1) Ὁ καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Σωτῆρος εἰς τὴν Ἀθήνα
τοῦ Σπυρίδ. Μπαζίνα
Γράφω αὐτὲς τὶς γραμμὲς γιὰ νὰ ὑποστηρίξω τὴν θέσι ὅτι ὀφείλουμε ἐπιτέλους νὰ κτίσωμε ἕνα καθεδρικὸ ναὸ στὴν Ἀθήνα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Σωτῆρος.
Συμφωνῶ μὲ τὴν ἄποψι ὅτι εἶναι ὑπόθεσι συνέπειας καὶ εὐπρέπειας νὰ τηρήσωμε τὸν λόγο ποὺ ἔδωσαν οἱ πατέρες μας στὴν Δ’ Ἐθνοσυνέλευσι στὸ Ἄργος τὸ 1829. Εἶναι θέμα ἀρχῆς.
Συμφωνῶ ἐπίσης μὲ τὴν ἄποψι ὅτι ἡ ἀνοικοδόμησι τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ στὴν Ἀθήνα θὰ ἔχῃ καὶ σημαντικὰ πρακτικὰ ὀφέλη γιὰ τὴν πόλι καὶ τὴν Χώρα.
Πρῶτα-πρῶτα, θὰ μᾶς βοηθήσῃ στὴν προσπάθειά μας νὰ ξανακερδίσωμε τὴν χαμένη ἀξιοπιστία καὶ αὐτοπεποίθησί μας, χωρὶς τὴν ὁποία ὅλες οἱ ἄλλες προσπάθειες μας πᾶνε χαμένες.
Ἔπειτα, θὰ μετατρέψῃ τὴν Ἀθήνα τοῦ Παρθενῶνος σὲ Ἀθήνα τοῦ Σωτῆρος, θὰ τὴν ὁλοκληρώσῃ ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία ὁλοκλήρωσε τὸν Ἑλληνισμό, θὰ τὴν ἐναρμονίσῃ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ νεοέλληνα, ποὺ «ἔχει ὄνομα, ἔχει σῶμα καὶ θρησκεία, καὶ παπποῦ σὲ μέρη αὐτόνομα μέσα στὴν τουρκοκρατία», ὅπως σωστὰ τὴν ἑρμηνεύει ἕνα τραγούδι τοῦ λαϊκοῦ μας βάρδου Διονύση Σαββόπουλου. Θὰ τῆς δώσῃ σύγχρονη ταυτότητα σύμφωνη μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ ἡ πόλι τῆς καρδιᾶς μας, μὲ τὴν ὁποία ταυτίστηκε ὁ νέος Ἑλληνισμός, εἶναι ἡ Πόλι τῆς Ἁγιασοφιᾶς.
Ἀκόμα, ὁ καθεδρικὸς ναὸς θὰ ἀποτελέσῃ ἀναπτυξιακὸ ἔργο πνοῆς, ποὺ θὰ ἐνισχύσῃ τὴν οἰκονομία δίνοντας δουλειὰ σὲ πολλοὺς Ἕλληνες γιὰ πολλὰ χρόνια, θὰ ξυπνήσῃ τὸ φιλότιμο, τὴν ἐργατικότητα, τὴν ἐπιχειρηματικότητα καὶ τὴν ἐπινοητικότητα τῶν Ἑλλήνων καὶ θὰ ἀποτελέσῃ κέντρο φιλανθρωπίας πρὸς ὄφελος χιλιάδων ἀπόρων, ἀλλὰ καὶ κέντρο ἐμπνεύσεως καὶ ἀναφορᾶς τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ στὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα. Πῶς θὰ ξεπεράσουμε τὴν οἰκονομικὴ κρίσι χωρὶς ἕνα τέτοιο γενναῖο ἀναπτυξιακὸ πρόγραμμα;
Θὰ πρόσθετα τέλος ὅτι ὁ καθεδρικὸς ναὸς μπορεῖ νὰ ἀνοικοδομηθῇ χωρὶς ἐπιβάρυνσι τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ (ἂν τὸ Κράτος καταδέχεται νὰ κτίζῃ τεμένη καὶ γήπεδα, ἀλλὰ ὄχι ναοὺς) καὶ μὲ ἀρκετὸ πράσινο σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ σέβεται τὴν δημιουργία τοῦ Δημιουργοῦ μὲ τρόπο, ποὺ καμμία πολιτικὴ ὄψιμων οἰκολόγων δὲν μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσῃ στὰ πλαίσια τοῦ ὠφελιμισμοῦ, εἴτε αὐτὸς εἶναι καπιταλιστικῆς εἴτε εἶναι σοσιαλιστικῆς μορφῆς.
