ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ 42 -ΜΟΝΟΠΛΕΥΡΟΣ-ΜΑΤΑΙΟΣ ΜΟΧΘΟΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΦΗΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΝ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΤΩΝ (ΤΡΕΙΣ ΤΡΑΓΙΚΑΙ, ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΠΙΚΑΙΡΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΙ)

 

Α. ΜΟΝΟΦΘΑΛΜΗ ΜΗΤΕΡΑ

Ἡ μητέρα του εἶχε μόνον ἕνα μάτι …Ἐντρέπετο δι’ αὐτὴν κὶ ὥρας ὥρας τὴν ἐμισοῦσε. Ἡ ἐργασία της ἦτο μαγείρισσα εἰς τὴν φοιτητικὴν λέσχην. Ἐμαγείρευε διὰ τοὺς φοιτητὰς καὶ τοὺς καθηγητάς, διὰ νὰ ἐξοικονομῇ τὰ ἔξοδά των. Δὲν ἤθελε νὰ τοῦ μιλάῃ διὰ νὰ μὴ μαθαίνουν, ὅτι εἶναι παιδὶ μιᾶς μητέρας μὲ ἕνα μάτι. Αἱ φοιτήτριαι ἔφευγον ταχέως, ὅποτε τὴν ἔβλεπον νὰ ἐμφανίζεται διὰ ὀλίγον μέσα ἀπὸ τὴν κουζίνα κι ἔλεγον, πὼς δὲν ἄντεχον τὸ θέαμα καὶ ὅτι τοὺς προεκάλει μίαν ἀνυπόφορον ἀνατριχίλαν…

Ἀλλὰ ἀπὸ μικρὸs εἶχε πρόβλημα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς μητέρας του. Μίαν ἡμέραν, ὅταν ἀκόμη ἐπήγαινε εἰς τὸ δημοτικόν, ἐπέρασε ἡ μητέρα του εἰς τὸ διάλειμμα νὰ τοῦ εἰπῇ ἕνα γειά. Ἔνοιωσε πολὺ στενοχωρημένos. «Πῶς ἠμπόρεσε νὰ τοῦ τὸ κάμνῃ αὐτό» ἀναρωτιόταν… Τὴν ἠγνόησε, τῆς ἔρριξε μόνον ἕν μισητὸν βλέμμα κὶ ἔτρεμε. Τὴν ἑπομένην ἡμέραν εἷς ἀπὸ τοὺς συμμαθητὰς του ἐφώναξε: «Ἐεεε, ἡ μητέρα σου ἔχει μόνον ἕνα μάτι!..» Ἤθελε νὰ πεθάνῃ. Ἤθελε νὰ ἐξαφανισθῇ. Ὅταν ἐγύρισε εἰς τὴν οἰκία των, τῆς εἶπε: «ἂν εἶναι ὅλοι νὰ γελᾶν μαζύ μου ἐξ αἰτίας σου, τότε καλλίτερα νὰ πεθάνῃς!». Αὐτὴ δὲν τοῦ ἀπήντησε …
«Δὲν μ’ ἔνοιαζε τί εἶπα ἢ τί ἠσθάνθηκε, διατί ἤμουν πολὺ νευριασμένος», ἔλεγε ἀργότερον εἰς ἕνα φίλον του. «Ἤθελα νὰ φύγω ἀπὸ ἐκείνην τὴν οἰκίαν καὶ νὰ μὴ ἔχω καμμίαν σχέσιν μαζύ της. Ἐδιάβασα λοιπὸν πάρα πολὺ σκληρὰ μὲ σκοπὸν νὰ φύγω μιὰν ἡμέραν μακριὰ διὰ σπουδὰς … καὶ τὰ ἐκατάφερα, μὰ ἦλθε κὶ ἔπιασε καὶ αὐτὴ ἐργασίαν εἰς τὴν λέσχην διὰ νὰ μὲ βοηθάῃ …Δὲν ἠμποροῦσε νὰ πάῃ κάπου ἀλλοῦ;».

