ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ 49-Διὰ τὴν λύπην καὶ τὴν ἀθυμίαν

τοῦ Μεγάλου Βασιλείου *

Ὅταν βλέπω τὸ κακὸν νὰ μεγαλώνῃ καὶ νὰ πολλαπλασιάζεται καὶ πάλιν ἐσᾶς, εὐλαβέστατοι, νὰ ἔχετε ἀποκάμει ἀπὸ τὶς ἀδιάκοπες ἐπιθέσεις, τότε καὶ ἡ ἰδική μου καρδιὰ γεμίζει ἀπὸ ἀθυμίαν.
Ὅταν πάλι συνειδητοποιήσω τὴν μεγάλην δύναμιν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι Ἐκεῖνος γνωρίζει νὰ ἀνορθώνῃ τοὺς τσακισμένους, νὰ ἀγαπᾶ τοὺς δικαίους, νὰ συντρίβῃ τοὺς ὑπερήφανους καὶ νὰ κατεβάζῃ τοὺς ἡγεμόνας, ποὺ καταδυναστεύουν αὐτούς, ποὺ κυβερνοῦν, τότε αἰσθάνομαι κάποια ἀνακούφισιν καὶ γεμίζω ἐλπίδα.
Γνωρίζω, καὶ εἶμαι σίγουρος δι᾿ αὐτό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον θέλω καὶ σεῖς νὰ γνωρίζετε, ὅτι ἡ ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μακριὰ καὶ ὅτι Ἐκεῖνος δὲν ἐγκαταλείπει τελικὰ τὸν ἄνθρωπον.
Γνωρίζω ὅτι, ὅσα ὑποφέρομεν, μᾶς συμβαίνουν ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας μας καὶ ὅτι ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς θὰ κάνῃ φανερὴν τὴν ἀγάπην καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν, ποὺ ἔχει διὰ τοὺς δούλους Του.
Εἴτε λοιπὸν οἱ μάστιγες ποὺ μᾶς δέρνουν, ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας μας, εἶναι μεγάλη τιμωρία διά μᾶς, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται νὰ δεχθῶμε καὶ ἄλλες τιμωρίες ἀπὸ τὸν Θεόν, εἴτε μὲ τοὺς πειρασμοὺς καλούμεθα νὰ ἀγωνισθῶμε διὰ τὴν ἀλήθειαν, ὁ δίκαιος Θεός, ποὺ μᾶς θέτει τὸ ἄθλημα, δὲν θὰ μᾶς ἀφήσῃ νὰ πειρασθῶμε πέρα ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας, ἀλλὰ θὰ μᾶς ἀμείψῃ διὰ ὅσα ὑποφέρομε, μὲ τὸ στεφάνι τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδος (Α’ Κόρ. 10, 13).
Ποῖος λοιπὸν ἔχει τόσον σκληρὰν ψυχὴν ὡσὰν τὸν ἀδάμαντα; Ποῖος εἶναι τόσον ἄσπλαγχνος καὶ ἀνήμερος, ὁ ὁποῖος θὰ ἄκουγε τὸν στεναγμόν, ποὺ ὁλόγυρά μας βουίζει ὡσὰν τὸ ἴδιον τὸ θρηνητικὸν τραγούδι πολλῶν ἀνθρώπων, ποὺ ψάλλουν ὁμόφωνα, καὶ δὲν θὰ πονοῦσε ἡ ψυχή του, δὲν θὰ ἐλύγιζε καὶ δὲν θὰ ἔλειωνε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ θλιβερὰ καὶ ἀξιοθρήνητα;
Αὐτὰ βέβαια δὲν τὰ λέγω διὰ παρηγοριά – διατί ποῖος λόγος θὰ ἠμποροῦσε νὰ γιατρεύσῃ αὐτὴν τὴν συμφοράν- ἀλλὰ τὰ λέγω μὲ τὴν θρηνητικὴν αὐτὴν κραυγήν μου, ἐπιθυμὼν νὰ καταδείξω τὸν πόνον καὶ τὴν ὀδύνην καὶ τῆς ἰδικῆς μου ψυχῆς.
