανηγυρικώτερον, καλλιτεχνικώτερον καὶ ποιητικώτερον τρόπον, κὰθ΄ὅν δύναται νὰ συλλάβῃ ἡ εὐγενὴς τοῦ ἀνθρώπου φαντασία….». Προσθέτει ἀκόμη καὶ τὰ ἑξῆς: «Τὰ εἰς τὸν Ἅγιον Δημήτριον ἀναφερόμενα ἁγιολογικά, ἐγκωμιαστικὰ καὶ ὑμνολογικὰ κείμενα εἶναι λοιπὸν πρότυπα λαϊκῆς θρησκευτικῆς Ποιήσεως καὶ Τέχνης. Εἰς αὐτὰ ὁ Ἅγιος ἐμφανίζεται ἐνώπιόν μας «ἀρχέτυπον ἀρετῆς καὶ φιλοπατρίας» καὶ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου προβάλλεται καὶ ἀκτινοβολεῖ αὐτὴ αὕτη ἡ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσις τοῦ Ἕλληνος πρὸς τὴν Πατρίδα του, τὴν αἰωνίαν Ἑλλάδα!»
Ὁπωσδήποτε τιμοῦν καὶ σέβονται καὶ λατρεύουν τὸν ἅγιο Δημήτριο καὶ μὴ Ἕλληνες, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ Τιμαρίωνος, ἥρωα βυζαντινοῦ μυθιστορήματος τοῦ ΙΒ΄ αἰώνα, τῆς ἐπετείου τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἡ ὁποία τελεῖται στὴ Θεσσαλονίκη μεγαλοπρεπέστατα καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν συγγραφέα «Τὰ Δημήτρια». Γράφει δὲ γι᾿ αὐτὴν καὶ τὰ ἀκόλουθα: «Ἑορτὴ δὲ ἐστι Δημήτρια, ὥσπερ Ἀθήνησι Παναθήναια καὶ Μιλησίοις τὰ Πανιώνια· γίνεται δὲ μεγίστη τῶν πανηγύρεων». Σ᾿ αὐτὴ τὴν πανήγυρι, κατὰ τὸν Τιμαρίωνα, ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ στὴ Θεσσαλονίκη ὄχι ἐντόπιοι καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη Ἕλληνες, ἀλλὰ καὶ κάθε εἴδους ἄνθρωποι ποικίλων ἐθνοτήτων, τῆς Μυσίας, μικρασιατικῆς καὶ ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Ἄνθρωποι ποὺ κατοικοῦν καὶ στὴν παραδουνάβια Σκυθία καὶ στὴν κοιτίδα τους, νότια Ρωσία, συνάμα δὲ καὶ Καμπανοὶ καὶ Ἰταλοὶ καὶ Ἴβηρες καὶ Λυσιτανοὶ καὶ Κέλτες ἀπὸ τοὺς πέρα τῶν Ἄλπεων, ἐπίσης δὲ καὶ ἀπὸ τὰ παράλια του ὠκεανοῦ προσέρχονται προσκυνητὲς καὶ πανηγυριστὲς στὸν ἅγιο Δημήτριο: «τοσοῦτον αὐτῷ τῆς δόξης κατὰ τὴν Εὐρώπην περιέστιν». Ὅλο αὐτὸ τὸ πανευρωπαϊκὸ πανηγύρι ὑποτίθεται ὅτι στὰ χρόνια μας ἀναπληρώνεται μὲ τὴν ἰσχνὴ Ἔκθεση Θεσσαλονίκης, ἡ ὁποία παντελῶς ἀποπνευματωμένη δείχνει πολιτικὴ παρωδία!
Εὐνόητα ὁ ἅγιος Δημήτριος εἰσῆλθε στὴ λαϊκὴ παράδοση διαφόρων λαῶν, κυρίως τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, Βουλγάρων, Σέρβων, Ρουμάνων, Ρώσσων, ὥστε νὰ μὴ ἀπουσιάζουν, ἀκόμη καὶ πανεπιστημιακοὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἀνάγουν τὴν καταγωγή του στὶς γειτονικὲς χῶρες, ὅπως ὁ Γάλλος κληρικὸς-καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Nancy Frédéric Taillez, ὁ ὁποῖος ἀφ’ ἑνὸς θεωρεῖ τὸν Γάιο ἀπὸ τὴ Δόβηρο καὶ τὸν Σεκοῦνδο ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ὡς τοὺς πρώτους λατινοφώνους χριστιανοὺς τῆς Μακεδονίας – Εὐρώπης ἀφ’ ἑτέρου τὸν ἅγιο Δημήτριο χαρακτηρίζει «πρῶτο-ρουμάνο»! Ἀσφαλῶς ἀγνοοῦσε ἀποκαλυπτικὴ μελέτη τῆς Ρουμάνας Marie Golescu («Autour d’ une représentation de Saint Démétrius», RHSSE, 1-3,1937), κατὰ τὴν ὁποία στὴ συνείδηση τῶν βαλκανικῶν λαῶν ὁ ἅγιος Δημήτριος εἶναι Ἕλληνας, φυσικὰ δίγλωσσος. Ὁ ἴδιος ὁ ἡγεμόνας, ὁ τσάρος, τῶν Βουλγάρων Ἰωάννης Ἀσάν ὁ ἀποκαλούμενος Σκυλογιάννης καὶ εὐφημιστικὰ Καλογιάννης, τὸν ἅγιο Δημήτριο σὲ ὀπτασία προσφωνεῖ Ἕλληνα!
Ὁ Κεραμόπουλλος στὴν ἐμπεριστατωμένη μελέτη του «Περὶ τῶν τάφων τῆς Τρεμπενίστας καὶ τῶν κατὰ τὴν Λυχνιδὸν λαῶν» καταλήγει στὴν ἀκόλουθη διαπίστωση: «Οἱ ἐξ αὐτῶν τῶν μερῶν καταγόμενοι αὐτοκράτορες, π.χ. Διοκλητιανός, Κωνσταντῖνος, Ἰουστῖνος, Ἴουστινιανός, πρέπει νὰ ἦσαν Ἕλληνες βλαχόγλωσσοι, Βλάχοι».(Μακεδονικὰ 2, 1941-1952, 530). Ὁ δὲ Ἄμαντος θεωρεῖ ὡς δυνατὴ τὴν προσθήκη ἑνὸς ἀκόμη ὀνόματος αὐτοκρατορικοῦ ἀπὸ τὴν ἐσχατιὰ τῆς Βορείου Ἠπείρου : «Τὸ Δυρράχιον ἔδωκε τὸν πέμπτον αἰῶνα εἰς τὸ Βυζάντιον τὸν αὐτοκράτορα Ἀναστάσιον, ὅστις ὀνομάζεται μὲν Ἰλλυριός, διότι ἐκ τοῦ Ἰλλυρικοῦ κατήγετο, ἀλλὰ πιθανῶς ἦτο Ἕλλην». Ὡς πρὸς τὴν ὀνομασία Ἰλλυριὸς ὁ Vladislav Popović ἐκφράζεται σαφέστερα: Οἱ ὅροι Ἰλλυριοί, τῶν Ἰλλυριῶν ἐπίσκοποι ἢ οἱ Ἰλλυριοὶ ἐπὶσκοποι, ποὺ ὑπάρχουν στὴν Ἱστορία ἐκκλησιαστική του Εὐαγρίου, δὲν ἔχουν ἐθνικὴ σημασία, ὅπως θὰ ἤθελαν καὶ ἀκόμη περισσότερο θὰ ἐπιθυμοῦσαν οἱ Ἀλβανοὶ ἱστορικοί, ἀλλὰ ἀναφέρονται στὴν ἐδαφικὴ καὶ διοικητικὴ ἑνότητα τοῦ Ἰλλυρικοῦ. Κατ’ ἀναλογίαν στὰ Πὰθη τοῦ ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, γραμμένα κατὰ τὸ πρῶτο μισό του Ε΄αἰώνα, ὁ διοικητὴς τῶν Ἰλλυριῶν, ὁ ὁποῖος γιὰ μικρὸ διάστημα διέμενε ἐν τῇ Δακῶν χώρᾳ, δὲν ἦταν διοικητὴς τῶν Ἰλλυριῶν ἀλλὰ τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ἄλλως τὲ δὲν ἔκανε κἄν ἐπίσκεψη στοὺς Δάκες ἀλλὰ στοὺς κατοίκους τῆς δακικῆς ἐπισκοπῆς τῆς δικῆς του διοικήσεως τοῦ Ἰλλυρικοῦ. Ὁ δὲ κατ’ ἐξοχὴν ἰλλυρολόγος, Ρουμάνος ἀκαδημαϊκὸς Ι.Ι. Russu, ἐξ ἀφορμῆς χαρακτηρισμοῦ τῆς Θεσσαλονίκης ὡς «Ἰλλυρίδος» πόλεως διευκρινίζει ὅτι τὸ ἰδιάζον «Ἰλλυρὶς» ἀποτελεῖ ὅρο γεωγραφικοδιοικητικό, ἀφοῦ ἡ Θεσσαλονίκη ἀνῆκε στὸ Ἰλλυρικόν. Ἴσως αὐτὸ ἔχει ἀποθαρρύνει τοὺς Ἀλβανοὺς νὰ διεκδικήσουν ὡς ἀλβανικὴ καὶ τὴ γενέτειρα τοῦ ἁγίου Δημητρίου, μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι ἀποτελοῦν συνέχεια τῶν Ἰλλυριῶν, προλαμβάνοντας ὁπωσδήποτε τοὺς νεόκοπους γείτονες, τοὺς Σκοπιανοὺς !
