ΔΟΚΙΜΙΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ Κ. ΜΑΓΚΛΙΒΕΡΑ
Ὅσες φορὲς ἡ ζωὴ μᾶς πληγώνει, ὁσάκις οἱ ἄνθρωποι (καὶ κυρίως αὐτοί, ποὺ θεωροῦμε ὡς φίλους -«Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι»-, Ζ. Παπαντωνίου) μᾶς ἀπελπίζουν, κάθε ποὺ οἱ συνθῆκες τῆς διαβίωσης γίνονται ἀντίξοες, ὅταν ἡ εὐαίσθητη ψυχὴ στεγνώνει, αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπομονωθοῦμε, νὰ φύγουμε ἀπὸ τὰ ὅσα μᾶς περιστοιχίζουν. Εἶναι τότε οἱ στιγμές, ποὺ ἀναζητοῦμε φίλια καταφύγια ὅπως ἡ ζεστασιὰ τῆς οἰκογένειας, τὸ ἀποκούμπι τοῦ σπιτιοῦ, ἕνα φίλο καρδιακό – πρόθυμο συζητητή, ἀλλὰ καὶ τὴ μοναξιά. Σ’ αὐτὲς τὶς ὧρες τῆς κρίσης χρειαζόμαστε στηρίγματα ποὺ εἶναι προσωπικὰ γιὰ τὸν καθένα μας: ἕνα βιβλίο, μία εὐκαιριακὴ ὑλικὴ ἀπασχόληση, ἕνα μοναχικὸ περίπατο, ἕνα μέρος περισυλλογῆς εἶναι ἡ καταφυγή μας.
«Ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μποροῦμε νὰ δοῦμε πιὸ καθαρὰ τὰ ὅσα μᾶς ἀπασχολοῦν. Τότε οἱ σκέψεις ἔρχονται καταιγιστικὲς ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, ἡ ἀπελπισία διαδέχεται τὴν αἰσιοδοξία καὶ τανάπαλιν, οἱ ἀπόψεις πολλαπλὲς κὶ ἀντικρουόμενες, ἡ αὐτοκριτικὴ κάνει τὶς ἀποφάσεις νὰ ἀργοποροῦν. Ἡ ἀναβλητικὴ αὐτὴ καθυστέρηση πάντα καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα εἶναι ὠφέλιμη γιὰ νὰ χαραχτεῖ ἡ σωστὴ πορεία.
Στὴ σύγχρονη ζωὴ ὁ συναισθηματικός, ὁ συνειδητός, ὁ προβληματιζόμενος ἄνθρωπος βρίσκεται συχνὰ στὴν κατάσταση τοῦ νὰ νιώθει τὴν ἀνάγκη τῆς ἐθελοντικῆς ἀκοινωνησίας. Δὲν εἶναι ἐπειδὴ αἰσθάνεται διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅσο γιατὶ θεωρεῖ ὅτι -δίκαια ἢ ἄδικα, ὀρθὰ ἢ λαθεμένα-οἱ ἄλλοι δὲν τὸν καταλαβαίνουν ἢ τὸν ἔχουν προδώσει. Ἀποτραβιέται γιατὶ ὑποφέρει μὲ τὰ ὅσα ἀντιμετωπίζει, ἡ πρόσκαιρη ἀποχώρησή του ἐκφράζει τὴ σιωπηλὴ διαμαρτυρία του. Δὲν ἐγκαταλεῖπει ἀπὸ ἔλλειψη θάρρους, ἀποχωρεῖ ἀπὸ ἐσωτερικὴ εὐαισθησία, ἀπὸ ἀνάγκη ἀποχῆς. Οἱ λόγοι ποὺ τὸν καθοδηγοῦν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι κατανοητοὶ στοὺς τρίτους, ἀκόμη καὶ στοὺς πιὸ κοντινούς του, γι’ αὐτὸν ὅμως εἶναι καθοριστικοί. Ἡ ἀπόφασή του νὰ μείνει -προσωρινὰ ἢ μόνιμα- στὸ περιθώριο δὲν ἐκφράζει ἀπουσία ἀλλὰ ἰδιότυπη παρουσία, στὴν τραγικὴ περιπέτεια τῆς ζωῆς, ἀκαταμέτρητη δύναμη καρτερίας.