Ὅμως θὰ ἤθελα νὰ συζητήσω τὴν ἄποψι ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀνοικοδομηθῇ ἕνας τέτοιος καθεδρικὸς ναός, γιατί δὲν χρειάζεται, ἀφοῦ ἡ Ἀθήνα ἔχει ἤδη πολλοὺς ναούς, καὶ ἕνας ἀκόμη μπορεῖ καὶ νὰ βλάψῃ, ἀφοῦ θὰ δαπανηθοῦν κονδύλια γιὰ κτίρια, ἐνῷ οἱ πενόμενοι Ἀθηναῖοι χρειάζονται ψωμὶ καὶ δουλειὰ καὶ ἡ Ἀθήνα χρειάζεται πράσινο. Καί, σὲ κάθε περίπτωσι, δὲν ἔχομε λόγο νὰ πραγματοποιήσωμε μίαν ὑπόσχεσι, ποὺ ἔδωσαν οἱ πατέρες μας, ἀφοῦ σήμερα εἴμαστε λαϊκό, καὶ ὄχι χριστιανικὸ Κράτος, καὶ οἱ πολίτες μας ἔχουν διαφορετικό, ἤ κανένα, θρήσκευμα.
Νομίζω ὅτι ὁ τελευταῖος λόγος εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ κατανοήσωμε αὐτὴ τὴν ἄποψι τῶν συμπολιτῶν μας. Δὲν εἴμαστε πιὰ οἱ ἴδιοι, δὲν ἔχουμε τὶς ἴδιες προτεραιότητες μὲ τοὺς πατέρες μας. Αὐτὴ ὅμως εἶναι ἡ ἐπιφάνεια. Κατὰ βάθος, πρέπει νὰ ὁμολογήσωμε, γίνεται ὅ,τι εἶπαν οἱ πατέρες μας «ὅταν ἐλευθερωθοῦμε καὶ τὸ Κράτος μας ἔχει τὰ μέσα, θὰ κτίσωμε τὸν Ναὸ τοῦ Σωτῆρος στὴν πρωτεύουσα». Μὲ ἄλλα λόγια «ἂν δὲν ἐλευθερωθῶμε ἡ δὲν ἔχωμε τὰ μέσα, δὲν θὰ κτίσωμε τὸν ναὸ τοῦ Σωτῆρος». Ἐπειδὴ τὰ μέσα τὰ ἔχουμε (ἀφοῦ κτίζουμε καὶ τεμένη καὶ γήπεδα), κάτι ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ συμβαίνῃ ἀπὸ τὸ ὅ,τι δὲν ἔχουμε πραγματικὰ ἐλευθερωθῆ.
Ἐδῶ εἶναι τὸ ζήτημα. Νομίζουμε ὅτι ἐλευθερωθήκαμε. Βαυκαλιζόμαστε ὅτι εἴμαστε ἀνεξάρτητο Κράτος, ἐνῷ μὲ τὴν ἀπελευθέρωσί μας ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία ὑποδουλωθήκαμε σὲ ξενόφερτες ἄθεες ἰδεολογίες (καὶ ἡ ἠθική μας πτώχευσι ὡδήγησε στὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομική μας πτώχευσι). Γιὰ νὰ ἀναστρέψωμε τὴν ἀρνητικὴ πορεία τῶν τελευταίων 200 ἐτῶν χρειάζεται νὰ εὕρωμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας καὶ μετὰ νὰ συμφωνήσωμε καὶ νὰ ἐκτελέσωμε ἕνα γενναῖο πρόγραμμα ἀνασυγκροτήσεως.
Ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε κάποιες σκληρὲς ἀλήθειες, ὅσο κι ἂν πονοῦν. Ἡ ἐπανάστασι τῶν Ἑλλήνων δὲν ἦταν ἐπανάστασι τῶν Ἑλλήνων καὶ δὲν ἐπέτυχε τὸν στόχο της! Ἡ ἐπανάστασι ἦταν ἐπανάστασι τῶν ὑπόδουλων Χριστιανῶν καὶ στόχος της ἦταν νὰ ἐλευθερώσῃ τὸ Γένος τῶν Χριστιανῶν («γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστι τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία»). Ὁ ἴδιος ὁ Κολοκοτρώνης ἀναφέρεται στοὺς ἐπαναστάτες σὰν τὴν φρουρὰ τοῦ αὐτοκράτορα, καὶ στὴν Μάνη καὶ στὸ Σούλι σὰν τὰ κάστρα του.