Ἀργότερα ἠπανδρεύθη. Ἠγόρασε μίαν ἰδικήν του οἰκίαν. Ἔκανε ἰδικά του τέκνα καὶ ἦτο εὐτυχὴς μὲ τὴν ζωήν του, τὰ τέκνα του, τὴν γυναίκα του καὶ τὴν ἐργασίαν του! Μίαν ἡμέραν, μετὰ ἀπὸ πολλὰ ἔτη ἀπουσίας, ὅπως ὁ ἴδιος τῆς ἐζήτησεν, ἡ μητέρα του ἐπῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφθῇ. Δὲν εἶχε ἰδεῖ ποτὲ ἀπὸ πλησίον τοὺς ἐγγόνους της. Μόλις ἐνεφανίσθη εἰς τὴν θύραν, τὰ τέκνα του ἤρχισαν νὰ γελᾶν. Ἐθύμωσεν, ἐπειδὴ εἶχε πάει χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσῃ καὶ χωρὶς νὰ τὸν προειδοποιήσῃ. Τότε τῆς ἐφώναξε: «πῶς τολμᾶς νὰ ἔρχεσαι αἰφνιδίως εἰς τὴν οἰκίαν μου καὶ νὰ τρομάζῃς τὰ παιδιά μου; Ἀπομακρύνσου! Φύγε!». Ἡ μητέρα τοῦ ἀπήντησε γαλήνια: «Ἀα, πόσο λυπᾶμαι, κύριε! Μᾶλλον μοῦ ἔδωσαν λάθος διεύθυνσιν» καὶ ἐξηφανίσθη, χωρὶς νὰ καταλάβουν τὰ μικρὰ πὼς εἶναι γιαγιά τους …

Ἐπέρασαν ἔτη καὶ μίαν ἡμέραν εὑρῆκε εἰς τὸ γραμματοκιβώτιον του μίαν ἐπιστολὴν διὰ τὴν σχολικὴν συγκέντρωσιν τῆς τάξεώς του ἀπὸ τὸ δημοτικὸν σχολεῖον, ποὺ θὰ ἐπραγματοποιεῖτο εἰς τὴν πόλιν ποὺ ἐγεννήθη… Εἶπε ψευδῶς εἰς τὴν γυναῖκα του, ὅτι θὰ ἔκαμνε ἕν ἐπαγγελματικὸν ταξίδιον καὶ ἐπῆγε. Ὅταν ἐτελείωσεν ἡ συγκέντρωσις τῶν συμμαθητῶν, ἐπῆγε εἰς τὴν οἰκίαν, ποὺ ἐμεγάλωσε, μόνον ἀπὸ περιέργειαν… Οἱ γείτονες, τοῦ εἶπαν ὅτι ἡ μητέρα του εἶχε πεθάνει προσφάτως. Εἰς τοὺς ὂφθαλμοὺς του δὲν ἔτρεξεν οὔτε ἕν δάκρυ.

Τοῦ ἔδωσαν μίαν ἐπιστολήν, ποὺ εἶχεν ἀφήσει δι’ αὐτόν: «Ἀγαπημένε μου υἱέ, σὲ σκέπτομαι συνεχῶς. Λυποῦμαι ποὺ ἦλθα εἰς τὴν οἰκίαν σου καὶ ἐφόβισα τὰ τέκνα σου. Ἔμαθα ὅτι ἔρχεσαι διὰ τὴν σχολικὴν συγκέντρωσιν καὶ ἔνοιωσα πολὺ χαρούμενη. Ἀλλὰ φοβοῦμαι, ὅτι ἠμπορεῖ νὰ μὴ εἶμαι εἰς θέσιν νὰ σηκωθῶ ἀπὸ τὸ κρεββάτι, διὰ νὰ ἔλθω νὰ σὲ εἰδῶ. Ἔγραψα αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴν νὰ σοῦ τὸ δώσουν ἂν δὲν μὲ προφθάσῃς. Στεναχωριέμαι, διότι σὲ ἔφερνα εἰς δύσκολον θέσιν καὶ ἐντρεπόσουν διὰ ἐμένα ὅσο ἤσουν μικρός. Βλέπεις …, ὅταν ἤσουν πολὺ μικρός, εἶχες ἕν σοβαρὸν ἀτύχημα καὶ ἔχασες τὸ μάτι σου. Δὲν θὰ ἠμποροῦσα νὰ σὲ βλέπω νὰ μεγαλώνῃς μὲ ἕνα μάτι. Ἔτσι σοῦ ἔδωσα τὸ ἰδικόν μου. Ἤμουν τόσο ὑπερήφανη, ποὺ ὁ υἱός μου θὰ ἔβλεπε τὸν κόσμον μὲ τὴν ἰδικήν μου βοήθειαν, μὲ τὸ ἰδικό μου μάτι … Ἔχεις πάντα ὅλην τὴν ἀγάπην μου. Ἡ μητέρα σου.»

(Προσφορὰ τοῦ φίλου συνεργάτου Π.Κ.Ρ.,
μὲ εὐχὰς νὰ εἶναι πάντοτε ὑγιὴς).

Β. Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

1. Δυστυχῶς οἱ γονεῖς καὶ οἱ ἀμέσως πρόγονοι (παπποῦδες καὶ γιαγιάδες), ἰδίως αἱ μητέρες μοχθοῦν καὶ θυσιάζονται εἰς τὸ ἄκρον ἄωτον, διὰ νὰ προσφέρουν πολλαπλάσια ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀπ᾿ ὅ,τι χρειάζονται τὰ τέκνα, ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι ἐστερήθησαν πάρα πολλὰ καὶ ἐπιθυμοῦν ἀναδρομικῶς νὰ τὰ δώσουν ἑκατονταπλάσια εἰς τὰ τέκνα των.

2. Μὲ κάθε θεμιτὸν καὶ ἀθέμιτον μέσον πασχίζουν νὰ ἀποκτήσουν μεγάλην ἀγοραστικὴν δύναμιν, διὰ νὰ δύνανται νὰ ἱκανοποιοῦν ὅλας τὰς ὑλικὰς ἐπιθυμίας τῶν τέκνων των καὶ νὰ τὰ διορίζουν εἰς τὸ δημόσιον, διὰ νὰ μὴ κοπιοῦν, ἀλλὰ νὰ ἀδρανοποιῶνται καὶ νά «παρασιτοζωοῦν» νοσφιζόμενα τὸν ἱδρῶτα τοῦ βαρύτατα φορολογουμένου ἐργαζομένου πτωχοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ.
3. Δυστυχῶς ὅμως ἡ μέριμνα καὶ ἡ θυσία των γίγνεται μονομερῶς, μόνον διὰ τὴν σωματικὴν ἀνάπτυξιν καὶ διὰ τὴν ἐπιμόρφωσιν τῶν τέκνων, ὄχι ὅμως καὶ διὰ τὴν πνευματικὴν καλλιέργειαν καὶ διὰ τὴν ἠθικοπλαστικὴν διαπαιδαγώγησιν αὐτῶν.Τοιουτοτρόπως ἀνατρεφομένων καὶ ἐπιμορφωνομένων τῶν τέκνων των, βλέπουν οἱ γονεῖς αὐτὰ νὰ ὀλισθαίνουν, ἀλλὰ δὲν τοὺς κρούουν τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου, ἀρκούμενοι νὰ καυχῶνται, ὅπως ὁ δύσμοιρος πατήρ, πού, ἐνῷ «ὁ κόσμος τὸ εἶχε τούμπανο», ὅτι ἡ κόρη του ἦτο «κέντρον διερχομένων» καὶ ἐδέχετο μὲ τὸν κάθε ἕνα νά «παίζουν τοὺς παντρεμένους», ἐν τούτοις ἐκεῖνος «τὸ εἶχε κρυφὸ καμάρι» τονίζων: «ἡ θυγάτηρ μου εἶναι ἡ σεμνοτέρα παρθένος τοῦ κόσμου, μόνον, ποὺ εἶναι ὀλίγον τί ἔγγυος»… Δηλαδὴ στεροῦν ἀπὸ αὺτὰ τὴν ἠθικοπνευματικὴν ἀνάπτυξιν καὶ τοιουτοτρόπως καλλιεργοῦν εἰς αὐτὰ τὴν φιλαυτίαν, τὸν ἐγωισμόν, τὴν οἴησιν, τόν «φιλοτομαρισμόν», τὴν ἀσπλαγχνίαν, τὴν ἀφροσύνην, καὶ αὐτὰ γίγνονται ἄστοργα, ἀνήμερα, ἀφιλάγαθα, ἐπιρρεπῆ εἰς τὴν προδοσίαν, προπετῆ, ἀνάγωγα, ἐν ὀλίγοις γίνονται «διαβολάκια». Τοιουτοτρόπως δὲν ἀγαποῦν τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον, δὲν σέβονται τοὺς γονεῖς των καὶ δὲν γίγνονται ἐποικοδομητικά, ἀλλὰ καταλυτικὰ στοιχεῖα εἰς τὴν κοινωνίαν. Νομίζουν οἱ δυστυχεῖς γονεῖς, ὅτι ἐπειδὴ τὰ τέκνα των εἶναι εὐτραφῆ ἤ ἔστω ἔχουν καὶ κάποιαν ἐπίδοσιν εἰς τὰς ἐπιστήμας καὶ κάποια κοινωνικὴν ὑπόληψιν μὲ σπουδαίας θέσεις, πολυτελεῖς κατοικίας, αὐτοκίνητα καὶ λοιπά, αὐτὰ εἶναι εὐτυχῆ. Εἰς τὴν πραγματικότητα, ὅμως, εἶναι λίαν δυστυχῆ, διότι τοὺς λείπει ἡ ἑτέρα πτέρυξ τῆς ἀρετῆς, τῆς εὐπρεπείας, τῆς αἰδοῦς, τῆς σωφροσύνης καὶ ἐν γένει τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ εὐποιΐας καί, ἐνῷ ἔχουν ὅλα τὰ ὑλικά, ἐν τούτοις ἡ δυστυχία των καθημερινῶς αὐξάνεται, φθάνοντα εἰς τὸ σημεῖον πολλὰ ἐξ αὐτῶν, διὰ νὰ κορέσουν τὴν ἀπληστίαν των μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰς ἡδονάς, νὰ καταντοῦν νὰ πατοῦν ἐπὶ πτωμάτων, καὶ ἄλλα μὲν αὐτοκτονοῦν καὶ ἄλλα γίγνονται παλλακίδες καὶ ἀνώμαλα, ἄλλα γίνονται ἀλκοολικά, ναρκομανῆ καὶ ἐν γένει λίαν καταλυτικὰ μέλη τῆς κοινωνίας. Ἡ ἱστορία λέγει, ὅτι ἕν τοιοῦτον δυστυχισμένον πλάσμα ἦτο τὸσον ἄσπλαγχνον καὶ ἀδίστακτον καὶ ἕρμαιον τῆς ἡδονῆς, ὅπως ὁ δύσμοιρος Ἡρώδης, ὁ ὁποῖος ἐρεθίσθη ἀφαντάστως ἀπὸ τοὺς ἀσέμνους χορευτικοὺς ρυθμοὺς τῆς ἀνεψιᾶς του Σαλώμης, ὥστε ἀπεκρυσταλώθη ὁ μυελὸς του καὶ ἐγένετο θηρειῶδες. Οὕτω ὁ δυστυχὴς νέος τῆς ἱστορίας μας εἶχεν κυριολεκτικῶς ὑποδουλωθῆ ἀπὸ τὴν καλλίγραμμον ἐρωμένην του-σύζυγόν του, ἡ ὁποία τοῦ ἀπαιτοῦσεν καθημερινῶς συνεχῶς περισσότερα καὶ αὐτὸς ὤμνυε, ὅτι θὰ τῆς ἱκανοποιοῦσεν ὅλας της τὰς ἐπιθυμίας. Μίαν ἡμέραν, λοιπόν, ἡ ξέφρενος σύζυγός του, ὡς ἄλλη Ἠρωδίας, ἐξεμάνη καὶ τοῦ ἐζήτησεν νὰ φονεύσῃ τὴν μητέρα του καὶ νὰ τῆς προσφέρῃ τὴν καρδίαν της!!! Ὁ μὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ προικισμένος νέος, ὅμως ἄσπλαγχνος καὶ ἄστοργος, τυφλωμένος-μὲ ἀποκρυσταλλωμένον μυελόν, ἐγένετο μητροκτόνος καὶ μετέφερεν τὴν καρδιὰν τῆς μητρός του εἰς τὸ εἴδωλον του-τὴν ἐξωτερικῶς «κούκλαν», ἀλλὰ ἐσωτερικῶς «πανούκλαν» σύζυγόν του. Καθ᾿ ὁδὸν ὅμως ἐσκόνταψε καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν ὁδόν. Τότε ἡ καρδιὰ τῆς μητρός του τὸν ἠρώτησεν: «ἐκτύπησες παιδάκι μου;»…

4. Ἡ καρδιὰ τῆς μητέρας εἶναι πλήρης καλωσύνης, θυσίας καὶ αὐταπαρνήσεως, ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ θυσία τῶν μητέρων, ἡ αὐταπάρνησίς των καὶ ἡ τυραννία των εἰς μάτην προσεφέρθησαν καὶ πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουν, ὅτι παραλλήλως πρὸς τὰς ὑλικὰς προσφορὰς ἔπρεπε νὰ καλλιεργοῦν καὶ τὴν ἠθικήν, τὴν εὐσπλαγχνίαν, τὴν εὐπρέπειαν, τὴν αἰδώ, τὴν σωφροσύνην, τὴν εὐποιΐαν καὶ τὸν ἀλτρουισμόν εἰς τὰ τέκνα των, διὰ νὰ καταστοῦν πραγματικῶς εὐτυχῆ καὶ ἐποικοδομητικὰ μέλη εἰς τὴν κοινωνίαν καὶ ὄχι δυστυχῆ, ὅπως εἶναι σήμερον…

5. Διὰ νὰ ἀναπτύξῃ κανεὶς ὅλας αὐτὰς τὰς ἐπιπτώσεις, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε τὴν ἄνεσιν τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, διὰ νὰ συγγράψῃ τόμους ὁλοκλήρους, πρᾶγμα ὅμως, τὸ ὁποῖον ἡμεῖς στερούμεθα παντελῶς…

 

Γ. Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

1. Ὅπως εἰς τὰ προηγούμενα κεφάλαια ἀνεπτύξαμε περιληπτικῶς, οἱ γονεῖς, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐνδιαφέρονται μονοπλεύρως, διὰ τὴν σωματικὴν ἀνάπτυξιν καὶ διὰ τὴν ὑλικὴν εὐημερίαν τῶν τέκνων των.

Ἡ σύντομος ἱστορία ἐδῶ εἶναι:
Ὅταν τὸ τέκνον μιᾶς ματαιοδόξου μητρὸς τῆς ἐπῆγε τό «κλεμμένον αὐγό», τοῦ εἶπε, «α σήμερα θὰ φᾶμε ὡραιότατη ὀμελέτα ἀπὸ τὸ φρέσκο αὐγό, ποὺ ἐγέννησεν μόλις ἡ ὄρνις (κόττα) τῆς γειτόνισσας».

2. Ὅταν τῆς ἔφερεν τὴν σφετερισμένην ὄρνιθα (κόττα) τοῦ γείτονος, εἶπεν: «α, ὡραῖα σήμερα θὰ φᾶμε τὴν ἀλάνα κόττα τοῦ γείτονα».

3. Ὅταν τῆς προσεκόμισεν τὸ λεηλατηθὲν ἀρνίον, τοῦ εἶπεν: «τὸ σφάζομεν τώρα τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα θὰ τὸ σουβλίσωμεν καὶ θὰ φᾶμε νόστιμον κρέας».

4. Ὅταν τῆς προσέφερεν τὸν ληστευθέντα μόσχον, εἶπον οἱ γονεῖς: «θὰ φᾶμε φρέσκο, ντόπιο, ὡραῖο μοσχάρι ψητὸ καὶ λοιπά, θὰ τὸ βάλωμεν εἰς πήλινα δοχεῖα καὶ θὰ τὸ διατηρήσωμεν καὶ διὰ τοὺς ἑπομένους μῆνες».
5. Τοιουτοτρόπως ὁ υἱὸς κατήντησεν ληστὴς καὶ συνελήφθη καὶ κατεδικάσθη εἰς θάνατον. Ὅταν οἱ δέσμιοι τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι τὸ ἀπόγευμα θὰ τὸν ἐξετέλουν, τὸν ἠρώτησαν, ποία εἶναι ἡ τελευταία του ἐπιθυμία καὶ αὐτὸς ἐζήτησεν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς μητρός του. Ὅταν παρουσιάσθη ἡ μήτηρ του, τῆς εἶπεν «σήμερον τὸ ἀπόγευμα μὲ ἐκτελοῦν, βγάλε τὴν γλῶσσα σου νὰ τὴν φιλήσω». Ἔπραξεν τοῦτο ἡ ματαιόδοξος καὶ ἐπιπολαία μήτηρ του, ὁπότε ὁ υἱὸς ἀντὶ νὰ τῆς τὴν φιλήσῃ, τῆς τὴν ἔκοψεν μὲ τοὺς ὀδόντας του, λέγων εἰς αὐτήν : «αὐτὴ ἡ γλῶσσα μὲ κατέστρεψεν. Ὅταν ἔφερνα τὰ κλεμμένα: αὐγό, κόττα, ἀμνόν, μόσχον καὶ λοιπὰ μὲ ἐπαινοῦσεν καὶ οὐδέποτε μὲ διεφώτισεν, ὅτι ἔπρεπε νὰ ντρέπωμαι καὶ ὅτι τὰ ἀγαθὰ κόποις κτῶνται. Ποτὲ δὲν μοῦ ὡμίλησεν διὰ ἠθικήν, ἀρετήν, ἀξιοπρέπειαν, ἀκέραιον ἦθος καὶ χαρακτῆρα, αἰδώ, σωφροσύνην, αὐταπάρνησιν, ἀλτρουισμόν, ἐντροπὴν καὶ ποτὲ δὲν μὲ καθωδήγησεν εἰς τὴν εὐπρέπειαν καὶ τὴν εὐποιΐαν».

6. Αἱ δυστυχεῖς μητέρες, πατέρες καὶ λοιποὶ προπάτορες, ἐνδιαφερόμενοι μόνον διὰ τὴν σωματικὴν ἀνάπτυξιν καὶ τὴν ὑλικὴν ἀποκατάστασιν τῶν τέκνων των, ὁμοιάζουν ὡσὰν τοὺς ἄφρονας, οἱ ὁποῖοι κοπιοῦν νὰ κτίσουν πολυτελεστάτους πύργους εἰς τὴν ἄμμον, καὶ δὲν συνειδητοποίησαν, ὅτι «ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς, πανουργία οὐ σοφία φαίνεται» καὶ ὅτι «ἀρχὴ σοφίας, φόβος Θεοῦ», ἀγνοοῦντες καὶ χιλιάδας ἄλλας διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ σοφὰ ἀποφθεύγματα τῶν ἀρχαίων ἡμῶν προγόνων, ὡς τὸ τοῦ Σωκράτους: «ὅσας ὀλιγωτέρας ἀνάγκας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον πλησιέστερον πρὸς τὸ θεῖον ἐστι, τὸ γὰρ θεῖον ἀνενδεὲς ἐστι».

7. Ἀνάγκη ὅθεν οἱ γονεῖς καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς νὰ ἀνατρέφουν τὰ τέκνα των, ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου, διὰ νὰ εἶναι ἐφικτὸν νὰ γίνουν λαμπροὶ ἐπιστήμονες μὲ φόβον Θεοῦ, ἐπιτυχημένοι ἐπιχειρηματίαι καὶ ἄριστοι-εὐτυχεῖς οἰκογενειάρχαι, διὰ νὰ εἶναι, τόσον εἰς αὐτὴν τὴν προσωρινὴν ζωὴν ἐπὶ τῆς γῆς ὅσον καὶ εἰς τὴν αἰώνιον, τρισευτυχισμένα…
8. Ἀντιθέτως κάμνουν τὰ παιδιά των, χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν, οὐσιαστικῶς δυστυχῆ. Μακάρι, μυριάκις εἴθε νὰ συνειδητοποιήσωμεν ὅλοι τὸ καθῆκον μας καὶ νὰ ἐνεργῶμεν σωφρόνως, διότι κατὰ τὰς λαϊκὰς παροιμίας «ὅ,τι σπέρνομεν, θερίζομεν» καὶ «ὡς στρώνομεν, κοιμώμεθα» καὶ ὅταν τὸ συνειδητοποιήσωμεν, θὰ εἶναι πολὺ ἀργά, διότι «τὸ σκυλί σου καὶ τὸ παιδί σου, ὅπως τὸ μάθεις θὰ συμπεριφέρεται». Ἐὰν παιδιόθεν γαλουχοῦνται τὰ τέκνα μὲ τὰ νάματα τῶν αἰωνίων ἀρχῶν τῆς φυλῆς μας, τότε θὰ πρέπῃ καὶ οἱ γονεῖς νὰ εἶναι ὑπερήφανοι καὶ θὰ ἐπαναλαμβάνουν τὸ τοῦ ποιητοῦ: «μὴ φοβηθῇς αὐτόν, ποὺ ἐστήριξεν τὴν πίστιν ἐπάνω εἰς τὴν ἐλπίδα, τὸν εἶδα εἰς τὴν ζωὴν νὰ μάχεται, μὰ πάντα ἀνίκητον τὸν εἶδα».

Γένοιτο ἀμήν.

Αὐτὰ εἶναι τὰ δράματα, ὅταν οἱ γονεῖς «κτίζουν εἰς τὴν ἄμμον» καὶ παιδιόθεν δὲν γαλουχοῦν τὰ τέκνα των ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου.

 

 

 

Η ΚΑΛΩΣΥΝΗ

Φίλοι μου
Ἡ ὀμορφιὰ ἐντυπωσιάζει
ἡ ἐξυπνάδα ἱκανοποιεῖ
ἡ καλωσύνη σκλαβώνει!!!

Σκλαβώνει, μαγεύει,
μαγνητίζει,
πανηγυρικὰ κερδίζει.

Πιὸ πολλοὺς
στόχους πετυχαίνει
κὶ ὠφέλιμη ἀποβαίνει.

Πιὸ πολλοὺς
φίλους δημιουργεῖ
ἀπὸ τὴν ὅποιαν δύναμιν καὶ ἰσχύ.

Γιατὶ εἶν᾿ ἡ καλωσύνη χάρισμα
τῆς καρδιᾶς μεγαλεῖον
ἀνθρωπιᾶς ἠχεῖον.

Εἶναι μέσον συμπαθείας
ὄργανον εὐαρεσκείας
σίγουρα ἐπιτυχίας.

Ἀμφιβάλλετε; δὲν τὸ νομίζω
γιατὶ εἶν᾿ ἀλήθεια αὐταπόδεικτη
καὶ τοὺς καλωσυνάτους μακαρίζω.

Τῆς καλωσύνης ἡ ἀρετὴ
εἰς τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων
κοινωνικῆς ὀμορφιᾶς εἶναι παροχή.

Ὀμορφαίνει τὴν ζωὴ
τῆς καρδιᾶς ἡ καλωσύνη
μίσες, ἔχθρες ἀπαλύνει.

Ἄν εἰς τὶς σχέσεις μας εἶναι πρώτη
τῆς καλωσύνης ἡ ἀρετὴ
κοινωνικὸς παράδεισος φθάνει ἡ ζωή.

Γιατὶ ὅπου καλωσύνη ἐκεῖ ἀγάπη
ὅπου ἀγάπη ἐκεῖ εἰρήνη
ὅπου εἰρήνη ἐκεῖ εὐτυχία.
Τί τὸ καλλίτερον;

Καλωσύνη λέγουν οἱ σοφοὶ
νὰ ἔχῃς εἰς τὴν καρδιάν σου
τὸ Ἄριστον εἰς τὰ προτερήματά σου.

Ἀγαπητὸν προτέρημα νὰ ἔχῃς καλωσύνην
δὲν σοῦ γυρεύει τίποτα.
Αὐτὴ μονάχα δίνει…

Τὴν ἔχουμε; Τὴν παρέχουμε;
Εἴθε φίλοι, νὰ τὴν ἔχωμεν
καὶ νὰ τὴν παρέχωμεν.

Παναγιώτης Ρήγας, Συνταξιοῦχος δάσκαλος
Καλαμάτα Νοέμβριος 2009

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *