Κεῖται 1.800 μέτρα νοτιοδυτικά τῆς ᾿Αροανίας, ἄνωθεν τῆς ἐπαρχιακῆς ὁδοῦ Καλαβρύτων-᾿Ολυμπίας, μεταξύ ᾿Αροανίας καί ᾿Αγριδίου, σέ ὑψόμετρο περίπου 1.000 μέτρων ἀπό τήν θάλασσα. Τόσον τό τεῖχος πού τήν περιέβαλε, ὅσον καί τά κτήρια εἶναι σήμερα ἡμιερειπωμένα. ᾿Εκτίσθη ἀπ᾿ ἀρχῆς ὑπό τοῦ ἱερομονάχου Τιμοθέου, ᾿Επισκόπου ᾿Ωλένης καί Θεοφάνους, τήν 10ην Μαΐου 1616, εἰς μνήμην ῾Υπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ᾿Αειπαρθένου Μαρίας, μέ τό προσωνύμιο ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ. Κατ᾿ ἄλλην ἐκδοχήν ὑπῆρχε ἤδη ἀπό τό ἔτος 1612-1613.
῾Η ᾿Ιερά Μονή Φανερωμένης ἐπί Τουρκοκρατίας εὑρίσκετο εἰς πολύ μεγάλη ἀκμή. Μετά τήν ἀπελευθέρωσιν ὅμως εἶχε πολύ λίγους μοναχούς· ἔπεσε καί αὐτή θῦμα τοῦ ἀντιμοναχικοῦ πνεύματος τῶν Βαυαρῶν καί τοῦ «βαυαρίζοντος» ῞Ελληνος, ἁρμοδίου γιά τά ᾿Εκκλησιαστικά, Θεοκλήτου Φαρμακίδη, ὁ ὁποῖος ἐξέδωσε τό 1836 Διάταγμα, ὅτι Μονές κάτω τῶν 6 Μοναχῶν διαλύονται καί οἱ περιουσίες αὐτῶν διανέμονται σέ ἀκτήμονες. Κατά καιρούς ἐμόναζαν 1 ἤ 2 Μοναχοί, πλήν ὅμως χωρίς περιουσία καί χωρίς ἔσοδα δέν ἦτο δυνατόν νά διατηρηθῇ καί ἐπιβιώσῃ ἡ Μονή. Οὕτω, ἔχει ἀπογυμνωθῆ, τόσον ἀπό τά κτήματα, ὅσον καί ἀπό τά τιμαλφῆ καί κειμήλια. ῎Ετσι διελύθη καί αὐτή τελικά ὅπως ἑκατοντάδες ἄλλες ῾Ιερές Μονές ἀνά τήν ῾Ελληνικήν ᾿Επικράτειαν.
᾿Επειδή ἡ ῾Ιερά Μονή Φανερωμένης προσέφερε εἰς τήν ὅλην περιοχήν πάρα πολλά ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά εἰς τούς εἰς αὐτήν καταφεύγοντας, φρονοῦμε ὅτι ἐπιβάλλεται νά ἀναστηλωθῇ καί νά γίνῃ πάλι πόλος ἕλξεως ὅλων τῶν παντοειδῶς δεινοπαθούντων συνανθρώπων μας, ὄχι μόνον τῶν ὑλικῶς ἐνδεῶν, ἀλλά καί τῶν ἐχόντων καί κατεχόντων πλουσίως τά ὑλικά ἀγαθά. Εἶναι ἀνάγκη νά δημιουργηθῇ μιά πνευματική ὄαση, διά νά καταφεύγουν οἱ πεφορτισμένοι καί ἀπογοητευμένοι τῆς ζωῆς, διά νά φορτίζωνται πνευματικά καί νά δύνανται νά ἀντέχουν εἰς τίς διάφορες ἀντιξοότητες καί νά ξεπερνοῦν τά προβλήματά των.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η μονή αυτή ευρίσκεται περί τα δύο χιλιόμετρα δυτικώς της κωμοπόλεως, εις το μέσον της βόρειας πλευράς τουόρους Τάρταρος και εις υψόμετρων 1000μ περίπου από θαλάσσης. Το επίθετο Φανερωμένη, το οποίον απαντά και εις άλλα μέρη, δεικνύει ότι εις το μέρος αυτό ευρέθη κάποτε εικών της Παναγίας εντός της γης, ίσως κατόπιν δράματος ή ονείρου, έπειτα δε ιδρύθη εκεί ναός και μονή. Το αυτό λέγεται και δι’ άλλον ναό της Παναγίας εις το παρακείμενον χωριόν Αγρίδι όστις καλείται με άλλο παρόμοιον επίθετον, Παναγία η Ευρετή. Η μονή Φανερωμένης έχει όψιν φρουρίου , όπως όλες σχεδόν οι μονές της επαρχίας. Περιβάλλεται από τείχος διαστάσεων 25Χ33,50 μ. κλαι ύψους 2-9μ. (η διαφορά του ύψους οφείλεται εις το επικλινές του εδάφους). Εις το μέσον της βόρειας πλευράς, η οποία είναι και η υψηλοτέρα, υπάρχει παλαιά δεξαμενή δια την συγκέντρωσιν των υδάτων της εσωτερικής πηγής. Δια τούτων οι μοναχοί επότιζον παλαιότερον τους κάτωθι της μονής κήπους, οι οποίοι τώρα έχουν γίνει βοσκότοποι και το τοπίον είναι σχεδόν γυμνόν μόνον μια πανύψηλος κυπάρισσος ίσταται ως αιώνιος φρουρός της παλαιάς μονής.
Εισερχόμεθα εις το εσωτερικόν της μονής από μιαν μοναδικήν θύραν εις την δυτική πλευράν. Διερχόμεθα πρώτον ένα θολωτό διάδρομον μήκους 5,50μ και πλάτους 3,75, ύψους δε 3μ και φθάνομεν εις εσωτερική αυλήν. Εις το ανατολικόν άκρον της έχει κτισθή προ 20 περίπου ετών νεώτερος ναός, διότι ο παλαιός έχει ερειπωθεί. Εις τον νέον ναόν γίνεται λειτουργία επίσημος δια του έτους, την Παρασκευήν της Διακαινησίμου και την 23 Αυγούστου. Αριστερά και δεξιά της επιμήκους αυλής ευρίσκονται τα ερείπια των κελιών και του παλαιού Καθολικού, εις την βόρειαν δε ερείπια παλαιών κελιών. Ταύτα ήσαν εκτισμένα εις δυο επαλλήλους σειράς ή κατώτερα αποτελείται από διαμερίσματα θολωτά (κελιά, αποθήκας, διαδρόμους), η δε ανωτέρα από τετράπλευρα επίστεγα διαμερίσματα. Το τείχος φέρει και αυτό δυο σειράς ανοιγμάτων, εκ των οποίων τα κατώτερα είναι μικρά και εχρησίμευον ως πολεμίστραι , τα δε ανώτερα είναι μεγαλύτερα και ήσαν παράθυρα δωματίων (κελιών). Εις την ΝΑ γωνίαν του περιβόλου ευρίσκονται τα ερείπια του παλαιού καθολικού, ήτο ο παλαιός ναός της Παναγίας της Φανερωμένης. Ούτος είχε διαστάσεις 15χ6,30 μ. και σχήμα συνεπτυγμένης τρικλύτου βασιλικής. Τα πλάγια δηλ. κλίτη έχουν συγχωνευθή με τους εξωτερικούς τοίχους, εις τρεις ψευδείς αψίδας, ώστε να δίδεται η εντύπωσις τρικλίτου ναού. Αι αψίδες αυταί έφερον ασφαλώς τοιχογραφίας εις μιαν εξ αυτών, την ΝΔ, σώζονται ίχνη του χρώματος της αγιογραφήσεως. Από το Ιερόν διατηρείται η κόγχη του διακονικού και τίποτε άλλο. Ότε προ 60 ετών επεσκέφθη την μονήν ο ιστιοδίφης Γ.Παπανδρέου, ο ναός διετηρείτο σχετικώς εις καλήν κατάστασην, ώστε να δυνηθεί ούτος να περιγράψει τας αγιογραφίας του εσωτερικού και να παράθεση την σωζόμενην τότε κτιτορικήν επιγραφήν. Σήμερον όλα είναι ερείπια, πλην του τοίχου της νότιας πλευράς, όστις σώζεται κάπως, διότι στηρίζεται επί της κλιτύος του δρους. Ο περίβολος της μονής και οι τοίχοι των κελιών έχουν κτισθή με ακατέργαστους λίθους της περιοχής και με ολίγην χρήσιν κονιάματος. Εις τους θόλους των υπογείων κελιών και εις τα αψίδας τους ναού εχρησιμοποιήθησαν πωρολίθοι. Ο περίβολος είναι κατά εκατόν περίπου έτη νεώτερος του ναού, εκτίσθη δε πιθανώς περί τα τέλη του ΙΖ αιώνος. Κατά παλαιάν, μη σωζόμενην σήμερον επιγραφήν, την οποίαν δημοσιοποιεί ο Γ. Παπανδρέου και Ν. Βέης, ο ναός εκτίσθη δια συνδρομής του μοναχού Τιμοθέου (Ηγουμένου) και Θεωνά κατά το έτος 1616. Αλλά όπως αποδεικνύεται από σχετικόν ένθυμημα του υπ’αριθόν 3 κωδικός της μονής Αγίων Θεοδώρων, η μονή αυτή υπήρχε κατά το έτος 1612-1613, διότι αναφέρεται εις ενθύμημα των ετών τούτων. Φαίνεται λοιπόν ότι το 1616 έγινεν ανακαίνισις η αγιογράφησις του ναού ή ίσως εκτίσθη εκ θεμελίων εις την θέσιν προυπάρχοντος ναού 3. Η Μονή αυτή ήκμαζεν επί τουρκοκρατίας, η δε και σήμετον λειτουργούσα Μονή Αγιών Θεοδώρων Αροανίας ήτο μετόχιον αυτής. Ο κατά το 1805 περιηγηθείς την Πελοπόννησον Άγγλος W.M.Leake επεσκέφθη και την εν λόγω μονήν και την χαρακτηρίζει κομψήν. Μετά την απελευθέρωσιν ήρχισεν η παρακμή της κατά την έκθεσιν της υπό του Καποδιστρίου συσταθείσης Εκκλησιατικής Επιτροπής, η μονή αυτή είχε τότε (1828) 3 – 4 μοναχούς και 30 περίπου στρέμματα αγρών. Η δηλωθείσα υπό των μοναχών περιουσία είναι ίσως ανακριβής ένεκα του φόβου της φορλογίας. Κατά την παράδοσιν, ην αναφέρει και ο Γ. Παπανδρέου η μονή αυτή είχεν αρκετά κτήματα (μετόχια) εις τα γύρω χωριά (Αλέσταινα, Σκούπι, Τσαρούχλι κτλ). Κατά την Επανάστασιν εχρησίμευσεν ως κέντρον τροφοδοσίας των διερχομένων αγωνιστών και ως καταφύγιον των κατοίκων κατά τας επιδρομάς του Ιμβραήμ.
Η Μονή Φανερωμένης διελύθη το 1834 δια το ολιγάριθμον των μοναχών της, τη δε περιουσίας αυτής διεμοιράσθη εις ακτήμονας αγρότας. Εν τούτοις εξηκουλούθησεν επί τίνα έτη να φυτοζωή εμένεν εκεί άλλοτε ένας και άλλοτε δύο μοναχοί μέχρι τέλους του παρελθόντος αιώνος. Κατόπιν εγκαταλείφθειασα κατήντησεν εις ερείπια. Παραμένει όμως πάντοτε εις την συνείδησιν των κατοίκων της περιοχής ως ιερόν προσκύνημα και τόπος λατρείας του θείου.