Συλλογίζομαι τὴν μεγάλην τέχνην τοῦ διαβόλου εἰς τὸν πόλεμον ἐναντίον μας. Αὐτός, ἐπειδὴ ἀπὸ πεῖρα γνωρίζει ὅτι, ὅταν πολεμεῖσθε ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς δαίμονας, τότε αὐξάνει καὶ περισσότερον ζωντανεύει μέσα σας ἡ ἀρετή, ἄλλαξε γνώμη.
Ἔτσι δὲν σᾶς πολεμᾶ πλέον κατὰ πρόσωπον καὶ φανερά, ἀλλὰ σᾶς στήνει κρυφὲς παγίδες, καλύπτων τὸν κακὸν σκοπόν του διὰ σᾶς, κάτω ἀπὸ τὸ ὄνομα ἐκείνων ποὺ σᾶς πολεμοῦν. Αὐτό μᾶς τὸ κάνει διὰ νὰ πάθωμε καὶ ἐμεῖς ἐκεῖνο, ποὺ ἔπαθαν καὶ οἱ πρόγονοί μας: Δηλαδὴ νὰ μὴ θεωρήσωμε ὅτι τὰ παθήματά μας εἶναι διὰ χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ, δῆθεν, ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς καταδιώκουν εἶναι ἀδελφοὶ Χριστιανοί.
Αὐτὸ ἦτο ποὺ ἐξέπληξε καὶ ἐμένα καὶ μ’ ἔκανε νὰ φθάσω μέχρι παραλογισμοῦ. Διότι μαζὶ μ᾿ αὐτὴν τὴν σκέψιν μου μὲ ἐκυρίευσε παράλληλα καὶ ἕνας ἄλλος λογισμός, καὶ αὐτὸς εἶναι: Μήπως ἐγκατέλειψε ὁ Κύριος τοὺς δούλους Του; Μήπως ἦλθον τὰ ἔσχατα καὶ ἀρχίζει ἡ ἀποστασία μὲ ὅλα τοῦτα ποὺ συμβαίνουν, ὥστε νὰ ἀποκαλυφθῇ ὁ «ἄνομος», «ὁ γιὸς τῆς ἀπωλείας», ἐκεῖνος ποὺ «ἀντιστρατεύεται καὶ ἐξουσιάζει καθένα ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν Θεὸν καὶ τὴν λατρείαν Του;» (Β’ Θέσ. 2, 3-4).
Ὑπομείνατε λοιπὸν τὸν πειρασμόν, ὡς καλοὶ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Ὑπομείνατε, καὶ ὅταν ὁ πειρασμὸς εἶναι πρόσκαιρος, ἀλλὰ καὶ ὅταν τὰ πάντα καταστραφοῦν. Ἂς μὴ πέσωμε σὲ βαρειὰ λύπην διὰ τὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ἂς περιμένωμε τὸν ἐρχομὸν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διότι, ἐφ᾿ ὅσον πρόκειται ὅλη ἡ κτίσις νὰ σταματήσῃ νὰ ὑπάρχῃ καὶ νὰ ἀλλάξῃ ἡ μορφὴ καὶ ὁ τρόπος ὑπάρξεως αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τί τὸ περίεργον θὰ εἶναι, ἂν καὶ ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦμε τμῆμα αὐτῆς τῆς κτίσεως, πάθωμεν ὅ,τι συμβεῖ καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους; Ἂν δηλαδὴ παραδοθῶμε εἰς τὶς θλίψεις αὐτὲς πού, ἀναλόγως τῶν δυνάμεων μας, ἔχει ὁρίσει ὁ Δίκαιος Κριτής; Δὲν εἶναι «Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος θὰ ἐμποδίσῃ νὰ πειρασθῶμε περισσότερον ἀπ᾿ ὅ,τι ἀντέχουμε, ἀλλὰ θὰ δώσῃ μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸν καὶ τὴν ἔκβασιν, ὥστε νὰ ἠμπορέσωμε νὰ τὸν σηκώσωμε»; (Πρβλ. Α’ Κόρ. 10, 13).
Ἂς μὴ ἀποκάμωμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, διατί μᾶς περιμένουν στεφάνια Μαρτύρων. Οἱ χοροὶ τῶν Ὁμολογητῶν εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἁπλώσουν τὰ χέρια, νὰ μᾶς ὑποδεχθοῦν καὶ νὰ μᾶς συναριθμήσουν εἰς τὴν ἰδικήν των τάξιν. Ἀναλογισθεῖτε τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὰ παλαιὰ χρόνια μέχρι σήμερον. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἠξιώθη νὰ λάβῃ τὸ στεφάνι τῆς ὑπομονῆς, ζὼν μέσα εἰς τὴν τρυφὴν καὶ εἰς τὶς περιποιήσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι ἀπεδείχθησαν δόκιμοι εἰς τὴν πίστιν, διερχόμενοι μέσα ἀπὸ μεγάλες θλίψεις καὶ ἀπὸ τὴν φωτιὰν τῶν πειρασμῶν.
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ κατεξιώθη νὰ ὑποφέρῃ παθήματα διὰ χάριν τοῦ Χριστοῦ. Περισσότερον μακάριος ἀπ᾿ αὐτὸν εἶναι ὅποιος κατεξιώθη νὰ περάσῃ μέσα ἀπὸ πληθώραν τέτοιων πειρασμῶν καὶ θλίψεων. Διατί «δὲν εἶναι ἄξια τὰ παθήματα, ποὺ περνᾶμε εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν, ἂν συγκριθοῦν μὲ τὴν δόξαν, ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς ἀποκαλυφθῇ» (Ρώμ. 8, 18).
Ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ λυγίσῃ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πειρασμῶν, ἀλλὰ θὰ ὑπομένῃ τὶς θλίψεις, μὲ τὴν βοήθειαν τῆς ἐλπίδος πρὸς τὸν Θεόν, θὰ ἔχῃ ὡς μεγάλην ἀνταπόδοσιν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ χάρισμα τῆς ὑπομονῆς.
Ὅπως ἀκριβῶς τὰ σκουλήκια γεννιοῦνται κυρίως μέσα εἰς τὰ μαλακότερα ξύλα, ἔτσι καὶ οἱ λύπες εὑρίσκουν πρόσφορον ἔδαφος κυρίως εἰς τοὺς περισσότερον εὐαίσθητους ἀνθρώπους.
Δὲν ἐπιτρέπεται οὔτε εἰς τοὺς ἄνδρες οὔτε εἰς τὶς γυναῖκες νὰ πενθοῦν καὶ νὰ κλαῖν ὑπερβολικά.
Ὅσον και ἂν εἶναι κανεὶς λυπημένος, ἂς χύνῃ ὀλίγα δάκρυα καὶ αὐτὸ μὲ ἥσυχον τρόπον, χωρὶς δυνατὲς φωνὲς καὶ μοιρολόγια, χωρὶς σχίσιμο τῶν ρούχων ἢ ρίξιμο στάκτης εἰς τὸ κεφάλι, χωρὶς κάποια ἄλλην ἄσχημην ἔκφρασιν, ἀπὸ ἐκεῖνες, ποὺ ἐκδηλώνουν ὅσοι δὲν ἔχουν πνευματικὴν καλλιέργειαν, εἰς ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὰ γεγονότα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Διότι εἶναι δεῖγμα ἄνανδρης ψυχῆς καὶ ἐκείνης ποὺ δὲν παίρνει καμίαν δύναμιν ἀπὸ τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, τὸ νὰ κλαίῃ ἀπαρηγόρητα, διαρρηγνύων τὰ ροῦχα καὶ τὸ νὰ λυγίζῃ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν λυπηρῶν. Τὰ δάκρυα ἔχουν τὸ φυσικὸν ἰδίωμα νὰ γεννιοῦνται ἀπὸ κάποια πληγήν, ἡ ὁποία ἐρεθίζει τὴν ψυχὴν καὶ τὴν μουδιάζει, χωρὶς ἐκείνη νὰ ἐνεργῇ ἑκούσια καὶ ποὺ ἐπηρεάζει ὅλον τὸν συναισθηματικὸν χῶρον τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ χαρὰ εἶναι ὡσὰν κάποιο σκίρτημα τῆς ψυχῆς, ποὺ χαίρεται καὶ ἀγάλλεται διὰ κάθε τί, εἰς τὸ ὁποῖον και ἐκείνη συμφωνεῖ καὶ συμμετέχει. Δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὰ σημάδια, ποὺ ἐμφανίζονται εἰς τὸ σῶμα, ἔχουν σχέσιν καὶ εἶναι συνέπεια τῶν καταστάσεων αὐτῶν, ποὺ διακατέχουν τὴν ψυχήν. Ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι λυπημένοι εἶναι ὠχροὶ καὶ πελιδνοὶ καὶ ἡ ὅλη των ἐμφάνισις εἶναι ἀνέκφραστος καὶ παγερή.