Πράγματι οἱ σύγχρονοί μας Ἀλβανοὶ ἱστορικοὶ S. Pollo – A. Puto καὶ οἱ συνεργάτες τους Kristo Frasheri καὶ Skender Anamali στὴν Ἱστορία τῆς Ἀλβανίας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μὲχρι σήμερα, μεταφρασμένη στὶς μεγαλύτερες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, καθὼς καὶ στὴν Ἑλληνική, ὅπου καὶ χαρτογραφικὰ σελ. 24, ἐπισημότατα διεκδικοῦν ὅλη τὴν Ἤπειρο καὶ τὴ Δυτικὴ Στερεὰ Ἑλλάδα ἕως τὴ Ναύπακτο, συνάμα δὲ τμήματα τῆς Δυτικῆς Θεσσαλίας καί τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, χωρὶς ὁποιαδήποτε –κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐθνικὰ ἀπροσδιόριστης Μεταπολιτεύσεως- ἐπίσημη Ἑλληνικὴ διαμαρτυρία, ἀντίθετα δὲ καὶ μὲ συνηγορία, ἀφοῦ σὲ σχολικὸ ἐγχειρίδιο τῆς Β΄Λυκείου οἱ πεδινοὶ Θεσσαλοί, οἱ ἀείποτε Ἕλληνες, Καραγκοὺνηδες, ἀκραιφνῶς ἑλληνόφωνοι, παρουσιάσθηκαν στοὺς Ἕλληνες ἐφήφους ὡς Ἀλβανοί!
Πονηρότατα οἱ ἱστορικοὶ τῆς γειτονικῆς χώρας προσποιοῦνται ἄγνοια τῆς Ἐκθέσεως τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Πάπα στὸ Ἰλλυρικὸν ἐπισκόπου Σεβίλλης καὶ μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπου Ἱσπανίας Ἰσιδώρου (Ζ΄αἰ.) γιὰ ἐπιτόπια ἔρευνα πρὸς διακανονισμὸ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ Βατικανοῦ καὶ Βυζαντίου. Ἀποφασίζεται δὲ ὅτι τὸ Ἰλλυρικὸν εἶναι Ἑλλὰς (Graecia) καὶ πρώτη ἐπαρχία τῆς Ἑλλάδος ἡ Δαλματία! (Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ Ἱστορία, Α΄ 394-610, Ἀθῆναι 1975, 321 – 322). Ἐπιμαρτυρία τῶν χρόνων μᾶς δίνει ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Πάδοβας Lorenzo Braccesi μὲ τὸ εὐγλωτότατα ἐπιγραφόμενο σύγγραμμά του Grecitá adriatica (Bologna 1971, B΄ἔκδ. 1977), καθὼς καὶ μὲ νεώτερο σὲ σύνεργασία τῆς Βenedetta Rossignoli, Hellenicos Kolpos, Supplemento a Grecitá adriatica Roma 2001, ἀποκαλώντας τὴν Ἀδριατικὴ Ἑλληνικὸ Κόλπο !
Ἐν τέλει, ἐπειδὴ ἡ ἀλβανικὴ ἱστοριογραφία ἐπιμένει ἐσφαλμένα στὴν ἰλλυρικὴ διαδοχή, ὁ Russu ἐπανέρχεται ἀπορρίπτοντας τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν Ἀλβανῶν. Συγκεκριμένα γράφει: « Οἱ Ἀλβανοὶ ( Σκυπετάροι) δὲν ἔχουν κληρονομήσει τίποτε ἀπὸ τὴν ἀνθρωπωνυμία, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν τοπωνυμία τῶν ἀρχαίων Ἰλλυριῶν: Αὐτοὶ δὲν ἔχουν τίποτε τὸ κοινὸ μέ τους Ἰλλυριούς». (« Bibliographia illyrica», Revue Roumaine d’ Histoire, 19, 1980,757).