Καὶ οἱ ἐθνοσυνελεύσεις ἀναφέρονται στοὺς νόμους «τῶν βυζαντινῶν ἡμῶν αὐτοκρατόρων», τῶν Ρωμαίων, δηλαδή, ἀφοῦ ὁ ὅρος «βυζαντινός» εἶναι ἕνας δυτικὸς νεολογισμὸς μὲ πολιτικὴ σκοπιμότητα (ἀφοῦ μᾶς βάπτισαν Ἕλληνες, ἔπρεπε νὰ δώσουν ἄλλο ὄνομα στὴν αὐτοκρατορία, ποὺ ἀποκάλεσαν τὸν 10ο αἰῶνα «Ἑλληνική», γιὰ νὰ σφετεριστοῦν τὸν τίτλο τοῦ Ρωμαίου, ὥστε οἱ «Ἕλληνες» νὰ μὴ διεκδικοῦν τὴν «Ἑλληνικὴ» αὐτοκρατορία). Ρωμαῖοι εἴμαστε, δηλαδὴ Ἕλληνες (μέτοχοι τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, φυλὲς πολλές, ὄχι μόνο μία) καὶ Χριστιανοί.
Ἔτσι, μὲ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως καὶ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο, ἀποκτήσαμε μία δοτὴ καὶ περιορισμένη ἀνεξαρτησία. Ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία καὶ εὑρεθήκαμε αἰχμάλωτοι τῆς Δύσεως. Ἀποκτήσαμε γῆ καί, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, χάσαμε τὴν ψυχή μας. Ἡ ἱστορία τῶν τελευταίων 200 ἐτῶν ἔχει βέβαια καὶ μεγάλες στιγμές, τοὺς βαλκανικοὺς πόλεμους, τὸ /40, ἀλλὰ εἶναι κυρίως μία ἱστορία τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴν Βαβυλῶνα τῆς Δύσεως. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ συνειδητοποιήσουμε, μάταια προσπαθοῦμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν λάκκο τῶν λεόντων, στὸν ὁποῖο πέσαμε (ἤ μᾶλλον στὸν λάκκο μὲ τὴν κινούμενη ἄμμο, ὅπου, ὅσο προσπαθοῦμε, τόσο πιὸ πολὺ βουλιάζουμε) καὶ μάταια μιλᾶμε γιὰ καθεδρικοὺς ναοὺς καὶ ἀνάστασι τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Θὰ προχωρήσω παραπέρα. Ξεκάθαρα πρέπει νὰ τὸ ποῦμε. Ἑλληνισμὸς καὶ ἐθνικισμὸς (μὲ τὴν φυλετικὴ ἔννοια) εἶναι ἔννοιες ἀντίθετες. Ἑλληνισμὸς σημαίνει πνεῦμα οἰκουμενικὸ ἀνοικτὸ στὸν κόσμο. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰσοκράτη, ὅποιος θέλει νὰ εἶναι Ἕλληνας καὶ μετέχει τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας εἶναι Ἕλληνας. Ἡ ἐθνικοποίησι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἤ, στὰ νεώτερα χρόνια, ἡ ἐδαφικὴ σύλληψι τῆς Μεγάλης Ἰδέας (ὁ Ἑλληνισμὸς ὡς πολιτισμὸς εἶναι ἡ Μεγάλη Ἰδέα), εἶναι τραγικὸ λάθος καὶ ὡδήγησε στὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ ἀλλὰ καὶ στὴν καταστροφὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς». Ἀγαπᾶμε τὴν πατρίδα ναί, ἐφ᾿ ὅσον, ὅμως ἔχει σχέσι μὲ τὸν Ἑλληνικὸ πολιτισμό μας. Δὲν λατρεύουμε ἕνα δυτικοευρωπαϊκὸ εἴδωλο, τὰ ἴδια τὰ δεσμά μας.
Πέραν αὐτοῦ, Ὀρθοδοξία καὶ ἐθνικισμὸς (ἐθνοφυλετισμὸς) εἶναι ἔννοιες ἀντίθετες. Γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ὁ ἐθνοφυλετισμὸς εἶναι αἵρεσι, μετατρέπει δηλαδὴ τὸ ἐπιμέρους σὲ ὅλο καὶ διαστρέφει τὴν πίστι, δὲν σώζει, καταστρέφει.