Ἐκεῖνοι πάλιν ποὺ εἶναι χαρούμενοι, ἔχουν ὄψιν ἀνθηρὴ καὶ ροδοκόκκινη καί, μὲ μίαν λέξιν, εἶναι ὡσὰν νὰ χοροπηδᾷ ἡ ψυχή τους καὶ νὰ ὠθεῖται ἀπὸ τὴν χαράν, διὰ νὰ ἐκφρασθῇ μὲ διαφόρους τρόπους.
Γνωρίσαμε πολλοὺς πού, ὅταν ἔπεσαν εἰς μεγάλες συμφορές, ἐπίεσαν πολὺ τὸν ἑαυτόν των διὰ νὰ μὴ κλάψουν. Μετὰ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀρρώστησαν βαρειὰ καὶ ἢ ἔχασαν τὸ λογικὸν ἢ ἔμειναν ἀνάπηροι. Ἄλλοι πάλι ἔχασαν και αὐτὴν τὴν ζωήν των, διατί δὲν εἶχον δυνατὸν στήριγμα· καὶ ἔτσι ἡ λύπη ἐτσάκισε τὶς ὀλίγες δυνάμεις των.
Ἐκεῖνο ποὺ συμβαίνει μὲ τὴν φλόγαν τῆς φωτιᾶς, ποὺ καταπνίγεται ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν καπνόν της, ὅταν αὐτὸς δὲν εὑρίσκει διέξοδον καὶ παραμένει εἰς τὸν χῶρον, συμβαίνει καὶ μὲ τὴν δύναμιν ποὺ ἔχει κάθε ζωντανὴ ὕπαρξις.
Αὐτὴ μαραίνεται, ἐξασθενεῖ καὶ καταπνίγεται ἀπὸ τὰ λυπηρὰ τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ δὲν εὑρίσκει καμιὰν διέξοδον, διὰ νὰ ἐκτονωθῇ καὶ νὰ παραμείνῃ δυνατή.
Διὰ ποῖον λόγον ὁ Χριστὸς ἐδάκρυσε διὰ τὸν Λάζαρον; Ὁπωσδήποτε διὰ νὰ ἐπανορθώσῃ τὴν κατώδυνην καὶ ταπεινωτικὴν συμπεριφορὰν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι θρηνοῦσαν ὑπερβολικὰ καὶ ὀδύρονταν διὰ τὶς συμφορές των.
Καὶ τὸ ὅτι τὸ δάκρυ τοῦ Κυρίου δὲν ἐγεννήθη ἀπὸ κάποιο πάθος, ἀλλὰ ἦταν διδακτικὸν διὰ τοὺς ἀνθρώπους, γίνεται φανερὸν ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶπεν: «Ὁ φίλος μου ὁ Λάζαρος ἐκοιμήθη, ἀλλὰ θὰ πάω τώρα νὰ τὸν ξυπνήσω» (Ἰωάν. 11, 11). Ποῖος ἀπὸ μᾶς θὰ ἔκλαιγεν καὶ θὰ ὀδύρετο διὰ ἕνα φίλον του, ποὺ κοιμόταν, τὸν ὁποῖον εἰς ὀλίγην ὥραν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ξυπνήσῃ; «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11, 43).