Ποιός, ἀλήθεια, Ἕλληνας ἢ Ἑλληνίδα, ἄκουσε, διάβασε ἢ εἶδε κάτι ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἑλληνικὴ πλευρὰ γιὰ τὴν ἐπικείμενη στὸ 2014 Ἑκατονταετηρίδα τοῦ ἀκόμη ἰσχύοντος Πρωτοκὸλλου τῆς Κερκύρας περὶ Αὐτονομίας τῆς Βορείου Ἠπείρου, τὸ ὁποῖο συχνὰ συσχετίζεται μὲ τὴν ἤδη παραχωρημένη Αὐτονομία τοῦ Κοσσυφοπεδίου;
Ποιοὶ ἐπίσημοι ἑλληνικὰ κρατικοὶ παράγοντες ἔχουν ἀρθρώσει τὸν παραμικρὸ λόγο στὸ ἐφετινὸ πυροτέχνημα τῆς Ρουμανίας, μὲ τὸ ὁποῖο ἔχει διακηρύξει permare per terram ὅτι ὁ ἐθνομάρτυρας Γεωργάκης Ὀλύμπιος, ὁ ἥρωας τοῦ ὁλοκαυτώματος τῆς μονῆς Σέκου καὶ σύμπαντες οἱ συμπατριῶτες του, συλλήβδην οἱ Βλαχόφωνοι Ἕλληνες, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ Ἀβέρωφ, Ζάννας, Ζάππας, Ζωγράφος, Μπάγκας, Μπέλιος, Σίνας, Σπαθάρης, Τέρπος, Τοσίτσας, Τρικούπης, καθὼς καὶ οἱ Κασομούλης, Κωλέττης, Χατζηπέτρος, πάμπολλοι ἄλλοι, ἀκόμη καὶ ἡ ταπεινότητά μου, τῆς ὁποίας ἡ διδακτορικὴ διατριβή, πρώτη τοῦ εἴδους, ἐπὶ τῆς καταγωγῆς τῶν Βλάχων τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν, ἐπιδοκιμασμένη μάλιστα ἀπὸ τοὺς τότε ἐπιστημονικοὺς συνεργάτες τοῦ Ἱδρύματος Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου (ΙΜΧΑ) μὲ προεξάρχοντα τὸν καθηγητὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ἀπόστολο Βακαλόπουλο. Ὅλοι αὐτοὶ λησμονήθηκαν καὶ τὰ πορίσματα τῶν Βλαχολογικῶν μελετῶν παρασιωπήθηκαν, ὥστε μὲ τετράτομη βλαχολογικὴ συγγραφή, τῆς ὁποίας συγγραφέας προβλήθηκε παντελῶς, καθ’ ὁμολογίαν του ἀδαής, στρώθηκε ὁ ἐφετινὸς κόκκινος τάπητας ἀναζωπυρώσεως τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας μὲ τὸ ἐφετινὸ διάβημα τῆς Ρουμανίας ἀτυχές, ἀνεπιστημονικὸ καὶ γιὰ ὅλους ἐπιβλαβέστατο, ἰδίως δυσφημιστικὸ γιὰ τὸ ρουμανικὸ κράτος, ἀφοῦ ἔχει ἀγνοήσει τὴ ρουμανικὴ ἐπιστήμη καὶ τὸν ρουμανικὸ λαό. Κατὰ τὸν τελευταῖο ὁ ὅρος Κουτσόβλαχος, σύμφωνα μὲ μαρτυρία τοῦ Ρουμάνου ἀκαδημαϊκοῦ C.C. Giurescu, σημαίνει Ἕλληνα! Ἕλληνες θεωροῦνται οἱ Κουτσόβλαχοι καὶ ἀπὸ τοὺς λαούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων ζοῦν ὡς ἀπόδημοι, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ Τr. Stoianovich. Οἱ ἴδιοι ἄλλως τε οἱ Κουτσὸβλαχοι δηλώνουν Ἕλληνες στὶς τοπικὲς ἀρχὲς τῶν χωρῶν, στὶς ὁποῖες ἔχουν ἀποδημήσει, ὅπως ἀπέδειξε ὁ Ρουμάνος ἀκαδημαϊκὸς Ν. Jorga μὲ πρώιμο ἀρχειοδιφικὸ δημοσίευμα μετὰ σχετικὴ ἐνδελεχῆ ἔρευνα στὰ Πολωνικὰ Ἀρχεῖα. Ἐπιπρόσθετα ὁ ἴδιος σὲ σύγγραμμά του μεταφρασμένο καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ὁμολογεῖ σαφέστατα: «…δὲν ἔχουμε τίποτε στὰ Βαλκάνια. Ὁ πρῶτος ἄλλως τε ἀρχηγὸς τοῦ ἑνιαίου ρουμανικοῦ κράτους μὲ τὸν τίτλο κιόλας γαλλόγλωσσης συγγραφῆς διαβεβαιώνει: Al. A.A. Sturga. Ἡ Ρουμανία δὲν ἀνήκει στὴν καθ’ αὑτὴν βαλκανικὴ χερσόνησο οὔτε ὡς ἔδαφος οὔτε ὡς φυλὴ οὔτε ὡς κράτος. (Βουκουρέστι 1904).
Τὸ ζήτημα ἐπινοήθηκε τὸ 1848 ἀπὸ τὴν ἀμβουργικὴ αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία ἐξανάγκασε τοὺς Ρουμάνους, ποὺ ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν Τρανσυλβανία, καὶ ἔληξε τὸ 1918, μετὰ τὴν ἐνωση τῆς Τρανσυλβανίας στὴ Ρουμανία. Ἀλλὰ ἡ Ἑλλάδα ἔλαβε μέρος στὴ Συνδιάσκεψη τοῦ Βουκουρεστίου ἀπροετοίμαστη ἐνδεχομένως λόγῳ τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου, ὅπως μὲ παρρησία καὶ καθῆκον ἐπιστημονικὸ ἄσκησαν δέουσα κριτική, ἰδίως οἱ Ἀντ. Θ. Σπηλιοτόπουλος, Ν. Σαρίπολος, Π. Καρολίδης …, ἐνῷ μόλις τὸ 1912 ὁ καθηγητής του Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Σπ. Λάμπρος εἶχε συγγράψει γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τῶν Βλάχων.
Συνεπῶς ἦταν ὁ ἐνδεδειγμένος συνοδός, δοθέντος ὅτι ἀσκοῦσε καὶ τὴν προεδρία τοῦ Φιλολογικοῦ Συλλόγου Παρνασσός, ὁ δὲ Βενιζέλος μέλος. Ὁ δεύτερος εἶχε πρόσθετη δυνατὸτητα Βλαχολογικῆς ἐνημερώσεως του ἀπὸ τὴν ἀδελφή του Αἰκατερίνη, ἡ ὁποία ἐργάσθηκε στὴν περιφέρεια τοῦ Μοναστηρίου ὡς ἐκπαιδευτικός.
Τὸ ἐπακόλουθο στοιχειώδους ἄγνοιας τῶν Ἑλλήνων συνέδρων ἐπισημάνθηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Χαράλαμπο Παπαστάθη. (Ἡ διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Μακεδονίας μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της, Θεσσαλονίκη 1996,30). Ἀκριβέστερα μὲ τὴν συνθήκη Βουκουρεστίου ἡ Ἑλλάδα εἶχε ἀναγνωρίσει στὴ Ρουμανία «…ρουμανικὴ μειονότητα μὲ δικά της σχολεῖα, ναοὺς καὶ ἐπίσκοπο». Ἀλλὰ οἱ Βλάχοι defacto ἀκύρωσαν!
Θορυβωδέστερες καὶ ἐπικινδυνότερες ἐκδηλώσεις μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλονίκης σημειώθηκαν ἀπὸ Νεοτούρκους καὶ Ἑβραίους «πρὸς διεθνοποίησιν τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀπόσπασιν αὐτῆς ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων»! Οἱ δεύτεροι μετὰ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφὴ καὶ τὴν ἐγκατάσταση στὴ Θεσσαλονίκη τῆς ἕδρας τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀποκαταστάσεως τῶν Προσφύγων, τῆς ὁποίας πρόεδρος διορίσθηκε ἀπὸ τὴν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ΟΗΕ τῆς ἐποχῆς, ὁ Ἑβραῖος Ἐρρίκος Μοργκεντάου, ἔσπευσαν νὰ τοῦ ζητήσουν τὴν παρέμβασή του στὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση, γιὰ νὰ ἑξαιρεθοῦν ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση τῆς Κυριακῆς ἀργίας. Ἀλλὰ ὁ Μοργκεντάου ἀγανάκτησε ἐναντίον τους. Μάλιστα τοὺς ἀπὲπεμψε θυμωμένος φωνάζοντας πὼς τὸ αἴτημά τους «ἦταν ἀνθελληνικό, ἀντικοινωνικὸ καὶ ἀθέμιτο» καὶ πὼς θὰ τοὺς πετοῦσαν ἔξω, ἂν τολμοῦσαν νὰ ὑποβάλλουν τέτοιο αἴτημα στὴν Ἀμερική.
Αφήστε μια απάντηση