Καὶ ἔρχομαι στὸ κρίσιμο δίδυμο ὅρων, Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός. Μετὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἑλληνισμὸς εὑρίσκει τὴν τελείωσί του στὴν Ὀρθοδοξία. Ἔχοντας δώσει στὸν κόσμο τὴν σοφία τους, οἱ Ἕλληνες δίνουν τὸ αἷμα τους καὶ γίνονται κατὰ ἑκατομμύρια ἅγιοι καὶ μάρτυρες (γιὰ αὐτὸ εἴμαστε μεγάλο Γένος, ἀλλὰ αὐτό, ἂν μᾶς ἔχει μείνει ἴχνος εὐπρεπείας, ἔχει καὶ τὶς ὑποχρεώσεις του). Οἱ Ὀρθόδοξοι λαοὶ θεωροῦν τιμή τους νὰ μαθαίνουν Ἑλληνικὰ καὶ νὰ θεωροῦνται Ἕλληνες. Μπῆκε στὴ ζωή μας ὁ δυτικοευρωπαϊκὸς ἐθνοφυλετισμος καὶ πρέπει νὰ τὸν διώξωμε ἀπὸ πάνω μας σὰν λέπρα.
Στὸν βαθμὸ ποὺ ὑπάρχουν Ἕλληνες, ποὺ αὐτὰ δὲν τὰ δέχονται, ἡ ἔννοια τοῦ Ἕλληνα ἔχει ἀλλάξει, ἀλλοιωθῆ θὰ ἔλεγα, ὁ Ἑλληνισμὸς ἔχει ἐθνικοποιηθῆ, ἤ σωστότερα περνᾶ μία βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Πρέπει νὰ ἐλευθερωθῶμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν βαβυλώνια αἰχμαλωσία, νὰ διασώσωμε τὸν Ἑλληνισμὸ σὰν τρόπο ζωῆς.
Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς; Εἶναι ὁ κοινοτικὸς καὶ κοινοβιακὸς τρόπος τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὸ πνεῦμα Πατέρων τῆς Ἐρήμου, ποὺ διασώζει μέσα ἀπὸ τὰ Μοναστήρια τῆς Μικρασίας τὸ Ἅγιον Ὄρος (γιὰ αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος τελευταῖα πολεμᾶται λυσσαλέα ἀπὸ τοὺς «Βαβυλώνιους» καὶ τοὺς ἀνθρώπους τους στὴν Ἑλλάδα). Ὁ τρόπος ζωῆς, ὅπου ἐλευθερία σημαίνει ταύτισι μὲ Ἐκεῖνον ποὺ τὴν προσωποποιεῖ, τὸν Κύριο Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ ἀπελευθέρωσι ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ποὺ προσωποποιοῦν τὴν δουλεία τῶν παθῶν. Ὁ τρόπος αὐτὸς σημαίνει ἀγάπη καὶ θυσία γιὰ τὸν συνάνθρωπο, ἀκόμα καὶ τὸν ἐχθρό, καὶ εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα ὄχι μόνο ἡμῶν, ἀλλὰ τοῦ κόσμου ὅλου.
Καὶ γιατί αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου ὅλου; Γιατί νικᾶ τὸν ἐγωισμὸ ἤ ἐθνικισμό μας, μὲ τὸν ὁποῖο ἀναιροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ τελικὰ θὰ καταστρέψωμε τὸν κόσμο. Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος, καὶ ἡ κόλασι ἐδῶ. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἂν βλέπωμε καὶ μεταχειριζόμαστε τὸν ἄλλο μὲ μῖσος ὡς ἀντίπαλο ἤ μὲ ἀγάπη ὡς ἀδελφό.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι τὸ σύμβολο καὶ ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράζει τὶς ἀξίες τῆς ἀγάπης καὶ τῆς σωτηρίας ὅλου τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὅλοι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ φυλὴ ἡ θρησκεία, εἴμαστε τοῦ Ἀδὰμ, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ (καὶ καλὸ εἶναι νὰ ἀφήνωμε τὴν κρίσι τοῦ καθενός μας στὸν κοινὸ Κριτὴ ὅλων, ἀντὶ νὰ παριστάνωμε ὁ ἕνας τὸν κήνσορα τοῦ ἄλλου). Ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὶς ἀξίες, ποὺ ἐκφράζει ὁ Σταυρός. Ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὶς ἀξίες, ποὺ ἐκφράζει ὁ Σταυρός. Ἡ Ἀθήνα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὶς ἀξίες, ποὺ ἐκφράζει ὁ Σταυρός. Ὅταν αὐτὰ τὰ βάλωμε βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά μας, θὰ κτίσωμε ἀμέσως τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος στὴν Ἀθήνα καὶ θὰ ἔχωμε ἀποτινάξει ἀπὸ πάνω μας τὰ δεσμὰ τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας, θὰ ἔχωμε γίνει πάλι Ἕλληνες, χρήσιμοι στὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ καὶ στὸν κόσμο ὅλο. Ἂς ἐλπίσωμε ὅτι αὐτὸ θὰ γίνῃ προτοῦ εἶναι πολὺ ἀργὰ καὶ ὅτι ὁ κατακλυσμός, ποὺ ἔρχεται θὰ ἀποφευχθῇ ἤ θὰ μᾶς εὕρῃ ὅλους μέσα στὴν Κιβωτὸ τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὶς εὐχὲς τῶν Πατέρων μας.
Ὅταν ξαναβροῦμε τὸν χαμένο ἑαυτό μας, θὰ δοῦμε καὶ τὴν σκληρὴ πραγματικότητα καὶ τί πρέπει νὰ γίνῃ. Ἔχουμε πτωχεύσει (καὶ πάλι) ὡς Κράτος ἀπὸ τότε, ποὺ παύσαμε νὰ παράγουμε ἀρκετὸ πλοῦτο, ὥστε νὰ ἐξυπηρετήσωμε τὰ δάνειά μας καὶ δανειζόμαστε γιὰ νὰ πληρώσωμε ὄχι τὸ κεφάλαιο, ἀλλὰ τοὺς τόκους τῶν δανείων. Ὑπάρχουν δύο εἴδη πτωχεύσεως, ἡ ἐκκαθάρισι καὶ ἡ ἀναδιοργάνωσι. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἐκκαθάρισι Κράτους. Ἑπομένως, ὀφείλουμε νὰ μιλήσωμε γιὰ ἀναδιοργάνωσι. Ὀφείλουμε δηλαδὴ νὰ σταματήσωμε ὅλες τὶς πληρωμὲς σὲ δανειστὲς (οἱ παροῦσες πληρωμὲς σὲ ἀνασφάλιστους δανειστές, τράπεζες, ποὺ ἔχουν ὁμόλογα τοῦ Δημοσίου, εἶναι καταδολιευτικὲς τῶν ἄλλων δανειστῶν καὶ συνεπῶς παράνομες). Ἔπειτα, ὀφείλουμε νὰ τοὺς ποῦμε «δὲν ὑπάρχει δραχμή, θέλετε νὰ πάρετε 50 σέντς στὸ Εὐρὼ ἤ τίποτα;» Θὰ συμφωνήσουν στὰ 50 σέντς, θὰ βάλουν καὶ ἄλλα χρήματα, θὰ κάνωμε περισσότερες θυσίες ἀλλὰ θὰ βγῶμε ἀπὸ τὴν κρίσι μὲ ἀνάπτυξι. Βέβαια, πρέπει ἐπιτέλους νὰ ἀξιοποιήσωμε τὸν ὀρυκτό μας πλοῦτο, ἀφοῦ εἴμαστε μία ἀπὸ τὶς πιὸ πλούσιες χῶρες στὸν κόσμο σὲ ὀρυκτά, καὶ σὲ καμία περίπτωσι δὲν πρέπει νὰ πουλήσωμε αὐτὰ τὰ πρωτοτόκιά μας «ἀντὶ πινακίου φακῆς».
Καὶ κάτι ἀκόμα. Ἂν ὑπάρξῃ Ἕλληνας Κυβερνήτης (σὰν τὸν Καποδίστρια), ποὺ θὰ κερδίσῃ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Διασπορᾶς, ἐμφανιζόμενος σεμνὰ καὶ ταπεινὰ καὶ δηλώνοντας «ἐμεῖς θὰ βάλωμε τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸ αἷμα, ἐσεῖς θὰ βάλετε τὰ χρήματα», τὸ οἰκονομικὸ πρόβλημα τῆς Ἑλλάδος λύθηκε «ἅπαξ διὰ παντός».
Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, ὁ Ναὸς τοῦ Σωτῆρος στὴν Ἀθήνα θὰ ἀνοικοδομηθῇ εὔκολα καὶ γρήγορα καὶ θὰ συμβολίσῃ μία νέα περίοδο ἀκμῆς γιὰ τὴν Χώρα μας. Καὶ μέσα στὸ παρὸν σκοτάδι ὀφείλουμε νὰ ἐλπίζωμε. Αὐτὸ ἐξάλλου εἶναι καὶ ἡ οὐσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, φῶς καὶ ἐλπίδα.
3) ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΔΙΑ ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Αφήστε μια απάντηση