Καὶ ὁ νεκρὸς ἔπαιρνε ζωὴν καὶ ὁ δεμένος περπατοῦσε, θαῦμα ἐπάνω εἰς τὸ θαῦμα. Τὰ πόδια ἦσαν σφιχτοδεμένα καὶ ταυτόχρονα δὲν ἐμπόδιζαν εἰς τὸ βάδισμα, ἀφοῦ ἦτο μεγαλύτερη ἡ κινητήρια δύναμις ἀπὸ τὰ δεσμά. Πῶς λοιπόν, Ἐκεῖνος, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνῃ τέτοιο θαῦμα, θὰ ἐθεωροῦσε ἄξιον δακρύων τὸ συμβὰν τοῦ θανάτου τοῦ Λαζάρου;
Εἶναι ὁλοφάνερον ὅτι, ἐπειδὴ ἐγνώριζε τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεώς μας εἰς ὅλες της τὶς πλευρές, ὡριοθέτησε μερικὰ ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἀναγκαστικὰ συνακολουθοῦν τὴν ἀσθένειάν μας. Ἔτσι, μὲ αὐτὴν τὴν συμπεριφοράν Του, μᾶς καθωδήγησε, ὥστε καὶ νὰ ἀποφεύγωμε τὴν ἔλλειψιν συμμετοχῆς εἰς τὸν πόνον, θεωροῦντες κάτι τέτοιο ὡς θηριωδία. Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς ἐδίδαξε νὰ μὴ ὑποχωρῶμε εἰς τὴν τάσιν, ποὺ μᾶς ὠθεῖ εἰς τὴν ὑπερβολικὴν ἔκφρασιν τῆς λύπης καὶ εἰς θρήνους, διατί αὐτὴ εἶναι ἔλλειψις εὐγενείας καὶ χριστιανικοῦ ἤθους.
Τί νὰ ποῦμε διὰ τὸν Ἰώβ; Μήπως αὐτὸς εἶχεν σκληρὴν καρδιὰ ὡσὰν τὸ ἀδάμαντα; Μήπως τὰ σπλάγχνα του ἦσαν πέτρινα; Ἐφονεύθησαν εἰς μίαν στιγμὴν καὶ τὰ δέκα παιδιά του, μέσα εἰς τὸ ὁλόχαρον σπιτικόν. Καὶ αὐτὸ συνέβη διατί τοὺς ἐκτύπησε ἡ ἴδια συμφορά, ἡ ὁποία τοὺς εὑρῆκε τὴν ὥραν, ποὺ ὅλοι ἐγιόρταζαν χαρούμενοι, καθὼς μὲ ἐνέργειαν διαβολικὴν κατέπεσε τὸ σπίτι καὶ τοὺς ἐπλάκωσε.
Εἶδε ἔτσι ὁ Ἰὼβ τὸ γιορτινὸν τραπέζι βαμμένον ἀπὸ αἵματα. Εἶδε τὰ παιδιά του, ποὺ χρονικὰ ἦλθαν μεμονωμένα εἰς τὴν ζωήν, νὰ φεύγουν ὅλα μαζὶ τὴν ἰδίαν ὥραν. Καὶ παρ᾿ ὅλα αὐτά, δὲν ἀνεφώνησε «οὐρλιαχτά», δέν «ξεμαλλιάσθηκε», δὲν ἐξεφώνησε μὲ ἀπρέπειαν, ἀλλὰ ἐξεστόμισε τὴν ἀλησμόνητον ἐκείνην καὶ χιλιοτιμημένην εὐχαριστίαν πρὸς τὸν Θεόν: «Ὁ Κύριος ἔδωσεν, ὁ Κύριος καὶ τὰ ἐπῆρε. Ὅπως ἐθεώρησε ὁ Κύριος καλόν, ἔτσι κι ἔγινεν. Ἂς εἶναι τὸ Ὄνομά Του εὐλογημένον» (Ἰὼβ 1, 21).
Μήπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀγαποῦσε τὰ παιδιά του; Πῶς εἶναι δυνατόν; Αὐτός, κάμνοντας λόγον διὰ τὸν ἑαυτόν του, λέγει: «Ἐγὼ ἔκλαιγα διὰ κάθε θλιμμένον» (Ἰὼβ 30, 25). Μήπως, ὅταν ὡμιλοῦσε ἔτσι, ἔλεγε ψέματα; Τὴν εἰλικρίνειάν του τὴν ἐπιβεβαιώνει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦτο ὡλοκληρωμένος καὶ γνήσιος καὶ εἰς ὅλας τὶς ἄλλες ἀρετές. Λέγει δι᾿ αὐτὸν ἡ Ἁγία Γραφή: «Ἦτο ἄνθρωπος ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀληθινὸς» (Ἰὼβ 1, 1).