Στοὺς χώρους τῆς γαλήνης
Σὲ παρόμοιες ὧρες προσωπικῆς ἀπόγνωσης ἀναπολῶ τὰ μικρά, ἐγκαταλειμμένα ἐκκλησάκια ἢ τὰ ἀπομονωμένα ξωκλήσια, αὐτὲς τὶς μοναχικὲς φωλιὲς τοῦ Θεοῦ. Ἐρημικά, σὲ εἰρηνεμένο τόπο στέκονται καρτερικὰ προσφέροντας ἄσυλο στὸ ἱερὸ δικαίωμα τῆς περισυλλογῆς, τῆς προσευχῆς, τοῦ προβληματισμοῦ. Προσελκύουν ἀνθρώπους κάθε λογῆς καὶ ἡλικίας, ἐπειδὴ ἀποτελοῦν ἀπέριττους ναοὺς τοῦ θείου πνεύματος. Ὁ φωτισμός τους ἔρχεται ἀπ’ ἔξω, ἀπὸ τὴ φύση, ἀπὸ τὸ μικρὸ παραθυράκι καὶ συμπληρώνεται ἀπὸ τὸ ἀδύναμο φῶς τοῦ κεριοῦ ἢ τοῦ καντηλιοῦ ποὺ ἐκπέμπουν τὴ δική τους «ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς». Στὸν μικρό τους χῶρο ὁ προσκυνητὴς συναντώντας γύρω του ταπεινότητα διακατέχεται ἀπὸ συναισθηματικότητα, αὐτοεξομολογεῖται, κάνει ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του, βρίσκει μία ἐλπίδα ποὺ δὲν εἶναι ὀρφανή, πιστεύει ὅτι ἡ προσευχή του εἰσακούεται ἀπὸ τὸν Θεό. Στὸν γύρω αὐλόγυρο ἡ χαρούμενη πλάση, τὰ ἀγριολούλουδα ποὺ φυτρώνουν ἀπὸ μόνα τους, ὑπενθυμίζουν στὶς ἑτοιμασμένες ψυχὲς τὴ μάχη γιὰ ζωή, τὲν ἐλπίδα γιὰ τὴν αὐριανὴ μέρα. Κοντὰ πετοῦν τὰ φιλέρημα πουλιά. Ἐδῶ στὰ ταπεινὰ τοῦ κόσμου τὸ ἄναμμα τοῦ κεριοῦ ἀποκτᾶ οὐσία, ἡ ἱερὴ εἰκόνα σημασία, ἡ προσευχὴ δική της ἀξία. Τὸ ὅτι ὁ ἐπισκέπτης ἀπὸ μόνος του δὲν διστάζει συνήθως νὰ κάνει κάποιες ἐξυπηρετικὲς γιὰ τὸν ναὸ ἐνέργειες (νὰ ἀνάψει τὸ σβηστὸ καντήλι, νὰ τακτοποιήσει κάποια πράγματα, νὰ φέρει ἀπὸ κοντινὴ πηγὴ χρειαζούμενο νερό, νὰ καθαρίσει τὸ κηροπήγιο) ἀποδεικνύει τὸ πόσο αἰσθάνεται τὸν χῶρο ἀκριβό.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πλασμένη ὥστε νὰ θέλει κὶ αὐτὴ νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, νὰ νιώσει ἀτάραχη τὴ δική της ζωή. «Τρέμ’ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της» (Δ. Σολωμός). Στὰ ἀκόσμητα ἐκκλησάκια, μὲ τὴ γαλήνη τοῦ κενοῦ, γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ παρουσία τοῦ ἀνερμήνευτου Θεοῦ, σ’ αὐτὰ ὁ μὴ ὁρώμενος Θεὸς ἔρχεται κοντινός, γίνεται προσιτός. Μὲ δὲ τὴ σιωπή Του, ποὺ ἀποτελεῖ δική Του ἰδιότητα, παρέχει τὴν προσδοκία τῆς λύτρωσης.
Φεύγοντας ὁ προσκυνητὴς κλείνει μὲ προσοχὴ τὴν ἐξώθυρα θέλοντας ἔτσι νὰ προφυλάξει κάτι ποὺ σέβεται, ποὺ ἀγαπᾶ, κάτι ποὺ αἰσθάνεται ὡς δικό του. Ἀργοκινᾶ ἀπὸ τὸν ναὸ μὲ γαλήνη, μὲ αὐτοδύναμη, μὲ παρηγοριά, ἔχει τὴ συναίσθηση ὅτι συνάντησε τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Θεό” του. Τὸ ἀπο-ραιρετιστήριο σημεῖο τοῦ σταυροῦ ποὺ κάνει, ἐκφράζει εὐχαριστίες γιὰ τὰ ὅσα του προσφέρθηκαν μὲ ἁπλότητα, σὲ ἁρμονία χώρου καὶ ψυχής. Οἱ αἰσθήσεις διαχύνονται στὴν πλάση. Τὸ παιδικὸ ποίημα-τραγουδάκι, ποὺ οἱ παλαιότεροι διαβάζαμε στὰ Ἀναγνωστικὰ τοῦ Δημοτικοῦ, ἔρχεται τότε αὐθόρμητα στὰ χείλη ὅσων τὸ γνωρίζουν: «Εἰς τὸ βουνὸ ψηλὰ ἐκεῖ / εἶν’ ἐκκλησιὰ ἐρημική […]».
Ὅσο σκληραίνουν οἱ ὅροι τῆς διαβίωσης, ὅσο οἱ συνθῆκες τῆς κοινωνίας γίνονται θηριώδεις, ὅσο ἡ ἀνθρώπινη κτητικότητα παρασύρει τὰ πάντα, ὅσο ἡ ματαιοδοξία τῶν κούφιων αὐξάνει, ὁ ἄνθρωπος θὰ συνέχεται περισσότερο ἀπὸ τὴν -ἐπιτακτικὴ πιά- ἀνάγκη τῆς αὐτοαπομόνωσης, τῆς ἀναζήτησης χώρων γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ψυχική του γαλήνη. Στὴ σύγχρονη ἄγρια κοινωνικὴ κατάσταση ἡ ἀτομικὴ εὐαισθησία εἶναι ἐκείνη ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ : τὸν ὁδηγεῖ νὰ ξαναβρεῖ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἑαυτού του.
Αφήστε μια απάντηση