Οἱ περισσότεροι ὅμως ἄνθρωποι φτιάχνουν μοιρολόγια καὶ θρηνοῦν καὶ μὲ γοερὲς φωνὲς κάνουν τὶς ψυχές των νὰ λειώνουν ἀπὸ τὸν πόνον καὶ νὰ φθείρωνται. Ὅπως κάμουν οἱ σκηνοθέτες, ποὺ στήνουν τραγωδίες καὶ ἀναπλάθουν σκηνὲς καὶ συνθέτουν ἔργα θεατρικὰ καὶ γεμίζουν μὲ θεατὲς τὰ θέατρα, ἔτσι νομίζουν μερικοὶ πὼς πρέπει νὰ συμπεριφέρωνται ἐκεῖνοι, ποὺ πενθοῦν.
Πρέπει δηλαδὴ νὰ φορᾶν μαῦρα, νὰ μὴ λούζωνται, νὰ ἔχουν κλειστὰ τὰ παράθυρα καὶ σκοτεινὴν τὴν οἰκίαν, ἀκάθαρτην, γεμάτη σκόνην, βαρύθυμη ἔκφρασιν, πράγματα ποὺ κρατοῦν τὸ τραῦμα τῆς λύπης πάντα νωπὸν εἰς τὴν ψυχήν.
Δὲν γνωρίζουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἡ ψυχὴ ἐκείνη ποὺ ἐγέμισεν μὲ τὸν πόθον τοῦ Δημιουργοῦ της καὶ ποὺ ἔχει συνηθίσει νὰ εὐφραίνεται μὲ αὐτὴν τὴν πνευματικὴν σχέσιν, δὲν ἔχει τὶς συνηθισμένες ψυχικὲς μεταπτώσεις, ἐξ αἰτίας τῶν παθημάτων, ποὺ συμβαίνουν εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν.
Ἀντιθέτως, και ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ λυπηρὰ συμβάντα παίρνει ἀφορμήν, διὰ νὰ ζήσῃ ἐντονώτερα ἡ ψυχὴ τὴν πνευματικὴν σχέσιν της μὲ τὸν Θεόν. Κι ἔτσι αὐξάνει ἡ εὐφροσύνη, ποὺ ἤδη πρὶν ἀπελάμβανε.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν κακὴν ὅρασιν δὲν ἀντέχουν τὸ πολὺ φῶς, ἀλλὰ ξεκουράζουν τὰ μάτια τους, ἀτενίζοντες τὰ λουλούδια καὶ τὴν πρασινάδα, ἔτσι πρέπει νὰ συμπεριφέρεται καὶ κάθε ψυχή. Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ ἐπικεντρώνῃ τὴν σκέψιν της εἰς τὸ λυπηρὸν γεγονός, οὔτε νὰ πολυασχολῆται μὲ τὶς δύσκολες περιστάσεις αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἀλλὰ νὰ ἀπασχολῇ τὴν σκέψιν καὶ τὸ λογισμόν της μὲ τὴν θεωρίαν τῶν πραγματικῶν καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν.
Οἱ λύπες δοκιμάζουν τὴν ψυχήν, ὅπως ἡ φωτιὰ τὸ χρυσάφι. Δι᾿ αὐτούς, ποὺ εἶναι γυμνασμένοι πνευματικά, οἱ θλίψεις ὁμοιάζουν μὲ τροφὴν καὶ μὲ ἀθλητικὰ γυμνάσματα, ποὺ προβιβάζουν τὸν ἀγωνιστὴν καὶ τὸν ὁδηγοῦν εἰς τὴν δόξαν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ πολλὴ ὅμως στενοχώρια γίνεται ἀφορμὴ ἁμαρτίας.
Ἡ λύπη βουλιάζει τὸν νοῦν καὶ τὸν ἀποχαυνώνει καὶ ἀδρανεῖ ἡ λειτουργία τῶν λογισμῶν, ἡ λύπη εἶναι μητέρα τῆς ἀχαριστίας. Διότι εἶναι ντροπή μας νὰ δοξάζωμε τὸν Θεόν, ὅταν ὅλα πᾶν καλὰ καὶ νὰ σωπαίνωμε ὅταν συμβαίνουν τὰ δύσκολα καὶ λυπηρά. Ἀντιθέτως, τότε πρέπει περισσότερον νὰ εὐχαριστοῦμεν τὸν Θεόν, γνωρίζοντες ὅτι «ὅποιον ἀγαπᾷ ὁ Κύριος, τὸν παιδαγωγεῖ καὶ μαστιγώνει κάθε παιδί, ποὺ τὸ θεωρεῖ δικό Του» (Ἑβρ. 12, 6-7).
Ὁ Θεός θὰ γλυτώσῃ τοὺς ἁγίους Του, ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις ὄχι βέβαια μὲ τὸ νὰ τοὺς ἀφήσῃ χωρὶς δοκιμασίες, ἀλλὰ χαρίζων εἰς αὐτοὺς τὴν ὑπομονήν. Διότι, «ἡ θλίψις γεννᾶ τὴν ὑπομονὴν καὶ ἡ ὑπομονή, δοκιμασμένον καὶ ὥριμον ἄνθρωπον» (Ρώμ. 5, 3).
Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀποφεύγει τὴν θλίψιν, στερεῖ τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὴν δοκιμασίαν, ἡ ὁποία τὸν ὡριμάζει καὶ τὸν ἑδραιώνει εἰς τὴν ἀρετήν. Ὅπως δὲν στεφανώνεται κανείς, ἂν δὲν παλέψῃ μὲ κάποιον, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδειχθῇ κανεὶς δοκιμασμένος καὶ ἔμπειρος μὲ ἄλλον τρόπον, παρὰ μονάχα διὰ μέσου τῶν θλίψεων.
Ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις, λέγει ὁ Ἀπόστολος, θὰ τοὺς γλυτώσῃ ὁ Κύριος, ὄχι βέβαια ἐμποδίζων αὐτοὺς νὰ πέσουν εἰς τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ χαρίζων εἰς αὐτοὺς «μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸν καὶ τὴν διέξοδον, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ ἀντέξουν» (Ἃ’ Κόρ. 10, 13).
Ἐκεῖνος ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν ταιριάζει ἡ θλίψις εἰς τὸν δίκαιον ἄνθρωπον, εἶναι ὡσὰν νὰ λέγῃ ὅτι δὲν εἶναι εἰς τὸν ἀθλητὴν ἀπαραίτητος ὁ ἀντίπαλος.
Ἐπειδὴ προξενεῖ παρηγοριὰ εἰς τοὺς πονεμένους τὸ νὰ συμπάσχῃ κανεὶς μαζί τους, εἶναι φανερὸν ὅτι πρέπει νὰ συμμετέχωμε εἰς τὸν πόνον των. Θὰ κάμῃς πραγματικὰ τὸν ἑαυτόν σου μὲ τὰ νὰ συμμετέχῃς τῆς συμφορᾶς τῶν πονεμένων, ὄχι ἐκμηδενίζων τὴν ἔντασιν καὶ τὴν σημασίαν τῶν λυπηρῶν, οὔτε περιφρονὼν τὸν πόνον τῶν ἄλλων.
Δὲν πρέπει βέβαια ἀπὸ τὸ ἄλλος μέρος, νὰ κάνῃ κανεὶς ὅ,τι κάνουν οἱ λυπημένοι. Δηλαδή, νὰ φωνάζῃ ἢ νὰ θρηνῇ μαζί τους ἢ νὰ συμπεριφέρεται ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι σκοτισμένοι ἀπὸ τὴν συμφοράν. Δὲν πρέπει, μ’ ἄλλα λόγια, νὰ κλείνεσαι μέσα, ἄνθρωπέ μου, οὔτε νὰ μαυροφορῇς, οὔτε νὰ κάθεσαι καταγῆς καὶ νὰ μὴ κόβῃς τὰ μαλλιά σου. Ἔτσι ἂν κάνῃς, μεγαλώνεις εἰς τὸν πονεμένον τὴν συμφορὰν ἀντὶ νὰ τοῦ τὴν λιγοστεύῃς.
Ἀντιθέτως, καὶ ἐσὺ πρέπει νὰ πονᾷς διὰ ὅ,τι συμβαίνει, ἀλλὰ νὰ συμμετέχῃς μὲ ἡσυχίαν εἰς τὰ λυπηρὰ γεγονότα, μὲ σοβαρότητα εἰς τὸ πρόσωπον καὶ μὲ σεμνὴν συμπεριφοράν. Ἔτσι δηλαδὴ ποὺ νὰ γίνεται εἰς τὸν ἀδελφόν σου φανερὴ ἐξωτερικὰ ἡ λύπη τῆς ψυχῆς σου. Ὅταν πάλι ἐκφράζεται μὲ ἔντονον τρόπον ὁ λυπημένος, δὲν πρέπει κανεὶς νὰ παρουσιάζεται ἀπότομα καὶ νὰ ἀρχίζῃ νὰ τὸν ἐπιτιμᾷ διὰ ὅ,τι λέγει, ὡσὰν νὰ θέλῃ νὰ ἐκφράσῃ τὴν ἰδικήν του ἀντίδρασιν καὶ νὰ ἐπέμβῃ εἰς τὰ ὅσα γίνονται.
Διότι εἶναι πολὺ φορτικὸν πρᾶγμα διὰ τοὺς λυπημένους τὰ ἐπιτιμητικὰ λόγια. Δὲν γίνονται ἀποδεκτὰ εὔκολα καὶ δὲν ὑπάρχει περίπτωσις νὰ παρηγορήσουν αὐτὰ ποὺ λέγονται ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν συμφοράν. Ὅπως σὲ ἕνα μάτι ποὺ ἔχει φλεγμονὴν καὶ τὸ πιὸ μαλακὸν πρᾶγμα νὰ τοποθετήσωμε ἐπάνω του τοῦ προκαλεῖ πόνον, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ψυχήν, ποὺ ἔχει βαρὺ πόνον.
Ἀκόμα κι ἂν φέρνῃ πολλὴ παρηγοριὰ ὁ λόγος εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ πονεμένου, ὅμως εἶναι σὲ ἕνα βαθμὸν ἐνοχλητικός, ὅταν προσφέρεται τὴν ὥραν τῆς μεγάλης ὀδύνης. Ὅταν ὅμως ἰδῇς τὸν ἀδελφόν σου νὰ κλαίῃ καὶ νὰ ὀδύρεται διὰ τὶς ἁμαρτίες του, κλάψε καὶ σὺ μαζί του καὶ κακοπάθησε. Διότι συμμετέχων εἰς τὴν μετάνοιαν τῶν ἄλλων, ἐπανορθώνεις καὶ τὰ ἰδικά σου σφάλματα.
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ χύσῃ πικρὰ δάκρυα διὰ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ ἄλλου, ἐθεράπευσε ἤδη τὸν ἑαυτόν του, ὅσον ἀφορᾶ τὶς ἁμαρτίες, διὰ τὶς ὁποῖες κλαίει μὲ τὸ νὰ συμμετέχῃ εἰς τὸν πόνον τοῦ ἀδελφοῦ.
Διὰ τὴν ἁμαρτίαν νὰ κλαῖς. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος τῆς ἀθάνατης ψυχῆς καὶ δι᾿ αὐτὴν πρέπει νὰ κλαίῃ κανεὶς συνέχεια καὶ νὰ ὀδύρεται.
Δι᾿ αὐτὴν πρέπει νὰ χύνωνται ὅλα τὰ δάκρυα καὶ νὰ μὴ σταματᾷ κανεὶς νὰ στενάζῃ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του. Ἔτσι ἔκλαιγε ὁ Προφήτης Ἱερεμίας, διὰ ἐκείνους ποὺ εἶχαν χαθῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἀρκετὰ τὰ φυσικὰ δάκρυα, ἐζητοῦσε ἀστείρευτην πηγὴν δακρύων (Ἱερ. 8, 23-9, 1).
Τέλος, ἂς εὐχαριστήσωμε τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μας, διότι εἰς Ἐκεῖνον πρέπει κάθε τιμὴ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχον Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιον καὶ Ζωοποιὸν Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

*(Πηγή: Μεγάλου Βασιλείου P. G. 33, 1277 – Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίον
«ΩΔΗ ΕΙΣ ΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟΝ: Ἡ Λύπη κατὰ τοὺς Πατέρας»,
Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Καρέα).

ΠΗΓΗ http://
hristospanagia3.blogspot.com/2011/07/blog-post_28.html

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *